Τον καιρό της σπατάλης, ό,τι είχαμε να σπαταλήσουμε οι περισσότεροι από εμάς, ήταν το περίσσιο χρήμα που έρρεε στις τσέπες και στους λογαριασμούς μας. Κι όσοι έμειναν με "καλή μπάνκα", δεν είναι ότι σπατάλησαν λιγότερα, αλλά ότι είχαν πιο πολλά να σπαταλήσουν.
Το γιατί είχαν πιο πολλά, είναι κουβέντα ενός άλλου κεφαλαίου. Σήμερα, εδώ, στέκομαι μόνο στο αποτέλεσμα εκείνης της σπατάλης που, από την μία μέρα στην άλλη, αποκάλυψε πανηγυρικά ένα προσωπείο ολότελα άδειο, ολότελα κενό.
Για μένα, η μεγαλύτερη και πιο άθλια φούσκα που ζήσαμε, ήταν εκείνη της υποτιθέμενης πολιτιστικής μας ανόρθωσης. Και πουθενά αλλού δεν "θριάμβευσε" αυτή τόσο πολύ, όσο stiw λεγόμενες "μεγάλες βραδιές" στο Μέγαρο Μουσικής, και στις καλές θέσεις των Φεστιβάλ Αθηνών, Επιδαύρου, και των παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου.
Η τότε χαρά που έβλεπες πολλά και καινούργια πρόσωπα να "σκοτώνονται" γιά ένα εισιτήριο, έγινε θλίψη τώρα που με την κρίση αποκαλύφθηκε ότι οι περισσότεροι από εκείνους τους πολλούς, παρόλο που ήταν και οι πιο πλούσιοι (αποφεύγω επί του παρόντος να βάλω εμπρός το πρόθεμα "νεό-"), δεν έχουν τελικά κανένα "ευγενικό υπόστρωμα", καμμία μουσική παιδεία, ούτε ελάχιστη σχέση με αυτό που ονομάζουμε "τέχνες και πολιτισμό".
Βλέπεις ακόμα, ότι αυτοί που έμειναν, είναι όσοι και τότε ήσαν παρόντες, αλλά αθόρυβα, όχι στα θεωρεία και τις πρώτες σειρές, και που ήξεραν τί ακούνε ή βλέπουν και γιατί το ακούνε ή το βλέπουν. Έμειναν οι πραγματικά καλλιεργημένοι, και έφυγαν οι πραγματικά άξεστοι.
Η οικονομική στενότης, δυσκόλεψε όλους - ή έστω, σχεδόν όλους. Εάν αγαπάς όμως πράγματι την κλασική μουσική, την όπερα και το μπαλέτο, δεν τα εγκαταλείπεις ποτέ. Μπορεί να μην έχεις την δυνατότητα να δείς όσες παραστάσεις θα ήθελες, αλλά σε κάποιες θα καταφέρεις να πάς, θυσιάζοντας ίσως κάτι πιο πεζό, όπως μια βραδιά σε ακριβό εστιατόριο. Επίσης, η τέχνη και ο πολιτισμός θα συντροφεύουν την κάθε σου μέρα, με έναν τρόπο απολύτως φυσιολογικό, όπως να ανοιγεις φερ ειπείν το παράθυρό σου να μπουν φώς και φρέσκος αέρας.
Δεν μπορείς να έχεις δει δέκα κοντσέρτα του Μότσαρτ στο Μέγαρο και στο Ηρώδειο, και να μην έχεις ακούσει ούτε ένα στο σπίτι σου.
Δεν μπορείς να δείχνεις ότι η ζωή σου έφτασε σε κάποιο "καλό επίπεδο", όταν έχεις χρόνια να διαβάσεις ένα βιβλία, ή όταν δεν έχεις κάν επαφή με το τί γίνεται στον θεατρικό κόσμο του τόπου σου και του εξωτερικού. Να μην ξέρεις τι κινείται στην παγκόσμια και εγχώρια λογοτεχνία. Να μην έχεις πάρει χαμπάρι τι γίνεται με τα καινούργια ρεύματα σε όλες τις τέχνες.
