Sunday, February 28, 2016

ΑΚΥΒΕΡΝΗΤΗ, ΑΣΤΕΙΑ ΧΩΡΑ...


Οι αγρότες έχουν στήσει τα μπλοκα του παντού, σε εθνικούς και περιφερειακού δρόμους, σε τελωνεία, έχουν κλείσει και απειλούν να ξανακλείσουν αεροδρόμια. Και απειλούν ότι δεν θα επιστρέψουν στα σπίτια τους αντί να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. (Αυτό, ας μην το συζητήσουμε τώρα).

Οι πρόσφυγες/μετανάστες έχουν καταλάβει τις σιδηροδρομικές γραμμές του απαρχαιωμένου ΟΣΕ, διότι δεν μπορούν να φύγουν από την Ελλάδα επειδή οι Σκοπιανοί, συνεπικουρούμενοι από άλλες 8 χώρες, έκλεισαν τα βόρεια σύνορά μας προς την Ευρώπη.

Και μέσα σε όλα αυτά, αντί να ενωθούν όλες οι στοιχειωδώς σοβαρές πολιτικές δυνάμεις, να καταστρώσουν ένα πρόγραμμα εκτακτης ανάγκης, και να βγουν ανοικτά στον λαό να το ανακοινώσουν, ζητώντας από αυτόν να βάλει πλάτη και να βοηθήσει τη χώρα να βγεί από την δυσκολότερη κατ΄σταση στην οποία έχει βρεθεί μετα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο καθένας κάνει την μικροπολιτική του (η κυβέρνηση κατηγορεί την Ευρώπη, η αντιπολίτευση την κυβέρνηση και την Ευρώπη), και οι πολίτες είναι πελαγωμένοι.

Στην Ελλάδα, το Ποτάμι κάνει συνέδριο. Η Γεννηματά ξεκινάει, λέει, την "πορεία (της) προς τον λαό" από την Κρήτη. Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου εκδίδει συνεχώς non-papers κατηγορώντας τους αντιπάλους τους, την Ευρώπη, όλη την υφήλιο, ότι φταίνε αυτοί για κάθε τι, ενώ η ίδια, "πιστή στις δεσμεύσεις μας προς τον ελληνικό λαό που μας έχει ψηφίσει τρεις φορές", δίνει έναν "δύσκολο αγώνα κόντρα σε όλους".

Πραγματικά, ακυβέρνητη και αστεία χώρα.

Friday, February 19, 2016

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΜΠΟΥΦΩΝ!



 ΟΣΟ περνάνε οι μέρες της κρίσης, και δεν περνάνε πανάθεμά τες, όλο και πιο πολύ πείθομαι ότι εκτός από όλα τα άλλα, ένα μεγάλο πρόβλημα  της Ελλάδας έχει να κάνει και με τη «μη σκέψη». Πιο … επιστημονικά, με το χαμηλό IQ σε όλο το φάσμα της κοινωνίας.

ΖΟΥΜΕ σε μια χώρα μπούφων, μουλεγε τις προάλλες ο φίλος μου ο Κωστής. Και αν στην αρχή της κουβέντας η λέξη «μπούφος» μου παραφάνηκε σκληρή, στη συνέχεια την αποδέχτηκα και εγώ μελαγχολικά.

ΟΛΑ ξεκινούν βεβαίως από το σχολείο, που κατάντησε να είναι εν πολλοίς ένα κατ’ εξοχήν εκτροφείο μπούφων στην Ελλάδα. Δεν μιλώ για τις εξαιρέσεις που, ως τέτοιες, είναι λίγες, αλλά για τον κανόνα. Αυτόν, στον οποίο υπάγονται οι πολλοί. Οι πολλοί που ζουν και κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Που ψηφίζουν, και βγάζουν κυβερνήσεις.

ΑΥΤΟΥΣ που μιλούν μεγαλόφωνα, χωρίς επιχειρήματα, που συνεννοούνται με καυγάδες, που πολιτεύονται με συνθήματα, συνδιαλέγονται με πονηριά, ανταγωνίζονται αθέμιτα, διασκεδάζουν χυδαία, ενημερώνονται … καθόλου, διαβάζουν … τίποτα, επιδεικνύονται διαρκώς, συμπεριφέρονται αγενώς, βάλτε από χίλιους σε κάθε τέτοια περίπτωση και θα ιδείτε μπροστά σας μια ολάκερη γειτονιά!

ΤΟ σχολείο όμως, που λέγαμε πριν, είναι η χειρότερη φάμπρικα της κοινωνίας σήμερα. Παράγει παπαγάλους. Οι παπαγάλοι αποστηθίζουν. Δεν μαθαίνουν. Δεν αμφισβητούν. Δεν ψάχνουν. Δεν εμβαθύνουν. Δεν προβληματίζονται. Δεν κρίνουν. Είναι τοποθετημένοι επάνω σ’ έναν εργοστασιακό ιμάντα που, ανώδυνα κι ωραία, θα τους μεταφέρει στην επόμενη βαθμίδα: την πανεπιστημιακή.

ΕΚΕΙ, ο μπούφος τελειοποιείται. Και βγαίνοντας από το πανεπιστήμιο, με ή χωρίς πτυχίο, γίνεται «ένα» με τους υπολοίπους, διασκορπίζεται παντού! Τους μολύνει με τη βλακεία του.

ΤΟ εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, δεν σου μαθαίνει κάτι χρήσιμο. Σου απαγορεύει να σκέφτεσαι. Αν κάποιοι αντιστέκονται και ξεχωρίζουν, είπαμε: είναι λίγοι. Η στατιστική που δείχνει πως έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά πτυχιούχων πανεπιστημίων στην Ευρώπη, εμένα δεν μου λέει τίποτα. Το θέμα είναι τι ανθρώπους έχουν «διαμορφώσει» αυτά τα πτυχία;

ΕΠΙΣΗΣ, για να επεκταθούμε περισσότερο στην «κοινωνία των μπούφων» που, επαναλαμβάνω, δεν είναι μικρή, την αισθανόμαστε δίπλα μας κάθε μέρα. πάρτε την πλύση εγκεφάλου της τηλεόρασης! Της παιδικής χαράς των κηφήνων.  Κραυγαλέο παράδειγμα οι πρωινές και απογευματινές εκπομπές - οι μεν, λέγονται «ενημερωτικές», οι δε «ψυχαγωγικές» -  με όλο αυτό το κατιναριό πουχει IQ κομοδίνου, και δεν σε αφήνει να σκεφτείς, διότι ούτε και το ίδιο έχει την ικανότητα να σκεφτεί. Είναι εγκεφαλικά νεκρό. Φυτό, που λέμε.

