(Κοντά μεσάνυχτα, Πέμπτης 5
Δεκεμβρίου 2013)*
Πριν από λίγη ώρα έμαθα για
τον θάνατο του Νέλσον Μαντέλα. Και κάθομαι τώρα, με στεναχώρια που δεν ξέρω
πόσο θα την αντέξω, να γράψω για πράγματα που έρχονται ξανά στην επιφάνεια, από
κάπου μέσα μου, και έχουν σημαδέψει τη ζωή μου για πάντα.
Hμουν 16 χρονών. Ζούσαμε τότε
με τη μητέρα μου και τα δυό μου αδέρφια (ο μπαμπάς είχε πεθάνει 1 χρόνο πριν)
στο Άλμπερτον, στα περίχωρα του Τζοχάνεσμπεργκ, στη Νότια Αφρική. Χρόνια
σκληρού άπαρτχαϊντ. Ο Μαντέλα ήταν στη φυλακή. Οι μαύροι στους οικισμούς τους,
στα townships. Το Σοβέτο δεν ήταν μακριά από κει που μέναμε.
Άκουγες τη μουσική, τη σιωπή και τον θρήνο του, σχεδόν κάθε μέρα.
Κάθε Παρασκευή και Σάββατο
βράδυ, δούλευα για το χαρτζιλίκι μου σε ένα steak house της
περιοχής, όπου βεβαίως μόνο οι λευκοί επιτρεπόταν να πηγαίνουν, και μόνο λευκοί
αφήνονταν να τους σερβίρουν. Εγώ, μαζί με άλλους 4 μαθητές από το ίδιο σχολείο,
ήμουν ένας από αυτούς. Γκαρσόνι, δηλαδή.
Οι μαύροι, που ήταν πολύ
περισσότεροι, ήταν όλοι στη κουζίνα και έκαναν τις σκληρές δουλειές. Λάντζα,
και βοηθοί του μάγειρα, αρκεί να μην άγγιζαν με τα χέρια τους τα φαγητά, γιατί θεωρείτο
ότι θα τα μόλυναν και μόνο με το χρώμα του δέρματός τους. Καθάριζαν, θυμάμαι,
τις πατάτες, άλλα τις έβαζαν μετά σε μια λεκάνη με νερό, και από εκεί τις
έβγαζε μόνο ο σεφ. Έτσι έμαθα ακόμα έναν ορισμό της φυλετικής διάκρισης: ούτε πατάτα
που θα φάει ο λευκός να μην αγγίζει μαύρικο χέρι.
Ο σεφ, ένα λευκό κτήνος ονόματι
Γιοχάνες, είχε ως πρώτο βοηθό του έναν πολύ σεβάσμιο μαύρο, έναν γλυκύτατο
άνθρωπο που τον έλεγαν Τζαάιουερι (δηλαδή, Ιανουάριο), που είχαν ασπρίσει τα
κατσαρά του μαλλιά, και θα πρέπει ναταν γύρω στα 55 τότε. Αυτός, υπέμενε όλες
τις ιδιοτροπίες, προσβολές και χυδαιότητες του λευκού αφεντικού του, και ήταν η
γέφυρα μεταξύ εκείνου και των υπολοίπων μαύρων.
Ξέχασα να σας πω ότι η μόνη
δουλειά που δεν κάναμε εμείς, οι 5 λευκοί μαθητές γκαρσόνια μέσα στη σάλα, ήταν
να μαζεύουμε τα πιάτα των πελατών όταν είχαν τελειώσει το φαγητό. Θεωρείτο
ταπεινωτική αυτή η συγκεκριμένη δουλειά για λευκό, και κατ΄εξαίρεση την έκαναν
δύο μαύροι τους οποίους επέλεγε ο Τζάνιουέρι, και ενέκρινε το αφεντικό.
