Επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε η
αριστουργηματική ταινία των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, με τους Βασίλη
Λογοθετίδη, Νίτσα Τσαγανέα, Λαυρέντη Διανέλλο, Ίλια Λυβικού, Γεωργία
Βασιλειάδου, Μίμη Φωτόπουλο και άλλους, που μεταδόθηκε από συνδρομητικό κανάλι
στην Ελλάδα ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στα
χρόνια μετά την γερμανική κατοχή, και βρίσκει για μία ακόμα φορά τον ελληνικό
λαό διχασμένο. Ο Λογοθετίδης, στον ρόλο του Θόδωρου, ενός ευπατρίδη του παλιού
καλού καιρού, τότε που το ήθος ήταν η πρώτη αρετή του ανθρώπου, όχι το χρήμα,
επέμενε να ζει λιτά και μετρημένα.
Οι συμπατριώτες είχαν
εξοκείλει όμως. Εκεί που έτρωγαν χόρτα απ’ τους αγρούς στην κατοχή, τους
καλομύρισε το σατομπριάν και θέλαν κρέας κάθε μέρα. Ο Θόδωρος εξακολουθούσε και
πήγαινε στη ψαραγορά μια φορά την εβδομάδα, και έφερνε σπίτι ωραία, φρεσκότατα
σαφρίδια, όπως έλεγε στην οικογένεια, που όμως δυσφορούσε διότι τα θεωρούσε
«φτηνά, παλιόψαρα», και ήθελε συναγρίδες.
Αλλά, νάταν μόνο η διατροφική
μας εκτροπή! Πιο πολύ απ’ όλα τον πονούσε ο αλληλοσπαραγμός που έβλεπε να έρχεται,
καθώς ο καθένας πίστευε πως μόνο εκείνος είχε δίκιο, και μάλιστα για όλα. «Οι
Έλληνες είμαστε ασεβείς», έλεγε. «Δεν μάθαμε τίποτα από την γερμανική κατοχή,
αντιθέτως στραφήκαμε ο ένας εναντίον του άλλου».
Κι όποτε γινόταν αυτόπτης
μάρτυς ενός τσακωμού μεταξύ Ελλήνων για βλακώδεις πολιτικές διαφορές, και μια
φορά παρά λίγο να τον φάνε και λάχανο όταν μπήκε στη μέση για να τους χωρίσει,
φώναξε απελπισμένος, «να πάω από χέρι γερμανικό χίλιες φορές, όχι από χέρι
ελληνικό ρε παιδιά, όχι από χέρι ελληνικό, για όνομα του Θεού και της
Παναγίας!»
Και μια άλλη φορά, όταν η
μονάκριβη θυγατέρα του διαμαρτυρήθηκε «πάλι σαφρίδια μπαμπά;», ενώ μια γειτόνισσα
φώναζε στον άνδρα της που ενσάρκωνε ο Λαυρέντης Διανέλλος, φίλος του Θόδωρου,
«Λευτέρη, οι ντομάτες που μας έφερες
έχουν σκληρή φλούδα, πάρ’τες πίσω στον μανάβη», ο Λογοθετίδης εξεμάνη:
«Πεθύμησα την κατοχή ρε
παιδιά, μα τη Παναγία! Πεινάγαμε, ναι. Θάβαμε καθημερινά δικούς μας ανθρώπους,
ναι. Αλλά μέσα από την δυστυχία, υπήρχε η ελπίδα. Ζούσαμε στο σκοτάδι, και
λαχταρούσαμε το φως. Τώρα, είμαστε στο φώς, αλλά είναι σκοτάδι. Σκοτάδι βαρύ.
Και ελπίδα πουθενά».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην
Ελλάδα δεκαετίες τώρα, αλλά το βιώνουμε πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια της
κρίσης, πρωτίστως ηθικής και κατ’ επέκταση οικονομικής. Εάν καταφέρναμε να
τακτοποιούσαμε το πρώτο, θα λύναμε αυτομάτως το δεύτερο, χωρίς να χρειάζεται κανένα
μνημόνιο.
Είχαμε μία μικρή αναλαμπή,
μέσα στο δεκαπεντάυγουστο όταν πλέον των 200 από τους 300 της Βουλής ψήφισαν,
έστω υπό πίεση, έστω την ύστατη για τον τόπο στιγμή, την δανειακή σύμβαση για
να μην οδηγηθούμε σε βέβαιη έξοδο από την ευρωζώνη. Είπαμε, «Να! Κάτι πάει να
γίνει επιτέλους, κι ας είμαστε πλέον πιο κάτω από την άκρη του γκρεμού».
Η μικρή αυτή ελπίδα όμως
διήρκησε όσο το «φου» ενός παιδιού που σβήνει με ενθουσιασμό τα κεριά στην
γεννεθλιάτικη τούρτα του. Κι εκεί που νομίζαμε πως θα υπάρξει συναίνεση, όπως
πρέπει σε κάθε μεγάλο εθνικό θέμα ακόμα κι αν έχουμε διαφωνίες, οδηγηθήκαμε ξανά
σε εκλογές, επικράτησε πάλι κλίμα διχαστικό, και νάμαστε εδώ στα ίδια, να
παρακαλάμε να είναι εφιάλτης και όχι πραγματικότητα αυτό που ζούμε.
Α ρε Θόδωρε πόσο δίκιο
είχες!...
No comments:
Post a Comment