ΑΝΤΙ να σε εξυψώνει, σε πάει στον πάτο. Το ίδιο και το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, το πρωτάθλημα. Και αυτό, στον πάτο σε πάει. Το ίδιο και η πολιτική. Αυτή κι αν κυριαρχείται από μπούφους! Αυτή κι αν σέρνει τη χώρα ολάκερη στον πυθμένα.

ΘΑ πείτε: πάντα δεν ήταν έτσι;

E, και; Ποτέ μου δεν κατάλαβα αυτήν την … αναγωγή. Δηλαδή, αν πριν από χίλια χρόνια υπήρχαν στουρνάρια, πρέπει να υπάρχουν και σήμερα;

ΥΓ: Για περισσότερα, διαβάστε και αυτό το εξαιρετικό άρθρο που έγραψε ο Νίκος Δήμου το 1987, για τον μπούφο – αυτό το «άχαρο και χαζό πουλί»!


IN MEMORIAM - Ρεμπέκα Μασίκα Κατσούβα, θύμα βιασμού, ακτιβίστρια




Στις 2 Φεβρουαρίου 2016 η Δημοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό (γνωστότερη με τα αρχικά DRC ή σκέτο Κονγκό), έχασε μια ηρωίδα της.

Είναι δύσκολο στις μέρες μας που οι λέξεις και το νόημά τους έχουν ξεφτίσει, ακόμα και να ψελλίζεις έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, αλλά η Ρεμπέκα Μασίκα Κατσούβα, μια γυναίκα που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της και έδωσε όλο της το είναι  βοηθώντας θύματα βιασμού, τέσσερα από τα οποία ήταν η ίδια, οι δύο κόρες και η μικρή της αδερφή, πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή το απόγευμα της 2ας Φεβρουαρίου. Ήταν μόλις 45 ετών.

«Μια καρδιά που έδωσε τόσα πολλά σε τόσο πολλούς, τελικά δεν άντεξε», έγραψε στο site του Pulitzer Center (pulitzercenter.org) η Φιόνα Λόϊντ-Ντέϊβις, που γύρισε το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Seeds of Hope» (Σπόροι της Ελπίδας), το οποίο μέσα από την καταγραφή της ζωής των γυναικών από το Κονγκό που υπήρξαν θύματα βιασμού, ουσιαστικά διηγήθηκε τη ζωή της «Μάμα Μασίκα», όπως την φώναζαν όλοι.

Σε μία από τις πιο επικίνδυνες και ταραχώδεις χώρες του κόσμου, η μικροκαμωμένη Ρεμπέκα είδε τον άνδρα της να δολοφονείται βίαια μπροστά της, και αμέσως μετά την βίασαν επάνω στο πτώμα του. Έκτοτε, υπήρξε θύμα βιασμού άλλες τρεις φορές. Ήταν πολλαπλοί, ομαδικοί βιασμοί, από παραστρατιωτικές συμμορίες που ήθελαν να την τιμωρήσουν επειδή περιέθαλπε γυναίκες και τις βοηθούσε να ξεπεράσουν το βαθύ ψυχικό τους τραύμα και να σταθούν πάλι στα πόδια τους. Μπροστά στα μάτια της βίασαν και τις δύο έφηβες κόρες της, 9 και 13 ετών, καθώς και την μικρή της αδελφή.

Ζούσε στην επαρχία Κίβου του ανατολικού Κονγκό. Από το 1996 που ξέσπασε ο πρώτος κονγκολέζικος εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο τελικά αναμείχθηκαν 9 αφρικανικά έθνη, περίπου 6 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες υπέστησαν βιασμό. Η σεξουαλική βία ήταν ένα από τα «όπλα του πολέμου» για να αφανίζονται ολόκληρα χωριά. Στο διάστημα 2006-2007 υπολογίζεται πως 48 γυναίκες έπεφταν θύματα βιασμού κάθε ώρα.

Το χωριό της κατακρεουργήθηκε από παραστρατιωτικούς απ την Ρουάντα. Σκότωσαν όλους τους άνδρες. Βίασαν όλες τις γυναίκες. Έκαψαν τα πάντα.

Η Ρεμπέκα έφτιαξε ένα κέντρο περίθαλψης, παρέχοντας στέγη και φροντίδα σε όλες τις γυναίκες, σε όλα τα κορίτσια. Ξεχείλιζε από αγάπη, κι ας ήταν η ίδια, μέσα και έξω της, μια ανοικτή πληγή. Η Ντέϊβις την θυμάται να πετάγεται μέσα στον ύπνο της και να φωνάζει «ακούω ένα μωρό να κλαίει κάπου μακριά», και να πετάγεται έξω για να πάει να το βρει. Πιστεύαμε πως είχε παραισθήσεις πια, γράφει, και της λέγαμε «σταμάτα Ρεμπέκα μου, φαντάσματα κυνηγάς».

Κι όμως, ούτε μια φορά δεν λάθεψε. Επέστρεφε πάντα με μια τραυματισμένη ψυχούλα στα χέρια της, και επιστράτευε όλους τους εθελοντές που είχε μαζέψει για να της ξαναδώσουν ζωή. Οι βιασθείσες του χθες, έδιναν βοήθεια στις βιασθείσες του σήμερα!

Μια από τις εθελόντριες ήταν και η μητέρα της, μέχρι που βιάστηκε και δολοφονήθηκε και αυτή.

Έλεγε: «Πρέπει να τους δείξουμε ότι συνεχίζουμε τη ζωή μας. Μόνο έτσι θα νικήσουμε τη βία τους».

Χιλιάδες γυναίκες και μικρά παιδιά πέρασαν από τη φροντίδα της και τα δικά της Κέντρα Περίθαλψης που δημιούργησε. Όλες μαζί βοήθησαν η μία την άλλη να θεραπευτεί και να κτίσουν σιγά-σιγά, με όλους αυτούς τους σπόρους της αγάπης, μια καινούργια κοινωνία. Περιέθαλψε περισσότερες από 6000 γυναίκες. Υιοθέτησε 18 παιδιά.