Τα δύο τελευταία χρόνια, όποτε μπόρεσα να βρεθώ σε ένα κοντσερτο, ή μια παράσταση θεατρική, ένοιωσα ότι οι λίγοι που τιμούσαν τους συντελεστές των έργων (αλλά πρωτίστως τους δημιουργούς των έργων), ήταν άνθρωποι που, και άν σπατάλησαν "τα χρόνια εκείνα" τα χρήματά τους, δεν σπατάλησαν εκείνο το κομμάτι του εαυτού τους όπου κρύβεται ο μεγαλύτερος πλούτος τους. Το καλλιεργημένο κομμάτι. Το αεί εύφορο.
Και το ότι εξαφανίστηκαν τελικά οι "γνωστές φάτσες", μπορεί να μήν είναι τόσο καλό για τα ταμεία των θεάτρων, του Μεγάρου, και άλλων συναυλιακών χώρων, αλλά είναι ευλογία για την Τέχνη. Απαλλάχτηκε από τους τυχάρπαστους.
Δυστυχώς, όπως λέει και ο μαέστρος Ρικάρντο Μούτι λίγο πρίν από το ανκόρ που του ζητούσε ο κόσμος, στο βίντεο πιο πάνω, στην όπερα Ναμπούκο του Βέρντι στην Ιταλία, όταν η πολιτική, στο όνομα της γρήγορης ανάκαμψης από την κρίση, πολύ εύκολα κατακρεουργεί τον Πολιτισμό, αναπόπευκτα ο τόπος, και μαζί του κι ο λαός, θα πάθει μιά άλλου είδους καθίζηση, πολύ χειρότερη από την οικονομική.
Και αυτή η καθίζηση, που ειναι ήδη ορατή (αρκεί ο καθένας να κοιτάξει γύρω, στον δικό του μικρόκοκοσμο, τους φίλους και γνωστούς του), δεν μπορεί να διορθωθεί με μια αμφιλεγόμενης αξιοπιστίας έξοδό μας στις αγορές, με την έκδοση ενός 5 ετούς ομολόγου. Θέλει χρόνια, καί άλλου είδους επενδύσεις που οι πλείστοι κυβερνώντες δεν έχουν καν το μυαλό να τις σκεφτούν.
Η ανάσα της μουσικής ή της λογοτεχνίας, καλώς ή κακώς, σαν το ανοιχτό παράθυρο και τον φρέσκο αέρα, πολλές φορές μπορεί να αποκτηθεί και χωρίς χρήμα. Την εποχή του 2011, 12 και 13 ανέσυρα βιβλία από τα ράφια μου, αδιάβαστα και τα ξανα-ανακάλυψα, άκουσα ραδιόφωνο, βινύλια, και βρήκα την υγειά μου. Καλύτερα τέτοιες βραδιές παρά το θέαμα, το ακρόαμα και η "οσμή" ατόμων γύρω μου σε παραστάσεις κι εκδηλώσεις που με έκαναν να αναρωτιέμαι αν ήμουν μία εξ αυτών...
ReplyDeleteΜακάρι νάταν ο πολιτισμός και τ΄ αγαθά του για όλους, ανεξαίρετα, από άποψη κόστους και αντίληψης, αλλά τί να κάνουμε που δεν είναι; Ίσως νάναι και θέμα αυτογνωσίας γιατί αν δεν άκουσες και δεν εκπαιδεύτηκες ποτέ σε ένα είδος τέχνης, καλύτερα να μην "ζορίζεσαι" να το υιοθετήσεις για χάρη του πρεστίζ. Άλλωστε και το τσάμικο και το καλαματιανό, όσο κι αν δεν είναι τα αγαπημένα μου, την ώρα και στον τόπο, π.χ. ενός πανηγυριού στην εξοχή μου αρέσουν και με ταξιδεύουν σ΄ έναν πολιτισμό που μου είναι κάπως "ξένος" αλλά και τον σέβομαι και τον χαίρομαι, αφού είναι αυθεντικός.
Ετσι νομίζω ότι θαταν το ιδανικό να γινόταν με τη τέχνη, κι ύστερα κι άλλοι θα μυούνταν σιγά σιγά σε μορφές που τους είναι άγνωστες ή που θα τις θεωρούσαν "ανώτερες".