Και να που, ήρθε ίσως η στιγμή, η συζήτηση μεταξύ μας, να φτάσει στο κόκκαλο, χωρίς όρους, και χεωρίς όρια, αλλά πάντοτε, ελπίζω, με αξιοπρέπεια και σεβασμό στην άποψη του άλλου. Από την αρχή αυτής της κρίσης, οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμασταν (και βαθιά μέσα μας ξέραμε), ότι δεν είναι μόνο κρίση οικονομική, αλλά πρωτίστως βαθύτατα ηθική. Ηταν, και είναι, μία κρίση του καθενός μας. Πως ζήσαμε, πως ζούμε. Ποιές προτεραιότητες βάλαμε. Ποιοί ηταν οι στόχοι μας. Τι δουλειά κάναμε. Πόσο καλά την κάναμε. Τι επενδύσαμε σε διάφορες αξίες (ακινήτων, μετοχών, αμοιβαίων, αυτοκινητών, κλπ), και τι σε αξίες μη υλικές.
Τον τελευταίο καιρό "μαίνεται" στο Ιντερνετ (κυρίως στα ελληνικά μπλογκς), μια έντονη συζήτηση-αντιπαράθεση γύρω από ενα άρθρο που έγραψε ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης, με τίτλο "Να ξαναγίνουμε φτωχοί", και μία απάντηση σε αυτό, από την κυρία Ελευθερία Τσακιροπούλου (που δεν γνωρίζω άλλα στοιχεία για αυτήν, και το Διαδίκτυο δεν βοήθησε καθόλου εδω), με τίτλο "Να ξαναγίνετε φτωχοί, χωρίς εμένα".
Διαβάσα τα κείμενα αυτά (και ευχαριστω τον φίλο μου Έκτωρα που μου τα έστειλε), και ψάχνοντας να βρω περισσότερα στοιχεία για την κυρία Τσακιροπούλου, διάβασα και σε πολλά μπλγκς τά σχόλια πάρα πολλών επισκεπτών. Δυστυχώς, για μία ακόμη φορά, είδα ... την Ελλάδα να μοιράζεται σε πατριώτες και προδότες, σε Παναθηναικούς και Ολυμπιακούς, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, σε "μαζί τα φάγαμε" και "όχι, τα φαγατε μόνο εσείς".
Βρίσκω ότι και τα δύο κείμενα έχουν άπειρη, καλή τροφή για σκέψη. Δεν θεωρώ ούτε αθεράπευτα ρομαντικό "τον αγαπημένο των εκδοτικών οργανισμών" Γιάννη Ξανθούλη, όπως λένε αρκετοί δηλητηριασμένοι σχολιαστές, ούτε και "κυνική υλίστρια" την κυρία Τσακιροπούλου, "που το επόμενό της βήμα είνι να μεταφέρει στην Ελβετία τα φράγκα που έβγαλε", όπως παρατηροιύν εξίσου κακεντρεχείς σχολιαστές. Οπως λέει κι ο φίλος μου Έκτορας, θεωρώ ότι και τα δύο αυτά κείμενα γράφτηκαν "από διαφορετική σκοπιά, αλλά με την ίδια στόχευση: μια καλύτερη Ελλάδα!".
Και νομίζω πως εάν τα διαβάσουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι ο κ. Ξανθούλης, όταν λέει "να ξαναγυρίσουμε στη φτώχεια", δεν επιθυμεί να ξαναζήσουν, όσοι την έζησαν, την πείνα μετα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ούτε την δυστυχία των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύργων από την Μικρά Ασία, πού ήρθαν στην Ελλάδα μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, και με ένα σημαντικό κομμάτι του εδω πληθυσμού να τους αντιμετωπίζουν ως αχρείαστους κι ανεπιθύμητους. Εκείνο που, νομίζω ότι προετέινει ο κ. Ξανθούλης, είναι να μαζευτούμε! Και, μάλιστα, να μαζευτούμε πολύ. Γιατί μεσα στις απίστευτες φούσκες των τελευταίων χρόνων, γίναμε και εμείς σαν παραγεμισμένες γαλοπούλες που, μόλις ανοίξουμε τη κοιλιά τους για να σερβίρουμε το κρέας, ξεχειλίζει στο ταψί η πάντα υπερβολική (άν και νοστιμότατη, ομολογώ) γέμισή μας.
