Monday, April 8, 2013

ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΘΑΤΣΕΡ (1925-2013): "Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΝ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΙΣΩ"



Και μόνο το γεγονός ότι ακόμα αναφερόμαστε (και θα αναφερόμαστε) στον «Θατσερισμό», καταδεικνύει ότι το πολιτικό μέγεθος της Μάργκαρετ Θάτσερ, που πέθανε σήμερα στις 12 το μεσημέρι, ώρα Αγγλίας, σε ηλικία 87 ετών, ήταν τεράστιο.

Από την στιγμή που μαθεύτηκε στην Αγγλία η είδηση του θανάτου της, μία φράση επαναλαμβάνεται από όλους – εκείνους που τη λάτρεψαν, και εκείνους που τη μίσησαν: «Για καλό ή για κακό, άλλαξε τις ζωές όλων μας».

Αυτό, δεν είναι απλώς μία διαπίστωση. Είναι … ορατή πραγματικότητα.

Ο κόσμος πληρώνει τους λογαριασμούς ρεύματος, τηλεφώνου και ύδατος σε εταιρείες ιδιωτικές. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, έχει βελτιώσει, στην Αγγλία τουλάχιστον, την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών, και έχει κάνει τις τιμές χαμηλότερες.

Πέρασε στον κόσμο την φιλοσοφία της ότι δεν πρέπει να τα περιμένεις όλα από το Κράτος, κι ότι ο καθένας, στον τομέα του, πρέπει να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.

Μίκρυνε τον Δημόσιο Τομέα, και εξέθεσε τα συνδικάτα με μία απλή, απλούστατη απόφασή της: οι απεργίες θα αποφασίζονται από την πλειοψηφία των μελών, και με μυστική ψηφοφορία.

Εγινε πρωθυπουργός μιας χωρας που μόλις βγηκε από τον χειρότερο χειμώνα της μεταπολεμικής της ιστορίας. Οι ασταμάτητες απεργίες των συνδικάτων, είχαν αφήσει στίβες από αμάζευτα σκουπίδια στους δρόμους, και εκατοντάδες πτώματα άθαφτα στα νεκροταφεία.

Ήταν ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας», αλλά η τελευταία λέξη δεν αποδίδει όσο πρέπει την αγγλική discontent, που είναι απείρως ισχυρότερη, απείρως πιο επώδυνη! Η ανεργία ηταν στο υψηλότερό της σημείο. Υπήρχαν ατέλειωτες ελλείψεις βασικών ειδών. Κι ο πολιτικός κόσμος με το άκαμπτο βρετανικό άνω χείλος, συζητούσε φιλολογικά για το «πως θα αντιστρέψουμε τη κρίση».

Στο συγκαταβατικό «ελάτε να το συζητήσουμε», των άλλων, η Θάτσερ αντέταξε τον δικό της σκληρό πραγματισμό που έλεγε «λύστε το σήμερα». Και, ακόμα περισσότερο, «εάν δεν το κάνετε εσείς, θα το κάνω εγώ». Και το έκανε.

Έχοντας ως πρότυπο τον μανάβη πατέρα της, αισθάνθηκε ότι είχε το δικαίωμα να απευθύνεται στον λαό της ως καθηγήτρια αυστηρού δημόσιου σχολείου, να του κουνάει το δάχτυλο και να του λέει, «αφου πέτυχε ο πατέρας μου, μπορείτε και εσείς». Και ήταν η πρώτη φορά, πράγματι, που η λέξη «παραγωγικότητα» απέκτησε και πάλι νόημα, σε μια χώρα που έβλεπε τις πατροπαράδοτες βιομηχανίες της, αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές, υφασματουργία, ορυχεία και άλλες, να γίνονται προβληματικές και να χάνουν σημαντικά μερίδια αγοράς από πιο αποτελεσματικούς ανταγωνιστές, κυρίως από άλλες χωρες.

Ακόμα και αντίπαλοί της που την πολέμησαν σκληρά, παραδέχονται ανοικτά από το πρωί, όπως είπε και η αναπληρωτής αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, Χάριετ Χάρμαντ, ότι ήταν ήταν «a towering figure», «μία δεσπόζουσα προσωπικότητα».

Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, που ακόμα και άνθρωποι, όπως ηγέτες του συνδικαλιστικού κινήματος, που συγκρούστηκαν άγρια μαζί της, και που ακόμα πιστεύουν ότι η πολιτική της «ωραιοποίησε την ιδιωτική πρωτοβουλία», γεγονός που «ευνόησε το κεφάλαιο και γονάτισε τον απλό λαό», απέτισαν φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο «που προσπαθούσε πάντα να κάνει ό,τι πίστευε πως ήταν καλύτερο για την χώρα της».