Μπαίνοντας στη κουζίνα υπήρχαν
δύο μεγάλα βαρέλια από λαμαρίνα, αριστερά και δεξιά από τις πόρτες, στα
οποία άδειαζαν οι δύο μαύροι όλα τα
αποφάγια, και τα τασάκια.
Στο τέλος της βραδιάς εμείς,
τα 5 μαθητούδια, μπορούσαμε να παραγγείλουμε ό,τι θέλαμε από το κανονικό μενού,
να καθίσουμε κανονικά σε τραπέζι στη σάλα, και να το απολαύσουμε.
Οι μαύροι επιτρεπόταν να φάνε
μόνο από τα βαρέλια, με τα χέρια τους! Μαζεύονταν όλοι γύρω από αυτά και, με
θρήνο ψυχής που αντικατοπτριζόταν στα μάτια τους, «βουτούσαν» μέσα για να
γεμίσουν τά άδεια τους στομάχια.
Πολλές φορές έτυχε να δω
εκείνο το κάθαρμα, τον Ντότσι (εκ του Dutch),
τον Γιοχάνες, να φτύνει μέσα στα βαρέλια και να πετάει εκεί την τσίχλα που
μασούσε ή τ’αποτσίγαρά του. Ήξερε ότι οι μαύροι βοηθοί του στη κουζίνα τον
έβλεπαν, όμως χαμογελούσε χαιρέκακα κάτω από την απεχθή κοκκινωπή του γενειάδα.
Δεν τόλμησα ποτέ να του πω
κάτι. Ήθελα πολύ, αλλά τον φοβόμουν. Ήταν γεροδεμένος, καμιά 35ρια χρονών, και
τον είχα δει 1-2 φορές να δέρνει μαύρους, μέχρι που λιποθυμούσαν.
Ένοιωθα άσχημα που εγώ, ένα
μαθητούδι, εργαζόμουν στο εστιατόριο εκείνο για «τη πλάκα του», δηλαδή για ένα
χαρτζιλίκι που ήταν 5πλάσιο του μισθού που έπαιρναν οι μαύροι δουλεύοντας, πολύ
σκληρότερα από μένα, 7 μέρες την εβδομάδα, όχι 2 νύχτες μόνο. Άντεξα μόνο τρία
Σαββατοκύριακα εκεί, και έφυγα.
Θυμάμαι όμως πάντα το
ανέκφραστο βλέμμα του Τζάνιουερι, στο μαρτύριο εκείνο της κάθε νύχτας. Και λίγο
πριν φύγω, τον ρώτησα:
«Όταν ελευθερωθεί ο τόπος
σας, και αργά η γρήγορα ΘΑ ελευθερωθεί, τι θα κάνεις όταν βρεθείς
πρόσωπο-με-πρόσωπο μ’ αυτό το κάθαρμα,
τον Γιοχάνες; Θα τον ξεκοιλιάσεις, όπως μουπαν ότι θα κάνουν άλλοι μαύροι εδώ;
Θα τον κυνηγήσεις για να τον κλείσεις φυλακή; Τι;»
«Δεν ξέρω Μπουάνα (δηλαδή
Κύριε). Εγώ, δεν μπορώ να πειράξω ούτε μυρμήγκι, αλλά στην ερώτησή σου, η
απάντησή μου είναι: δεν ξέρω», μου απάντησε.
Ήμουν σίγουρος, φεύγοντας από
τη χώρα λίγους μήνες μετά, ότι η Νότιος Αφρική θα οδηγείτο στον φοβερότερο
εμφύλιο σπαραγμό που θα γνώριζε ποτέ η ανθρωπότητα. Ο Τζάνιουερι, όπως κάθε
Τζάνιουερι, δεν γευόταν καθημερινά μόνο την ταπείνωση του κάθε Γιοχάνες, αλλά
είχε και αδέρφια, πατεράδες, συγγενείς και πολλούς φίλους σε κάθε φυλακή της
χώρας. Είχε και αμέτρητους νεκρούς…
Κι όμως, την ερώτησή μου την
οποία δεν μπορούσε να απαντήσει εκείνος, την είχε ήδη απαντήσει μέσα στο κελί
της φυλακής του ο Νέλσον Μαντέλα. «Όχι, δεν θα επιτρέψω, δεν θα αφήσω να στραφούμε
ο ένας εναντίον του άλλου», έλεγε αποφασιστικά σε κάθε σύντροφό του τού ANC (Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου), που τον παρότρυνε σε
εκδίκηση.