(Χθες το βράδυ, τρώγαμε με λίγους καλούς φίλους στο σπίτι, και απολαμβάναμε ένα καταπληκτικό Cabernet Shiraz αό την Αυστραλία, που το αγοράσαμε, από ακριβό μάλιστα σουπερμαρκετ-ντελικατέσεν του Κεφαλαρίου με 10 μόλις ευρώ, και ένας απ' όλους, ο καλός μου ο Κωστής, έλεγε: θυμάστε ρε παιδιά, σε πόσα εστιατόρια και σε πόσες ταβέρνες πληρώσαμε σαν σαμπάνια το κωλο-Ασπρολήθι; - Και το αναφέρω αυτό, όχι για να προσβάλω το εν λόγω κρασί, αλλά σίγουρα για να προσβάλω τον "νεο-πλούτο" που κυρίευσε τους περισσότερους από εμάς. Τόσο εκείνους που τον εισέπραττα, όσο και εκείνους πυ τον τροφοδοτούσαν...).
Εγω βρίσκω ότι, κατα βάθος, ο κ. Ξανθούλης συμφωνεί με την κ. Τσακιροπούλου. Η φτωχεια που "επιθυμεί" ο πρώτος, είναι να εκτιμήσουμε ξανά το λίγο και το καλό. Το μοσχοβολιστο μάυρο ψωμί, τη μυρωδιά του χώματος, τα λαχανικά κι ωποροφόρα, το οικογενειακό τραπέζι, το λάδι, τα χόρτα και τις ελιές.
Και ο "πλουτος" που επιθυμεί η κ. Τσακιροπούλου, είναι επίσης ο μανάβης της γειτονιάς, είναι τα μικρά και απλά πράγματα της ζωής, πάλι η ελιά, πάλι το μοσχομύριστο φαγητό, αλλά με γνησια ελληνικά προιόντα, που δεν θα είναι όμως αποτέλεσμα επιδότησης από αγρότες που συνήθισαν να κάθονται, να τρώνε και να πίνουν, και να βάζουν Αλβανούς να καλλιεργούν και να ποτίσουν τα χωράφια τους.
Εγω, καταλαβαίνω, νομίζω, τι θέλει να πει η κυρία Τσακιροπούλου. Εκείνω, θαρρω, δεν κατάλαβε καλά το άρθρο του κ. Ξανθούλη.
Ας ηρεμήσουμε, όμως. Και, κυρίως, ας ομονοήσουμε. Δεν μας παίρνει να σφαζόμαστε και για τα αυτονόητα. Το παν ειναι να τα κατανοήσουμε ως τέτοια. Και να κοιτάξουμε, ο καθένας όσο και όπως μπορεί, να αλλάξουμε πραγματικά. Δηλαδή, να γίνουμε "ποιο φτωχοί". Γιατί ως "πλούσιοι", αποτύχαμε παταγωδώς.
Ιδού, λοιπόν, τα δύο κείμενα:
Του Γιάννη Ξανθούλη
Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό - όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο
σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους ... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου.
Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της
Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.
Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές - όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους.
Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας.
Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργα σίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας.
Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας ... Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών. Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές - χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ - θα αποκαταστήσουν την τρέλλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν.
Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια ...
ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; Ποιος θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τριτοκοσμικούς. Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει ...
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.
Της Ελευθερίας Τσακιροπούλου
Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα. Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι(Μ.Ασία) μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα
φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλλάσει στον εαυτό της τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσίων από τον Σκλιά.
Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια μου. Μου άρεσαν οι πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι νερατζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου
άρεσε να διαβάζω στο Θέτρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο. Μου άρεσε ο Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης. Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές.
Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου. Δουλέυω από την ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη». Και διάλεξα και τα δύο. Και τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ μα ποτέ να έχω κρύψει ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου.
Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάποια στιγμή τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά. Πρέπει να ντρέπομαι; Ούτε επιδοτήσεις για ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμμία απευθείας ανάθεση, ούτε σε επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου. Ότι έκανα το έκανα μόνη μου. Και τα Μanolo που φοράω μόνη μου τα πήρα. Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το περίφημο κουτί από το salon sklia και τη περηφάνεια της όταν τα φόραγε και μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει».
Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής και προοδευτικής κοινωνίας. Δεν θέλω καμμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο σπίτι μου όταν αρρωστήσω. Θέλω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με περιθάλψει. Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου. Δεν πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές
εταιρείες.
Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα.
Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά (στο ρετιρέ του ο κος. Ξανθούλης ας το κάνει), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και οι δάφνες μου. Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου. Και μάλιστα πολύ. Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο
κέντρο της Αθήνας για να γίνει Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το κουράγιο και τη τρέλλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους ήχους κλασσικής μουσικής.
Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμιποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου. Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι μια καλύτερη πατρίδα.
Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς.
Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτυ. Ε, λοιπόν όχι! Δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν. Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο.
Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον Αλκιβιάδη. Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Το Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη. Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε
μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα.
Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς φαρσάλων, τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια. Η φτώχεια όμως όχι. Δεν θα πάρω.
Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα!
Τον τελευταίο καιρό "μαίνεται" στο Ιντερνετ (κυρίως στα ελληνικά μπλογκς), μια έντονη συζήτηση-αντιπαράθεση γύρω από ενα άρθρο που έγραψε ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης, με τίτλο "Να ξαναγίνουμε φτωχοί", και μία απάντηση σε αυτό, από την κυρία Ελευθερία Τσακιροπούλου (που δεν γνωρίζω άλλα στοιχεία για αυτήν, και το Διαδίκτυο δεν βοήθησε καθόλου εδω), με τίτλο "Να ξαναγίνετε φτωχοί, χωρίς εμένα".
Διαβάσα τα κείμενα αυτά (και ευχαριστω τον φίλο μου Έκτωρα που μου τα έστειλε), και ψάχνοντας να βρω περισσότερα στοιχεία για την κυρία Τσακιροπούλου, διάβασα και σε πολλά μπλγκς τά σχόλια πάρα πολλών επισκεπτών. Δυστυχώς, για μία ακόμη φορά, είδα ... την Ελλάδα να μοιράζεται σε πατριώτες και προδότες, σε Παναθηναικούς και Ολυμπιακούς, σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, σε "μαζί τα φάγαμε" και "όχι, τα φαγατε μόνο εσείς".
Βρίσκω ότι και τα δύο κείμενα έχουν άπειρη, καλή τροφή για σκέψη. Δεν θεωρώ ούτε αθεράπευτα ρομαντικό "τον αγαπημένο των εκδοτικών οργανισμών" Γιάννη Ξανθούλη, όπως λένε αρκετοί δηλητηριασμένοι σχολιαστές, ούτε και "κυνική υλίστρια" την κυρία Τσακιροπούλου, "που το επόμενό της βήμα είνι να μεταφέρει στην Ελβετία τα φράγκα που έβγαλε", όπως παρατηροιύν εξίσου κακεντρεχείς σχολιαστές. Οπως λέει κι ο φίλος μου Έκτορας, θεωρώ ότι και τα δύο αυτά κείμενα γράφτηκαν "από διαφορετική σκοπιά, αλλά με την ίδια στόχευση: μια καλύτερη Ελλάδα!".
Και νομίζω πως εάν τα διαβάσουμε προσεκτικά, θα δούμε ότι ο κ. Ξανθούλης, όταν λέει "να ξαναγυρίσουμε στη φτώχεια", δεν επιθυμεί να ξαναζήσουν, όσοι την έζησαν, την πείνα μετα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, ούτε την δυστυχία των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύργων από την Μικρά Ασία, πού ήρθαν στην Ελλάδα μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, και με ένα σημαντικό κομμάτι του εδω πληθυσμού να τους αντιμετωπίζουν ως αχρείαστους κι ανεπιθύμητους. Εκείνο που, νομίζω ότι προετέινει ο κ. Ξανθούλης, είναι να μαζευτούμε! Και, μάλιστα, να μαζευτούμε πολύ. Γιατί μεσα στις απίστευτες φούσκες των τελευταίων χρόνων, γίναμε και εμείς σαν παραγεμισμένες γαλοπούλες που, μόλις ανοίξουμε τη κοιλιά τους για να σερβίρουμε το κρέας, ξεχειλίζει στο ταψί η πάντα υπερβολική (άν και νοστιμότατη, ομολογώ) γέμισή μας.