Έλεγε εκείνα τα χρόνια που όλοι την επέκριναν για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεών της, ότι «θάρθει μέρα που θα γελάει κάποιος όταν θα μαθαίνει ότι σ’ αυτήν την χώρα, οι Μεταφορές Πίκφορντς, ήταν επιχείρηση του δημοσίου». Και πράγματι θα γέλαγε. Και πράγματι, αυτό ηταν «ο Θατσερισμός». Όχι πολιτική ιδεολογία. Αλλά, επίπτωση. Επίπτωση, στην καθημερινή ζωή των ανθρωπων.

Ήταν τόσο ισχυρή η πεποίθησή της ότι έκανε «αυτό που είναι σωστό», που πολλές φορές αγνοούσε ότι υπήρχαν και άνθρωποι που δεν χωρούσαν στο δικό της μοντέλο. Που δεν ήταν δυναμικοί. Που δεν μπορούσαν να βασιστούν στον εαυτό τους. Και έτσι, η λεγόμενη «κοινωνική πολιτική», που κάποτε ήταν ο πυλώνας της ζωής όλων των Βρετανών, ναι μεν απαλλάχτηκε από τα βαρίδια των συνδικάτων και των αργόσχολων υπαλλήλων, αλλά είδε υπηρεσίες της να μην μπορουν να λειτουργήσουν όπως έπρεπε, λόγο υποχρηματοδότησης, και πάντα να επικρέμεται η απειλή «μηπως πουληθούν και αυτές στον ιδιωτικό τομέα».

Στα χρόνια της Θάτσερ, είναι αλήθεια ότι το κάποτε κραταιό Εθνικό Σύστημα Υγείας, ΝΗS, έγινε δεύτερης και τρίτης κατηγορίας υπηρεσία, ενώ μερικά από τα καλύτερα ακαδημαϊκά μυαλά της χώρας μετανάστευσαν σε πανεπιστήμια της Αμερικής, του Καναδά και της Αυστραλίας.
 
Σπουδαία διπλωμάτης δεν ήταν. Η φράση που την χαρακτήριζε, ήταν forthright. Σε ελεύθερη μετάφραση, ό,τι σκεφτόταν το έλεγε ευθέως και, πολλές φορές άκομψα. Το έλεγε, όμως. Και αυτό, συχνά απορύθμιζε το άκαμπτο, γκριζοκουστουμαρισμένο ανδρικό της ακροατήριο, που ήταν το υπουργικό της συμβούλιο, και οι Ευρωπαίοι εταίροι της στα Συμβούλια Κορυφής της Ε.Ε.

Θα μείνει στην ιστορία ως μία από τους τρεις ηγέτες που πιστώνονται για τον ρόλο τους στο γκρέμισμα των απολυταρχικών καθεστώτων των πρώην σοβιετικών «δημοκρατιών», μαζί με τον Ρέιγκαν και τον Γκορμπατσόφ. Η αλήθεια είναι ότι τα καθεστώτα αυτά γκρεμίστηκαν πρωτίστως επειδή τα φρουτα της οργης των λαών τους είχαν ωριμάσει τόσο πολύ που νομοτελειακά θα φτάναμε εκεί που φτασαμε. Ισως, εδώ, ο ρόλος της Θάτσερ να μην ηταν τόσο καθοριστικός όσο παρουσιάζεται. Και δεν αρκεί, βεβαία, η θεωρία της επιρροής που φέρεται να είχε στον Γκορμπτασόφ, για τον οποίο είχε πει το ιστορικό «με αυτόν τον άνθρωπο μπορω να συνεννοηθώ».

Πάντως, έστω και συμβολικά, έχει σημασία που το «σιδηρούν παραπέτασμα» να έπεσε επί των ημερών αυτής της γυναίκας, που όχι τυχαία, και καθόλου άδικα, ονομάστηκε «Σιδηρά Κυρία». Και ακόμα μεγαλύτερη σημσία έχει ΄΄ότι στο τέλος, δεν την έρριξε ο λαός της, αλλά το κονκλάβιο του ίδιου της του κόμματος, του Συντηρητικού, που πάντοτε την έβλεπε ως κάτι «έξω από εμάς», και κυρίως ως απειλή στο Great British Establishment, το Μέγα Βρετανικό Κατεστημένο.
 
Δεν είναι τυχαίο ότι, με δική της επιθυμία, η κηδεία της δεν θα είναι state funeral, δηλαδή με τιμές πρωήν πρωθυπουργού. Θα φύγει σαν κανονικός άνθρωπος. Όπως ήρθε.

No comments:

Post a Comment

Έκλαιγα όλη νύχτα!...

  ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Από έναν δάσκαλο, που πριν από αρκετούς μήνες μου έστειλε ένα μέϊλ.   Δεν θέλω να πω το όνομά του, γιατί ζούμε μέρες αδ...