Κι όταν βγήκε από εκεί, μετά
από 27 χρόνια ελεύθερος άνθρωπος, έκανε εκείνη την απάντησή του πράξη. Πράξη
που θα μείνει για πάντα στην Ιστορία ως «Η Μεγάλη Συμφιλίωση». Έδωσε την ευκαιρία
στον βασανιστή να σταθεί απέναντι στο θύμα του, και να απαντήσει στο ερώτημα
«γιατί;». Έδωσε στο θύμα την ευκαιρία, αφού τον ακούσει, να αποφασίσει μόνο εκείνος,
εάν κρίνει ότι μπορεί να τον συγχωρέσει, ή εάν επιμένει να τον πάει σε δίκη.
Αυτά ήταν τα περίφημα “reconciliation trials” –
οι άτυπες «δίκες συμφιλίωσης». Και από αυτά, πάνω από το 78% των υποθέσεων δεν
έφτασαν ποτέ σε κανονικά δικαστήρια. Δεκάδες χιλιάδες μαύροι, που υπέφεραν τα
πάνδεινα, που έχασαν πατεράδες, μάνες, αδέρφια, συζύγους, φίλους, δέχτηκαν την
συγγνώμη, και ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή. Και άλλοι τόσοι λευκοί, από αυτήν
και μόνο την πράξη, γίνανε καλύτεροι άνθρωποι. Ή μάλλον, έμαθαν για πρώτη φορά
τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Κι όλα αυτά, χάρη στον Νέλσον
Μαντέλα. Τον μόνο αληθινό επαναστάτη του καιρού μας.
Χρόνια μετά, στο Λονδίνο,
ελεύθερος άνθρωπος πια και πρώτος μαύρος Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής,
επισκέφθηκε το σημείο εκείνο έξω από την πρεσβεία της χώρας του στην περίφημη
Πλατεία Τραφάλγκαρ, όπου από την ημέρα της φυλάκισής του υπήρχε πάντοτε κόσμος,
από κάθε μέρος της Γης, σε μια μόνιμη, εθελοντική διαμαρτυρία κατά του
άπαρτχαϊντ. Και ένας Δανός συνάδελφός μου, του έκανε τότε την ερώτηση που
χρόνια ήθελα να του κάνω εγώ, έχοντας πάντα στο μυαλό μου την ιστορία που
διηγήθηκα πριν: «Πως είστε τόσο σίγουρος ότι η πολιτική σας της συμφιλίωσης θα
υιοθετηθεί από τους μαύρους συμπατριώτες σας;». Και η απάντησή του:
«Σίγουρος δεν είμαι. Φοβισμένος,
ίσως. Αλλά πάντα ένοιωθα βαθιά μέσα μου, το βίωσα ιδίως στη φυλακή, ότι δυνατότερος
είν’ αυτός που συγχωρεί, όχι αυτός που εκδικείται. Αυτός που εκθέτει την βία,
χωρίς να την χρησιμοποιεί ο ίδιος».
RIP Matiba!
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Κάθε μέρα διαβάζω την Εφημερίδα τών Συντακτών σήμερα έτυχε να μην την αγοράσω που είχε αυτό σου το άρθρο ! πάλι καλά που υπάρχει καί το Blog δηλαδή !!
ReplyDeleteΦιλικά.
Θοδωρής Αγγελίδης