(Χθες το βράδυ, τρώγαμε με λίγους καλούς φίλους στο σπίτι, και απολαμβάναμε ένα καταπληκτικό Cabernet Shiraz αό την Αυστραλία, που το αγοράσαμε, από ακριβό μάλιστα σουπερμαρκετ-ντελικατέσεν του Κεφαλαρίου με 10 μόλις ευρώ, και ένας απ' όλους, ο καλός μου ο Κωστής, έλεγε: θυμάστε ρε παιδιά, σε πόσα εστιατόρια και σε πόσες ταβέρνες πληρώσαμε σαν σαμπάνια το κωλο-Ασπρολήθι; - Και το αναφέρω αυτό, όχι για να προσβάλω το εν λόγω κρασί, αλλά σίγουρα για να προσβάλω τον "νεο-πλούτο" που κυρίευσε τους περισσότερους από εμάς. Τόσο εκείνους που τον εισέπραττα, όσο και εκείνους πυ τον τροφοδοτούσαν...).
Εγω βρίσκω ότι, κατα βάθος, ο κ. Ξανθούλης συμφωνεί με την κ. Τσακιροπούλου. Η φτωχεια που "επιθυμεί" ο πρώτος, είναι να εκτιμήσουμε ξανά το λίγο και το καλό. Το μοσχοβολιστο μάυρο ψωμί, τη μυρωδιά του χώματος, τα λαχανικά κι ωποροφόρα, το οικογενειακό τραπέζι, το λάδι, τα χόρτα και τις ελιές.
Και ο "πλουτος" που επιθυμεί η κ. Τσακιροπούλου, είναι επίσης ο μανάβης της γειτονιάς, είναι τα μικρά και απλά πράγματα της ζωής, πάλι η ελιά, πάλι το μοσχομύριστο φαγητό, αλλά με γνησια ελληνικά προιόντα, που δεν θα είναι όμως αποτέλεσμα επιδότησης από αγρότες που συνήθισαν να κάθονται, να τρώνε και να πίνουν, και να βάζουν Αλβανούς να καλλιεργούν και να ποτίσουν τα χωράφια τους.
Εγω, καταλαβαίνω, νομίζω, τι θέλει να πει η κυρία Τσακιροπούλου. Εκείνω, θαρρω, δεν κατάλαβε καλά το άρθρο του κ. Ξανθούλη.
Ας ηρεμήσουμε, όμως. Και, κυρίως, ας ομονοήσουμε. Δεν μας παίρνει να σφαζόμαστε και για τα αυτονόητα. Το παν ειναι να τα κατανοήσουμε ως τέτοια. Και να κοιτάξουμε, ο καθένας όσο και όπως μπορεί, να αλλάξουμε πραγματικά. Δηλαδή, να γίνουμε "ποιο φτωχοί". Γιατί ως "πλούσιοι", αποτύχαμε παταγωδώς.
Ιδού, λοιπόν, τα δύο κείμενα:
Του Γιάννη Ξανθούλη
Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό - όσπρια πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο
σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους ... Να ξαναγίνουμε φτωχοί όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου.
Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της
Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.
Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές - όσοι έχουν αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους.
Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας.
Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργα σίες. Να απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των κήπων μας.
Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης ανέχειας ... Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα «τραύματα» των παιδιών. Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές - χωρίς ενστάσεις από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ - θα αποκαταστήσουν την τρέλλα και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.
Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων. Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν.
Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια ...
ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα στη Συγγρού; Ποιος θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν άλλες υποχρεώσεις...
Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για τριτοκοσμικούς. Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει ...
ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.
Της Ελευθερίας Τσακιροπούλου
Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα. Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι(Μ.Ασία) μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα
φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλλάσει στον εαυτό της τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσίων από τον Σκλιά.
Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια μου. Μου άρεσαν οι πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι νερατζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου
άρεσε να διαβάζω στο Θέτρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο. Μου άρεσε ο Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης. Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές.
Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου. Δουλέυω από την ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη». Και διάλεξα και τα δύο. Και τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ μα ποτέ να έχω κρύψει ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου.
Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάποια στιγμή τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά. Πρέπει να ντρέπομαι; Ούτε επιδοτήσεις για ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμμία απευθείας ανάθεση, ούτε σε επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου. Ότι έκανα το έκανα μόνη μου. Και τα Μanolo που φοράω μόνη μου τα πήρα. Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το περίφημο κουτί από το salon sklia και τη περηφάνεια της όταν τα φόραγε και μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει».
Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής και προοδευτικής κοινωνίας. Δεν θέλω καμμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο σπίτι μου όταν αρρωστήσω. Θέλω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με περιθάλψει. Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου. Δεν πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές
εταιρείες.
Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα.
Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά (στο ρετιρέ του ο κος. Ξανθούλης ας το κάνει), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και οι δάφνες μου. Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου. Και μάλιστα πολύ. Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο
κέντρο της Αθήνας για να γίνει Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το κουράγιο και τη τρέλλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους ήχους κλασσικής μουσικής.
Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμιποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου. Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι μια καλύτερη πατρίδα.
Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς.
Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτυ. Ε, λοιπόν όχι! Δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν. Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο.
Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον Αλκιβιάδη. Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Το Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη. Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε
μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα.
Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς φαρσάλων, τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια. Η φτώχεια όμως όχι. Δεν θα πάρω.
Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα!
Εδώ και καιρό έχω σταματήσει να διαβάζω δημοσιογράφους και γενικά να ασχολούμαι με τα ΜΜΕ. Ο Κος Χρήστος είναι μια εξαίρεση και αυτό γιατί έχει πολλά καλά στοιχεία και κυρίως γιατί η βελόνα του ραδιοφώνου μου είναι κολλημένη στο 95,6. Το άρθρο της Κας παραπάνω με εκφράζει απόλυτα και είναι μια ωραιότατη απάντηση σε όλα τα ΜΜΕ που καιρό τώρα στο βωμό της πολιτικής τακτικής εξαπατούν σχεδόν όλες τις τάξεις εργαζομένων και όχι μόνον αυτό αλλά τις βάζουν και σε αντιπαράθεση διαιρώντας πλήρως τον λαό. Σίγουρα οι δημοσιογράφοι δεν ευθύνονται για την οικονομική κρίση, όμως είναι υπεύθυνοι για μια σειρά στρεβλώσεων. Το τι ακούει κανείς στις ειδήσεις των 20΄00 είναι περαν κάθε λογικής και ηθικής. Από τα 16 άρχισα να δουλεύω μετά τις σπουδές έφυγα στο εξωτερικό δούλεψα σκληρά έβαλα ένα κάρο συνάλλαγμα στην χώρα ,πλήρωσα απίστευτα χρήματα για την περίθαλψη που φυσικά ποτέ δεν ήταν ικανή ενώ μετά την επιστροφή μου στην πατρίδα εργάστηκα για πολλά χρόνια στον ιδιωτικό τομέα με πλήρη επιτυχία αλλά συγχρόνως αρρώσταινα μέχρι τα ένσημα να κολληθούν ενώ η μισθοδοσία σχεδόν ποτέ δεν κατεβλήθη στην ώρα της . Όταν μετά από εξετάσεις ΑΣΕΠ μπήκα στο δημόσιο (στα γεράματα κοντά) αντιμετώπισα την χλεύη έμαθα ότι είμαι τεμπέλης ανίκανος και ότι έπρεπε να απολυθώ. Μετά από 30 χρόνια υπηρεσίας με 2 παιδιά ΠΕ και γλώσσες 2 παίρνω 1.300 ευρώ καθαρά και ακούω τα ΜΜΕ να μου τείνουν το δάκτυλο λέγοντας ότι παίρνω πολλά και χρειάζομαι ακόμα μείωση. Το πιο αστείο είναι ότι αυτοί που με κρίνουν παίρνουν πολλαπλάσια από μένα έχοντας πολύ λιγότερα χρόνια υπηρεσίας και άντε τα ίδια προσόντα. Βαρέθηκα να σχολιάζω βαρέθηκα να σας ακούω. Γνωρίζω όμως κάτι, ότι όποιος θέλει να βοηθήσει την πατρίδα δεν χωρίζει τον λαό αλλά αντίθετα τον ενώνει….