«Οι περισσότερες γυναίκες και μικρά κορίτσια το πρώτο που μου είπαν  όταν τις συνάντησα στα κέντρα Μασίκα, ήταν ότι πέρασε πολλές φορές από το μυαλό τους η ιδέα να αυτοκτονήσουν. Είχαν ζήσει φρικτές καταστάσεις, και οι περισσότερες είχαν απορριφθεί από τις οικογένειες και τις κοινωνίες τους. Όσες μάλιστα έμειναν έγγυες από τους βιασμούς, ακόμα και μέχρι σήμερα, όπως μου λένε, σκέφτονται να τα δολοφονήσουν οι ίδιες για να μη θυμούνται», γράφει η Φιόνα Λόϊντ Ντέϊβις στο pullitzercenter.org.


Η ζωή και το έργο της Ρεμπέκα Μασίκα δείχνουν ότι και στις πιο δύσκολες, ακόμα και άγριες περιστάσεις, υπάρχουν χαραμάδες ελπίδας. Ακριβώς επειδή υπάρχουν άνθρωποι σαν αυτήν.

Thursday, February 18, 2016

IN MEMORIAM - Μαρία Παπουτσάκη, Δημοσιογράφος

Στο καλό, Μαρία μου

Η Μαρία Παπουτσάκη, που πέθανε το Σάββατο 13 Φεβρουαρίου στην Αθήνα από επιπλοκές από καρκίνο, ήταν στα περίπου 35 από τα 61 της χρόνια στη πρώτη γραμμή της δημοσιογραφίας. Στον δρόμο. Εκεί όπου εκπαιδεύονται, θητεύουν, δοκιμάζονται και καταξιώνονται οι πραγματικοί ρεπόρτερ. Πέρασε από πολλά πεδία, και στέριωσε σε ένα από τα πιο δύσκολα, σίγουρα από τα πιο σημαντικά: σε εκείνο του Παιδείας και Θρησκευμάτων.  Ήταν από τους λίγους επαγγελματίες της εποχής της που σπούδασε δημοσιογραφία. Ακόμα και σήμερα, δυστυχώς, είναι ένα επάγγελμα που δεν απαιτεί σπουδές. Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό έξω από το Ηράκλειο Κρήτης. «Ανέβηκε» στην Αθήνα για να σπουδάσει το επάγγελμα που λάτρευε. Από το 1981 εργάστηκε σε 4 εφημερίδες, ένα περιοδικό, έναν ραδιοφωνικό σταθμό, 30 χρόνια στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, 23 στο Mega. Έκανε το «αγροτικό» της και με το παραπάνω. Μας έλεγε, θυμάμαι, «θα πεθάνω μια μέρα ρε παιδιά, και δεν θα αξιωθώ να δω πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα». Αυτός ήταν ο καημός της. Αλλά, και στο παράπονο ακόμα, χαμογελαστή ήτανε. Οι συνάδελφοί της που εργάστηκαν κοντά της, θυμούνται έναν άνθρωπο που «ήξερε να ακούει», και αυτό ήταν «νόμος» στη δουλειά της. «Αν δεν ακούσω τι έχουν να πουν και οι τάδε, δεν κλείνω το ρεπορταζ μου», έλεγε. Τους μόνους που δεν άκουγε ήταν όσους της έλεγαν «ρε Μαράκι, κόψτ’ το το ρημάδι το τσιγάρο». Την αποχαιρετίσαμε την Τρίτη το μεσημέρι στο 1ο Νεκροταφείο της Αθήνας..

Η συγκλονιστική επιστολή ενός οπαδού των Boston Celtics προς τον αιώνιο εχθρό του, τον μέγα Kobe Bryant.

