Όχι! Εγώ, δεν θα τα σβήσω όλα. Σε κανέναν απελπισμένο ή αγανακτισμένο του σήμερα δεν θα χαρίσω τις γωνιές της "μαγικής πόλης" μου, και τα τραγούδια που με συντρόφευαν σε κάθε γυρολόϊ μου. Άνθρωποι κτίσανε αυτές τις γωνιές, και άνθρωποι έγραψαν τις μουσικές που γίνανε "ένα" με κάθε χιλοστό της ψυχής μου. Οι εικόνες μιας άλλης, ελληνικής τσαπατσουλιάς, καταδικαστέας ίσως και αυτής από την ανάγκη του συστήματος να τακτοποιήσει τον εαυτό του σε κουτάκια κερδοφόρα, είναι εικόνες μιας ζωής που δεν επενδύθηκαν σε καμμιά μετοχή, καμμιάς εταιρείας, παρά μόνο στο όνειρο μιας θερινής νύχτας, σ' ένα φεγγάρι χάρτινο, σε μια σονάτα υπό το φώς της σελήνης. Οι άνθρωποι της κάθε μου μέρας, ήταν ωραίες φιγούρες ενός ελληνικού πίνακα, που στόλιζε μονάχα τον τοίχο ενός ζυθεστιατορίου σε κάποιον παράδρομο της μαγικής μου πόλης, και ποτέ ένα σαλόνι σπιτιού στο Ψυχικό ή στη Φιλοθέη. Ήταν άνθρωποι μιας αθώας αρπαχτής, που πρόσθεταν ζωντάνια, και κέφι, και φασαρία στον αγαπημένο μου ελληνικό πίνακα. Σιγά μην έκοβα απόδειξη στον Κώστα που ξεχόρτιζε τον μικρό μου κήπο, τον Βαγγέλη που μου'βαψε τα παντζούρια, και τον Περικλή που'ρχόταν κάθε άνοιξη ν' ασβεστωσει τον μαντρότοιχο. Το στοιχείο που, για μένα, καθιστούσε όλες εκείνες τις συναλλαγές "νόμιμες", άρα και αποδεκτές, οπωσδήποτε και αγαπημένες, ήταν η απ' ευθείας σύνδεσή τους με ό,τι πιο ανθρώπινο μπορούσε να υπάρξει. Κανένας από τους γνωστούς μου "μαστόρους" δεν πλούτισε ποτέ από τη δουλειά του - μόνο από την συνεισφορά του σε μια μικρή κοινωνία που μπορουσε να συνεννοείται, να βασίζεται στα μέλη της, και ν' ανεβαίνει την ανηφόρα της ζωής τραγουδώντας.
Πόσα καλοκαίρια δεν πλούτισα στα νησιά της πατρίδας μου, παίζοντας μουσικές σε δισκοθήκες, φτιάχνοντας τα πιο απίθανα κοκτέιλ στα μπάρ, η σερβίροντας μπρέκφαστ σε αγουροξυπνημένους μεθύστακες, ή λουκουμάδες τ' απογεύματα σε καθωσπρέπει οικογενειάρχες; Μάιο φεύγαμε από την Αθήνα, Σεπτέμβρη επιστρέφαμε. Μ' ένα μάτσο λεφτά, που δεν δηλώσαμε ποτέ, γιατί οι ιστορίες που κουβαλούσαμε από κάθε θερινή μας περιπέτεια ήταν απείρως πιο "ακριβές", και μόνο αυτές είχαμε την ανάγκη να κοινοποιήσουμε.
Ενοχή καμμία, όχι. Κάθε δεκάρα που εισπράξαμε, την επιστρέψαμε εκεί που όφειλε το ίδιο το Κράτος να κάνει επένδυση. Στο νοσοκομείο Συγγρός, που πηγαίναμε να θεραπεύσουμε τις αμαρτωλές μας νόσους. Στο ταμείο της μάνας, να ενισχύσει τις δόσεις που είχε να πληρώσει για τον φόρο κληρονομιάς, που ήταν ασήκωτος και άδικος. Στους κινηματογράφους και τα θέατρα όπου κουρνιάζαμε μόλις πλάκωνε το φθινόπωρο. Στις ταβέρνες όπου κάναμε τα "ιδιαίτερά μας" μαθήματα σε τραγούδια, λαικά και ρεμπέτικα, που δεν είχαν σχέση με το λιλιπούτειο μεγάλωμά μας. Για να νοιώσουμε τη "Συννεφιασμένη Κυριακή", ξοδέψαμε πολλά λεφτά που εισπράτταμε τα καλοκαίρια, σε έρωτες που σπάνια βγάζανε τον χειμώνα. Μάθαμε χορούς από μάγκες, που ήξεραν να χορεύουν. Πηδήξαμε την πρώτη μας γκόμενα σε μπουρδέλο, χωρίς ποτέ να μάθουμε από την ίδια την βαθμολογία της επίδοσής μας. Είμασταν κομμάτι ενός κράτους που, στα μάτια των απέξω ήταν μόρφωμα, αλλά στα δικά μας παράδεισος.
Έπειτα, ήρθαν οι Κομματικές Οργανώσεις, οι "ΚΟβες" όπως τις λέγαμε τότε, και τελειώσανε όλα!...
No comments:
Post a Comment