ReplyDeleteΧρήστο καλημέρα.
ReplyDeleteΣ'ευχαριστώ που με μνημονεύεις για μια φορά ακόμη.Θέλω να συμπληρώσω,παρατηρώντας τα εξής:Έχω πεισθεί ότι και τα δύο άρθρα θέλουν να ενώσουν (από διαφορετική σκοπιά το καθένα..)και όχι να χωρίσουν!Προσωπικά πιστεύω ότι χρειάζονται αρκετά πράγματα για να αρχίσουμε ως Έλληνες να συμπορευόμαστε αντί να τσακωνόμαστε μεταξύ μας, μιας και η κρίση στη χώρα μας δεν είναι μόνο οικονομική(αλλά είναι και πολιτική και ηθική...ενίοτε)Κάποια από αυτά είναι (θα μπορούσαν κατ'εμένα να είναι..)1)Ν'αφήσουμε επιτέλους ήσυχους τους αρχαίους μας,και να καταλάβουμε ότι ιδρυθήκαμε ως κράτος μόλις το 1830,παρακαλώ με λεφτά των εξ'Αλβιώνος φίλων μας(Λόρδος Κόδριγκτον..κτλπ).2)Να σταματήσουμε να κατηγορούμε μόνο τους πολιτικούς για το χάλι μας(έχουμε βάλει κι εμείς το χεράκι μας...όσο κι αν είναι δύσκολο να το χωνέψουμε).3)Να σταματήσουμε να ανταγωνιζόμαστε για το πόσο πιο νωρίς βγήκε ο καθένας στη βιοπάλη!Τα λάθη ώς κοινωνία κι έθνος συντελούνται είτε από άτομα που ξεκίνησαν να δουλέψουν στα 16 ή στα 27 όπως εγώ δεν έχει καμία σχέση το να σκέφτεται κάποιος λάθος με το πόσο πιο νωρίς κόλλησε ένσημα!(Σαφώς οι άνθρωποι που δούλεψαν πιο μπροστά από εμένα δεν είναι λιγότερο έξυπνοι από εμένα)4)Να καταλάβουμε επιτέλους ότι πρέπει να μπαίνει κάποιος στο Δημόσιο μόνο εφόσον υπάρχουν ανάγκες και μετά από εξετάσεις(ΑΣΕΠ)5)Ας αρχίσουμε να εντρυφούμε στα προηγούμενα και προχωράμε στα επόμενα και ας έχουμε κατά νου, ότι πρέπει ν'αναζητούμε τη μόρφωση και όχι να την τρέμουμε όπως ο διάολος το λιβάνι!Να αρχίσουμε ν'αγαπάμε τη μουσική το διάβασμα την επικοινωνία...και άλλα "δύσκολα" πράγματα!
Εκτωρ,
ReplyDeleteΠριν από 50 χρόνια η πλειοψηφία των νέων ξεκινούσε την εργασία στα 15-16 οπότε μόνο τίτλος τιμής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί.Φυσικά και η ευθύνη δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στους πολιτικούς αφού εμείς τους ψηφίζουμε...Τα ένσημα αναφέρονται για την υγιή λειτουργία του περιβόητου ιδιωτικού τομέα αλλά και τον κρατικό έλεγχο, έτσι και αλλιώς ουδεμία πια ισχύ έχουν για το ύψος της σύνταξης που θα πάρουμε?