Όταν έγινε γνωστό στην Αμερική ότι Κόουμπι Βράϊαντ, μπασκετμπολίστας των Λος Άντζελες Λέϊκερς, ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών,  θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση στο τέλος της τρέχουσας περιόδου 2015-2016, ένας φανατικός οπαδός των Μπόστον Σέλτικς, o Τζόναθαν Τζέϊκομπσον, έγραψε μία επιστολή στο περιοδικό Basketball, για να πει πόσο μίσησε αυτόν τον μέγα αθλητή του μπάσκετ ο οποίος, όχι λίγες φορές κατατρόπωσε σχεδόν μόνος του Σέλτικς και έγινε ο φοβερός εφιάλτης των οπαδών της ομάδας της Βοστόνης.
Από την άλλη όμως, τα όσα έγραψε ο Τζέϊκομπσεν ίσως νάναι, όπως επισημαίνει το Basketball, μία από τις συγκλονιστικότερες «ερωτικές επιστολές» που θα διαβάσετε ποτέ.
Πράγματι! Και για μας στην Ελλάδα, όπου ο οπαδισμός δεν «θριαμβεύει» μόνο στα γήπεδα αλλά σε μύρια όσα πεδία της ζωής, σκοτώνοντας τον αθλητισμό, δολοφονώντας τον πολιτισμένο διάλογο, ξεφτιλίζοντας την συνεννόηση και την συναίνεση, η επιστολή αυτή ενός «συνηθισμένου ανθρώπου της κερκίδας», ίσως να θέλει να μας πει κάτι, ή μάλλον πολλά.
Μπορεί πολλοί να έχουν διαβάσει την επιστολή στα social media. Εμένα με άγγιξε τόσο, που την μετέφρασα και είπα να την μοιραστούμε.
Αγαπητέ  Kobe Bryant,
Σε μισώ.
Άδικο έχω; Ως οπαδός των Σέλτικς, ήμουν φανατικά εναντίον σου επί δύο δεκαετίες. Πανηγύριζα με τη δική σου στεναχώρια όταν η ομάδα μου σε κέρδισε στους τελικούς του 2008. Ο Πολ Πίερς (παίκτης της Μπόστον τότε) άξιζε το πρωτάθλημα περισσότερο από εσένα. Εσύ, είχε ήδη κατακτήσει τρία «δακτυλίδια». (Το NBA δίνει ένα δακτυλίδι σε κάθε παίκτη της ομάδας που κατακτά το ομώνυμο πρωτάθλημα κάθε χρόνο).
Αλλά φαίνεται πως για σένα τα τρία δεν ήταν αρκετά. Πήρες την εκδίκησή σου, και τελικά κατέκτησες και το 5ο σου δαχτυλίδι το 2010, σκίζοντάς μου τη καρδιά. Ελπίζω να καταλαβαίνεις ακόμα πόσο τυχερός υπήρξες που σε εκείνο το 7ο παιχνίδι ο Κέντρικ Πέρκινς (παίκτης των Σέλτικς από το 2004 έως το 2011) δεν μπόρεσε να αγωνιστεί.
Διάβασα την επιστολή σου σήμερα στο Players Tribune (δημοφιλές newsletter στο web) και σοκαρίστηκα. Όχι επειδή ανακοίνωσες ότι αποσύρεσαι από το μπάσκετ – το γνωρίζαμε αυτό ήδη. Σοκαρίστηκα για αυτό που η επιστολή σου με έκανε να νοιώσω.
Στο μυαλό μου, σε είχα ταξινομήσει στην ίδια κατηγορία με τον Ντέρεκ Τζέτερ (παλιός, σπουδαίος παίκτης του baseball με τους New York Yankees). Εσείς οι δύο είστε οι αθλητές που εμείς, ως οπαδοί των ομάδων της Βοστόνης μισούμε βαθιά, αν και δεν μπορούμε να μην έχουμε για σας αμέτρητο σεβασμό. Παίξατε το παιχνίδι με τον σωστό τρόπο – με πάθος, υπερηφάνεια και επαγγελματισμό.
Ήσασταν πραγματικοί σπουδαστές του παιχνιδιού. Πετύχατε το μεγαλείο, δουλεύοντας σκληρότερα από οποιονδήποτε άλλον. Γίνατε, ο καθένας στο δικό του άθλημα, ινδάλματα και πρότυπα για τις γενιές που σας έζησαν εν δράσει. Ανταποκριθήκατε σε κάθε πρόκληση. Δώσατε όλο τον εαυτό σας. Βάλατε τα σώματά σας μπροστά. Ξέρατε πώς να κερδίζετε. Σεβαστήκατε το άθλημά σας, την τέχνη σας, μα και την αντιπαλότητά σας με τους Bostons.
Στις 30 Δεκεμβρίου θα είναι η τελευταία φορά που θα αγωνιστείς στη Βοστόνη. Θα είναι, επίσης, η τελευταία ευκαιρία για μας, τους Σέλτικς, να ζητωκραυγάσουμε για θρίαμβο της ομάδας μας εναντίον του πλέον κυρίαρχου πιθανώς μπασκετμπολίστα στην ιστορία των αναμετρήσεων μεταξύ Σέλτικς και Λέϊκερς.
Και καθώς εσύ θα αποσύρεσαι, τελειώνει πια και ό,τι απόμεινε από την αντιπαλότητα που κάποτε κυριαρχούσε στο NBA. Ίσως να αναζωογονηθεί κάποια μέρα μια άλλη,  παρόμοια «έχθρα», ίσως και όχι.
Έτσι Κόουμπι, όταν έρθεις στο Garden (έτσι λέγεται το γήπεδο των Σέλτικς στη Βοστόνη), ελπίζω το πλήθος να δημιουργήσει ατμόσφαιρα κόλασης για σένα. Εύχομαι να σε γιουχάρουμε και να σε αποδοκιμάζουμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.  Θα παρακαλάω να χάσεις κάθε ελεύθερη βολή. Να μην ξεχάσεις ποτέ πως είναι να είσαι περικυκλωμένος από 17.000 ουρλιάζοντες οπαδούς που στις φλέβες τους ρέει πράσινο αίμα (πράσινο είναι το χρώμα της Σέλτικς) και που θα έδιναν τα πάντα για να σε δουν να αποτυγχάνεις για μία τελευταία φορά.
Ελπίζω να κερδίσουμε την ομάδα σου, τους Λέϊκερς, για μία ακόμη φορά. Και όταν θα σε αποσύρει ο προπονητής τους στα μισά του τελευταίου 12λεπτου όταν οι Σέλτικς μου θα προηγούνται με 20 πόντους διαφορά, νομίζω ότι κάτι υπέροχο τότε θα συμβεί.
Κάθε φίλαθλος μέσα στο Garden θα σταματήσει να σε γιουχάρει. Θα σταθούμε όλοι όρθιοι και θα σου εκδηλώσουμε τον απέραντο σεβασμό μας με το πιο ηχηρό, πιο παθιασμένο,  παρατεταμένο χειροκρότημα που θα έχεις γευτεί ποτέ. Θα φωνάξουμε ρυθμικά το όνομά σου. Θα σκουπίσουμε τα μάτια μας. Θα πούμε τα γλυκόπικρά μας «αντίο».
Λένε, πως δεν εκτιμάς ποτέ πραγματικά αυτό που έχεις μέχρι να το χάσεις. Έτσι, προτού φύγεις και σε χάσουμε, θέλω μόνο να σου πω «ευχαριστώ» που ήσουν κάτι πολύ περισσότερο από ένας μεγάλος μπασκετμπολίστας. Για μία ολόκληρη γενιά οπαδών του NBA σαν και μένα, εσύ Κόουμπι Μπράϊαντ ΕΙΣΑΙ το μπάσκετ.
Δεν το πιστεύω που θα πω τώρα αυτά τα λόγια, αλλά θα τα πω: Θα μου λείψεις πραγματικά.
Με αγάπη (και μίσος) πάντα,
Ένας οπαδός των Σέλτικς που δεν σου έδειξε αρκετά την ευγνωμοσύνη του.»

ΥΓ: Στις 30 Δεκεμβρίου στο Garden, Λέϊκερς κέρδισαν τους Σέλτικς 112-104. https://www.youtube.com/watch?v=B9DwrSve7-o.  Όπως έλεγε και ο Τζέϊκομπσεν στην επιστολή του, όλο το γήπεδο φώναζε «Κόουμπι-Κόουμπι», και ταυτόχρονα τον γιουχάϊζε. Μεγαλείο!

Wednesday, February 17, 2016

ΝΑ ΑΠΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΑΜΠΟΥ ΤΗΣ*

Αναδημοσιεύω σήμερα από την «Καθημερινή» της 16ης Φεβρουαρίου, το άρθρο αυτό του Τάκη Θεοδωρόπουλου, που αναφέρεται σε μια «λεπτομέρεια» από την συζήτηση την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή για τις τηλεοπτικές άδειες του Νίκου Παππά και της κυβέρνησής του. Η κουβέντα, όπως συμβαίνει πάντα, εξόκειλε. Και κάποια στιγμή προέκυψε και ο Ιωάννης Μεταξάς! Υπάρχουν ονόματα, και λέξεις, και όροι, και σύμβολα στην Ελλάδα που είναι ηλεκτρισμένα. Τα ακουμπάς, και γίνεται βραχυκύκλωμα. Το κομμάτι που ακολουθεί, αφορά ακριβώς αυτό!


Την Παρασκευή στη Βουλή ο Νίκος Δένδιας, απευθυνόμενος στην αριστερά, τόλμησε να αναφερθεί στον Ιωάννη Μεταξά. Είχε προηγηθεί διαξιφισμός ανάμεσα στον κ. Παφίλη του ΚΚΕ, ο οποίος, απαντώντας στον κ. Παππά της Χρυσής Αυγής, απεφάνθη ότι ο Μεταξάς δεν ήταν πατριώτης. Εκτός από τα ρετσινόλαδα και τα γνωστά, δεν αποφυλάκισε τους κομμουνιστές για να τους επιτρέψει να αγωνιστούν στην Αλβανία. Δεν χρειάζεται να ξέρεις καλά την Ιστορία της εποχής για να θυμηθείς ότι το 1940 η Σοβιετική Eνωση ήταν σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας, ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν μέλος του σοβιετικού κόμματος και ότι το ελληνικό ΚΚ υπάκουε στις εντολές του. Ο κ. Δένδιας κάλεσε την αριστερά να μην αφήνει τον Μεταξά στα χέρια της Χρυσής Αυγής, διότι αυτός είπε το «Οχι». Κοινώς έθιξε ένα από τα ταμπού της Ιστορίας μας. Διότι, ως γνωστόν, για την αριστερά μας το «Οχι» δεν το είπε ο Μεταξάς, το είπε ο «λαός» – αυτός που λέει πάντα «όχι».

Προ ετών, στη διάρκεια μιας από τις περίφημες εκείνες νύχτες που η πλατεία Συντάγματος έβραζε από αγανάκτηση, σε ένα τηλεοπτικό πάνελ είχα τολμήσει να πω πως ο Μεταξάς, αν και δικτάτωρ, κατάφερε με το «Οχι» να εμπνεύσει ομοψυχία σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Το άκουσμα του ονόματος τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τον φορέα της αριστερής συνείδησης που συμμετείχε στην ομήγυρη, όπως θα έγραφε και ο συγγραφέας του «Μικρού Ηρωα» Στέλιος Ανεμοδουράς. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να λογοκρίνεις την Ιστορία. Ο Στάλιν έσβηνε τα πρόσωπα των αντιπάλων του από τις φωτογραφίες. Exeunt Τρότσκι, Κάμενεφ και Ζινόβιεφ. Παρ’ ημίν η τεχνική είναι απλή: είναι η μεταποίηση της πραγματικότητας, που είναι πάντα πολύπλοκη και αντιφατική, σε μονοσήμαντα ταμπού. Σε έναν δημόσιο διάλογο που στηρίζεται στην κατάχρηση στερεοτύπων το έργο δεν συναντά και πολλές αντιστάσεις.

Αναζητώντας στοιχεία για το «Βερονάλ», όπου αφηγούμαι την αυτοκτονία του Ιωάννη Συκουτρή, διεπίστωσα ότι αν επισκεφθείς την ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής, ο σημαντικότερος ίσως αρχαιογνώστης του περασμένου αιώνα φιγουράρει σε περίοπτη θέση. Ο Συκουτρής ήταν οπαδός του Μεταξά και αντιμετώπιζε με ενδιαφέρον τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό. Ωσπου επισκέφθηκε την Γερμανία το 1937 και επέστρεψε ράκος απ’ αυτά που είδε εκεί. Ο Μεταξάς τον υπερασπίσθηκε όταν του επετέθησαν για την έκδοση του πλατωνικού «Συμποσίου», σε αντίθεση με τον αριστερό Γληνό, ο οποίος εσιώπησε διότι ο Συκουτρής δεν ήταν «δικός μας». Στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης ο Συκουτρής αγνοήθηκε από την κυρίαρχη αριστερή διανόηση, της οποίας οι γνώσεις ξεκινούσαν απ’ τον Αλτουσέρ και έφταναν ώς τον Μπουρντιέ. Με αποτέλεσμα να τον οικειοποιηθεί η Χρυσή Αυγή.

Η επιβολή της Ενιαίας Σκέψης, που οδήγησε στην παρούσα πνευματική αφασία, απαιτεί την καλλιέργεια ταμπού. Έχει δίκιο ο κ. Δένδιας: ο Μεταξάς είναι ένα από τα κεφάλαια της σύγχρονης Ιστορίας μας και ως προσωπικότητα δεν είχε καμία σχέση με τους καραβανάδες που προσπάθησαν να τον μιμηθούν το ’67. Μην ξεχνάμε ότι και τον Καποδίστρια «τύραννο» τον αποκαλούσαν. Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε κάπως τη ζωτικότητα της πνευματικής μας ζωής, να τη βγάλουμε από τη νεκροφάνεια που την έριξε η «ηθική υπεροχή» των προοδευτικών και οι ενοχές των συντηρητικών, το πρώτο βήμα είναι να την απαλλάξουμε απ’ τα ταμπού της.

(*) Το άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου είχε τίτλο "Είναι ο Μεταξάς ταμπού;"

Friday, February 12, 2016

ΠΑΕΙ ΚΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ...


Μόλις πληροφορήθηκα, μέσω ενός άψυχου Δελτίου Τύπου από το Μαξίμου, ότι πέθανε ο Γιάννης Καλαϊτζής, ένας από τους πιο προικισμένους και "αυθεντικούς", από πολλές απόψεις, γελοιογράφους. Δουλέψαμε πολλά χρόνια μαζί στην "Ελευθεροτυπία". Μιλούσε τόσο λίγο - υπήρχαν συνάδελφοί μου που έλεγαν "δεν ακούσαμε ποτέ τη φωνή του" - αλλά "έλεγε" τόσα πολλά. Μέσα από τα σκίτσα και τις γελοιγραφίες του, αλλά για μένα και μέσα από το ίδιο του το φιζίκ. Τις κινήσεις του. Αργές, πολύ αργές. Τις εκφράσεις του, ελάχιστη απόσταση από το "σχεδόν τίποτα". Μα τόσο εύγλωττες συνάμα. Πολλές φορές, παρατηρώντας και ακούγοντάς τον, νόμιζα πως βρισκόμουν μπροστά σε γελοιγραφία του με τον ίδιο πρωταγωνιστή της.

Ο Γιάννης πέθανε σήμερα, 12 Φεβρουαρίου σε ηλικία 69 ετών, μετά από μακρά μάχη κατά του καρκίνου.



Δημοσίευσε το τελευταίο του σκίτσο στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 5 Φεβρουαρίου. Αυτό που δημοσιεύω εδώ, είναι από τις 29 Ιανουαρίου:



Από το site του, gianniskalaitzis.gr, αντιγραφω το Βιογραφικό του όπως τογραψε ο ίδιος:

"Μεγάλωσα στο καφενείο του πατέρα μου στην Κοκκινιά. Πάνω στα τραπέζια κυκλοφορούσαν δύο-τρεις εφημερίδες. Γελοιογραφικά σκίτσα κάνω από μωρό. Ήμουν παρατηρητικό και κακό και το ‘δειχνα. Το περιβάλλον μου ένοιωσε την απειλή. Χάριν εξευμενισμού μου διέθεσε μια αποδοχή διαρκείας. Το να επιδοθώ στην πολιτική σάτιρα ήταν αυτονόητο. Ήμασταν αριστεροί, το κράτος μας έκανε και ρατσιστές.
Η δεξιά, η εξουσία, οι αρχές ήταν έξω από την κοινωνία μας, ήταν το ξένο, το άλλο. Μου την είχε στημένη στο νηπιαγωγείο. Κατανάγκαζαν εμένα το σκιτσογράφο να πλέκω καλαθάκια και να κεντάω με μπρισίμι μηλαράκια σε χαρτόνι. Για να με σπάσουν. Δε μίλησα. Καταδικάστηκα σε δωδεκαετή εκπαίδευση. Μου’ριξαν και έναν χρόνο επι πλέον ως μη συνεργάσιμο. Δραπέτευσα πριν εκτίσω την ποινή.
Ακολούθησε ο κατήφορος. Από τα χαμαιτυπία της Αριστεράς στα καταγώγια των Καλών Τεχνών. Έμαθα κινηματογράφο στους κινηματογράφους, θέατρο στο θέατρο, μουσική την νύχτα και εικόνες στο πεζοδρόμιο. «Πανσπουδαστική», «Δρόμοι της Ειρήνης», «Αυγή».
Ακουλουθεί μια χούντα που επι 40 χρόνια παραμένει 7 ετών. Σκιτσάρω αγωνιόντας να κατανοήσω το προηγούμενο. «Αντί», «Ελευθεροτυπία», «Σχολιαστής», «Ντέφι», «Βαβέλ», «ΔΗΩ» και «Τσιγγάνικη ορχήστρα», «Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης», «Τυφών», «Γιαταλεφτά Νοέμβρη», «2000 στα 4».
Γαλέρα στους πέρα κάμπους
Γιάννης Καλαϊτζής".

Αποχαιρετώντας τον, δεν θέλω να γράψω το συνηθισμένο "φτωχύναμε", διότι δεν είναι αλήθεια! Διότι ο ίδιος αφήνει πίσω του μεγάλο πλούτο (και ευτυχώς που υπάρχει και το site του να το επισκεπτόμαστε), αλλά και μιά παρέα, της δικής του γενιάς οι περισσότεροι, με τους καλύτερους ίσως γελοιογράφους-σκιτσογράφους που έβγαλε αυτός ο τόπος - πολύ πιο μπροστά, όλοι τους, από όλους εμάς τους υπόλοιπους που απλώς γεμίζαμε τον εναπομείναντα χώρο των εφημερίδων! 

Την τελευταία φορά που τον είδα μου'πε "καλά σε βλέπω", και ήθελα πολύ να του πω κι εγω το ίδιο. Μολονότι τοξερε, με ρώτησε αν έχω κόψει το τσιγάρο, που εκείνος δυστυχώς δεν μπόρεσε. "Δώδεκα χρόνια τώρα, Γιάννη μου", του απάντησα. "Μπράβο!", μου λέει, σαν να μέ "έβαζε" κιόλας σε γελοιογραφία. "Εσύ, τουλάχιστον, θα πεθάνεις υγιής!"

ΥΓ.: Πολιτικά, είχαμε απόσταση. Ιδίως τα τελευταία χρόνια. Αλλά εκείνο που με κρατούσε κοντά του, κι όποτε βρισκόμασταν για καφέ ήταν σαν να μην πέρασε ποτέ ούτε μια μέρα, ήταν ότι αυτός δεν έχασε ούτε σταγόνα από την ευαισθησία του...

Tuesday, February 9, 2016

Η Κύπρος που αγαπώ*



ΑΥΤΗ που ακόμα έχει ανοικτή τις πόρτες της. Η Κύπρος του «κοπιάστε», το «τι να σου φέρω;» και του «έλα να φάμε».

ΤΟ «καλό» στο τέλος ή στην αρχή μιας πρότασης. «Καλό, άσ’ το σε μένα, θα το τακτοποιήσω». «Να έρτεις, καλό».

ΟΙ λέξεις της που ακόμα αντέχουν. Η όρνιθα. Το άλας. Το δείλης. Η λυχναφής ώρα. Η πρόταξη του «αγαπώ» πριν από το «σε». Τα υποκοριστικά εις «ούδι».

ΤΗΝ εποχή που βάζει τα πράσινά της. Από Νοέμβρη, ας πούμε, ως τον Απρίλη-Μάη που θα την ξεράνει ο λίβας.

ΟΙ σιωπηλοί άνθρωποι της προχωρημένης ηλικίας. Ο στοχασμός τους, που πόσο θάθελα να μου επέτρεπαν σε αυτόν μιαν ελαχίστη, έστω, πρόσβαση.

Ο,ΤΙ σου φέρνει η θάλασσά της, εκτός από επιδρομείς και απόβλητα.

ΤΟ αρκατένο παξιμάδι. Το αιγινό χαλούμι. Ο δυόσμος (ή καλύτερα, «θκυόσμης»!). Η τσακκιστή ελιά με γενναιόδωρη συνοδεία σκόρδου. Το ροδόσταγμα. Το πλιγούρι. Ο κόλιαντρος (φρέσκος και αποξηραμένος).

ΕΚΕΙΝΟ το χαμόγελο της καρτερικότητας. Που ξέρεις ότι μπορεί να έχει και πόνο μέσα του, που κρύβει ίσως και μια μελαγχολία, αλλά υπερτερεί. Και διδάσκει.

ΤΟ κοντομάνικο πουκάμισο, με τσέπη και ένα στυλό (μια πέννα) πιασμένη εκεί. Έτοιμη, θαρρείς, να σημειώσει. Να καταγράψει. Ίσως και να διηγηθεί.

ΟΙ ιστορίες που διηγούνται οι άνθρωποι που ξέρεις ότι τις έχουν ζήσει πραγματικά.

ΑΛΛΑ και εκείνες, πάλι, που καλλιεργούνται μέσα στον ενθουσιασμό μιας φαντασίας ή στην υπέροχη δίνη μιας μέθης.

Η Κύπρος των σχολείων που συμπληρώνουν τη γειτονιά. Όπως η εκκλησία. Το περίπτερο. Το σουβλατζίδικο. Ο καφενές. Το δημαρχείο.

Ο «πιστοποιών υπάλληλος». Ο θεσμικός παράγοντας που ξέρεις ότι είναι εκεί, χωρίς να χρειάζεται ο ίδιος να σου φωνάζει «να’μαι». Η ενδυμασία των δικηγόρων στα δικαστήρια.

Η κίτρινη πέτρα. Τα χαρουπόνδεντρα. Οι σιηνιές. Οι πικροδάφνες.

ΟΙ αντιναχτές πατάτες. Η Κουμανταρία. Οι σπιτικές ραβιόλες. Η σούπα αυγολέμονη. Η φλαούνα.

ΟΙ παρέες που συζητούν φωναχτά. Το «ρεεε!», που κυριαρχεί σε αυτές τις συζητήσεις, όχι ως … αγένεια, αλλά μόνο ως ενθουσιασμός.

ΟΙ κουβέντες που μένουν ανολοκλήρωτες. Διότι κάποιος άλλος παίρνει «αυθαίρετα» την σκυτάλη, και συνεχίζει εκείνος. Ετσι που να μένει στο τέλος κάτι σαν «ατέλειωτη συμφωνία» για υπέροχα θορυβώδη όργανα.

Η Κύπρος που χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ως επισκέπτης και προσωρινός κάτοικός της για να καταλάβω ότι δεν μπορεί (και γιατί, τάχα, να πρέπει;) να είναι χαμηλόφωνη.

Η λαλιά που εύκολα ακούγεται και σαν τραγούδι. Η κραυγή – κάποτε ενθουσιασμός, κάποτε μοιρολόϊ.

Η αθώα και ακίνδυνη ψευτομαγκιά του Κυπραίου – στ’ αλήθεια την λατρεύω! Μου θυμίζει πολύ τον Χατζηχρήστο που όλο έλεγε «θα σε δείρω ρε», και όλο τραβιόταν προς τα πίσω.

Το σχήμα της! Ο χάρτης του νησιού. Για μένα, το ωραιότερο «ανάγλυφο» χώρας σε όλο τον κόσμο. Άλλοι το λένε φύλλο. Άλλοι λυχνάρι. Κι άλλοι σκαρί αγκυροβολημένο στην άκρα μιας θάλασσας, ποτέ αδιάφορης!

Η εξωστρεφής Κύπρος. Που δεν κλείνεται μέσα στους φόβους και τις ανασφάλειές της. Τόπα και στην αρχή: εκείνη που έχει μάθει να κοιμάται με τις πόρτες ανοιχτές. Κι ας τοχει πληρώσει ακριβά.


(*) Σκόρπιες σκέψεις, ατάκτως ειρημένες, που ασφαλώς δεν εξαντλούνται εδώ, σήμερα. Όταν τις ξαναμαζέψω, τα λέμε.

Monday, February 8, 2016

ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ Ο ΜΑΡΚΟΣ



Ετούτη τη μέρα, 8η Φεβρουαρίου του 1972, ο μέγας Μάρκος Βαμβακάρης, (είναι μελό, είναι χιλιοειπωμένο, αλλά θα το πω διότι έτσι το νοιώθω), έφυγε από τη ζωή αυτή και πήγε στη Γειτονιά των Αγγέλων.

Ο θάνατός του επήλθε από συνέπειες της νεφρικής ανεπάρκειας που δημιουργήθηκε εξαιτίας του σακχαρώδη διαβήτη που είχε.

Πέθανε στην Νίκαια στα 66 του χρόνια, μέσα σε βαθιά φτώχεια. Όπως μετέδωσε ο Χρίστος Βασιλόπουλος στην εξαιρετική του εκπομπή Η Μηχανή του Χρόνου, η ζωή του Μάρκου στην πρωτεύουσα ήταν πολύ δύσκολη.

Ο κόσμος υπέφερε από τη φτώχεια. Το ίδιο και ο Βαμβακάρης, που δεν είχε δουλειά και όλοι τον είχαν ξεχάσει. Για να συντηρήσει την οικογένειά του, υπήρχε μια λύση. Η «σφουγγάρα».

«Σφουγγάρα» έλεγαν οι μουσικοί, το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες, για να ρίξουν κέρματα οι θαμώνες. Στην περίπτωση του Βαμβακάρη, το πιατάκι το κρατούσε ο πεντάχρονος τότε γιος του. Ο ίδιος ο μεγάλος ρεμπέτης, δεν άντεχε αυτόν τον εξευτελισμό. Δεν είχε όμως άλλη λύση. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε, να αποφύγει τη «ζητιανιά».... 

Κηδεύτηκε μέσα σε βουβό πένθος ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, και ρεμπέτες συναδέλφους του, σε έναν προσωρινό τάφο. 

Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.

«Οταν πέθανε, κάναμε έρανο για να μαζέψουμε χρήματα για την ταφή. Τέτοια ήταν η δυστυχία μας εκείνα τα χρόνια. Και έτσι ακόμα και σήμερα είναι χωρίς τάφο. Χωρίς να υπάρχει ένα μνήμα να του ανάβουμε το καντήλι. Να τον μνημονεύουμε», δήλωσε σε εφημερίδα το 2013 η χήρα του Βαγγελιώ, που πέθανε στις 29.9.2014 σε ηλικία 96 ετών και ετάφη στο Τρίτο Νεκροταφείο.

Μέχρι το τέλος τοχε καημό ότι δεν αξιώθηκε να κάνει στον αγαπημένο της έναν τάφο.

«Πολλοί έταξαν σε μένα και τα παιδιά μου ότι θα του φτιάξουν ένα μνήμα να μπορούμε όλοι να προσκυνάμε και να τον μνημονεύουμε. Όσο το είδατε εσείς, το είδαμε και εμείς. Όλοι έλεγαν, αλλά κανείς δεν το έφτιαξε. Πολιτικοί και καλλιτέχνες. Δεν πειράζει, να είναι καλά. Τώρα έχουν τα οστά του σε ένα μικρό κουτάκι, σε οστεοφυλάκιο και πηγαίνουμε και τα προσκυνάμε».

Ο ίδιος, δεν νομίζω ότι θα τον πείραζε αυτό.

«Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Και γι αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε ένα κόσμο πού εγώ πρώτος τού τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και την φτώχεια του και την ορφάνια του.
Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι για τούς οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράψω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός τής περιγραφής και εξιστορήσεως τής ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση», είπε σε κάποια συνέντευξη-εξομολόγησή του.

Ακούμε, κλείνοντας, το Θάρθω να σε Ξυπνήσω, τραγούδι του 1937, στην αυθεντική του πρώτη εκτέλεση.



Μάρκος Βαμβακάρης, Έλληνας ρεμπέτης, 1905 Σύρος- 1972 Νίκαια

ΤΣΙΠΡΑΣ: ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΤΕ ΕΜΕΝΑ ΓΙΑ ΜΕΤΡΑ!



«Σας εξήγησα ότι η ιδρυτική πράξη ενός νέου συνασπισμού εξουσίας μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, θα είναι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης και η ακύρωση του Μνημονίου. Μη μου λέτε εμένα λοιπόν. Μη μου μιλάτε για μέτρα. Αν ήταν να εφαρμόσουμε εμείς τα μέτρα καλύτερα να τα εφαρμόσει ο Βενιζέλος. Ο Βενιζέλος ξέρει καλύτερα να εφαρμόζει μέτρα από μας. Εμείς δεν είμαστε ικανοί να εφαρμόζουμε μέτρα. Και ψάχνει (ο Βενιζέλος) να βρει ισοδύναμα μέτρα. Είναι σαν να ψάχνουμε να βρούμε ισοδύναμους πόνους. Να μην κόψουμε το μεγάλο δάχτυλο, να κόψουμε το μικρό». 

Ο Αλέξης Τσίπρας τον Απρίλιο του 2012. Τότε που είχε την πολυτέλεια να λέει ό,τι ναναι, να υπόσχεται τα πάντα και οι εξωγήινοι να τα χάφτουν. Η φράση του που ίσως τα συμπυκνώνει όλα είναι ή : «Εμείς δεν είμαστε ικανοί να εφαρμόσουμε μέτρα». Μάλιστα!

ΠΩΣ Η ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΥΠΡΟΣ ΕΦΤΙΑΞΕ ΝΑΥΤΙΛΙΑ



«Η ναυτιλία είναι ένας κλάδος που δημιούργησε ενέργεια εκ του μηδενός. Υπήρχε ένα υποτυπώδες πλαίσιο, έτσι το 1972 εγγράφεται στην Κύπρο η Hanseatic. Εγκαθίσταται στην Κύπρο και έτσι έρχονται οι Γερμανοί για να ζήσουν και να εργαστούν εδώ.  Οι τράπεζες ήταν πρωτόγονες, η εγγραφή εταιρειών υποτυπώδης, οι δικηγόροι και οι λογιστές δεν είχαν εμπειρία. Το 1974 ο ιδιωτικός τομέας εισηγήθηκε και ετοίμασε ένα από τα καλύτερα νομικά και φορολογικά πλαίσια για την εγγραφή και διαχείριση πλοίων ανά το παγκόσμιο. Ενδιαφέρον έχει ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Χρύση Δημητριάδη (έγκριτος δικηγόρος) ο οποίος έγραψε πως όταν είχε πάει σε ένα ναυτιλιακό συνέδριο στη Νίκαια το 1976 για να αναπτύξει τα πλεονεκτήματα της Κύπρου, «αντιμετώπισα ειρωνικά μειδιάματα και τα σχόλια διαφόρων που έλεγαν 'μα η Κύπρος ακόμη πριν δυο χρόνια κατελήφθη η μισή. Πώς είναι δυνατό να πάει ένας να κάμει μια εταιρεία και να μεταφέρει την έδρα του στην Κύπρο με φυσική παρουσία, χωρίς να φοβάται τις πιθανές συνέπειες μιας περαιτέρω χειροτέρευσης της κατάστασης στη νήσο;». Σήμερα η Κύπρος είναι ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα υπεράκτιων εταιρειών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων στον κόσμο».

Απόσπασμα από συνέντευξη στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης» του Αλέξανδρου Σίνκα, ενός νέου ανθρώπου από την Κύπρο, δικηγόρος στο επάγγελμα, και με πολιτική δραστηριότητα ως γραμματέας, σήμερα, Διεθνών Σχέσεων στο κόμμα του Δημοκρατικού Συναγερμού. Εκτιμώ ιδιαίτερα την θετική του σκέψη, όπως και τις γνώσεις του που γνωρίζω ότι τροφοδοτούνται από διαρκές διάβασμα.

Πρόσφατα, διατυπώνει σταθερά την άποψη ότι η Κύπρος πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από το ότι είναι «ένα ασφαλές και ωραίο μέρος για να αφυπηρετήσεις» και να μετεξελιχθεί και σε έναν «όμορφο τόπο για να ζεις».

Η πρώτη επιλογή, λέει, παραπέμπει σε ένα μοντέλο ανάπτυξης πεπερασμένο. Έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, Βρετανοί υπήκοοι με τα  χρήματα της συνταξιοδότησής τους αγόραζαν στην Κύπρο ένα σπίτι κι έρχονταν εδώ για να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους σε ένα κλίμα εύκρατο και μεσογειακό. Η δεύτερη επιλογή, συμπληρώνει, παραπέμπει στο μέλλον και είναι ο δρόμος της επανένωσης, της ανάπτυξης, της αξιοποίησης του εθνικού πλούτου κατά τρόπο βιώσιμο και παραγωγικό.

Ηλεκτρονική διεύθυνση για την συνέντευξη:

http://www.politis-news.com/cgibin/hweb?-A=311739&-V=articles

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...