Τριάντα εννιά
Νοέμβρηδες μου βαραίνουν την πλάτη, θα τραγουδούσε σήμερα ο Διονύσης Τσακνής αν
ξανάγραφε εκείνο του τραγούδι του, Νοέμβρη του ’90, σαν απολογία ή, ίσως, σαν
εξομολόγηση. Πικρή. Πονεμένη. Τίποτα δεν άλλαξε. Τίποτα δεν διδαχτήκαμε.
«Σημαίες και γαρύφαλλα, εμπόριο κι απάτη, και λόγοι επισήμων στο κενό». Μετά,
ήρθε κι’ ο Μιχάλης Γκανάς με πιο κοφτερή γραφή. Ένα χαστούκι στο πρόσωπο όσων
παραποίησαν έναν ξεσηκωμό, αλλά και όσων – προσθέτω εγώ – αποσιώπησαν, και
ακόμα αποσιωπούν, ότι από τις στάχτες της προδομένης Κύπρου, και όχι από
εκείνες του Πολυτεχνείου, αναγεννήθηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα. Όσο, και όπως
αναγεννήθηκε! Έτσι, λοιπόν, με Μαχαιρίτσα και Παπακωνσταντίνου, βάλαμε, όσοι
βάλαμε, αληθινή φωνή στα λόγια του Γκανά, και ακούστηκε το «Να δεις τι σού’ χω
για μετά». Ήταν μια αναδρομή πόνου. Αλλά και μία πρόβλεψη της επερχόμενης
παρακμής. «Με άλλα λόγια θα στο πω, κι έναν ανάπηρο σκοπό. Απ’ το ’70 και μετά,
μας έχουν πνίξει τα σκατά»! Χτες, πρώτη μέρα των εκδηλώσεών, που κατά την άποψή
μου πρέπει να καταργηθούν, έγιναν πάλι επεισόδια. Κουκουλοφόροι, εναντίον
οργανωμένων νεολαιών. Δίπλα σ’ ένα μνήμα, γεμάτο από κόκκινα γαρύφαλλα. Σαν
ειρωνεία. Για μια ιδέα που, έτσι όπως την έχουν καταντήσει οι πάσης μορφής
χαβαλέδες της Ελλάδος, ισοδυναμεί με
πιστοποιητικό θανάτο. Ίσως, για να θρηνήσουμε πραγματικά, θα πρέπει επιτέλους
να τον θάψουμε τον νεκρό!
Πως μπορουν να θυμούνται κάτι που δεν το ξέρουν; Πως μπορουν να
τιμούν μιαν επέτειο που, μεσα τους, δεν τους λέει τίποτ’ απολύτως; Πως μπορουν
να στέκονται μπροστα σε ένα μνήμα που δεν ξέρουν καν τι συμβολίζει, με τις
γροθιές σηκωμένες, και μ’ ένα βλέμμα εντελώς υπεραστικό; Τι νόημα έχουν τα
στεφάνια που θυμίζουν κυκλώματα κηδειών; Πως μνημονευεται και τιμάται η
Δημοκρατία, όταν η ίδια αυτή δημοκρατία ή έχει καταλυθεί, ή είναι απούσα,
κρυμμένη ίσως, μεσα στη θλίψη και την απελπισία που της γεννούν όσοι κρατούν
την υψηλή κυριότητά της, και την επικαρπία άπαντες; Τι νόημα έχουν αυτοί οι
στείροι εορτασμοί, που εμποδίζουν την πραγματική σημασία του γεγονότος να
γίνει, αντί μουντζούρα, ζωγραφιά; Ποιοι οικειοποιήθηκαν μια φλόγα που δεν
πρόλαβε καλά-καλά να φωτίσει την αιτία της; Ποιοι την μετέτρεψαν σε καντήλι που
τρεμοσβήνει κάθε χρόνο σαν επιβαλλόμενο πρέπει, στο ,μανουάλι ενός κράτους και
μιας κοινωνίας που μόνο να πουλάει τις μνήμες της ξέρει. Ποιος τη ζωή μας,
ποιος τη κυνηγά;
Είμαι απόλυτα σύμφωνη Χρήστο σε αυτή την άποψη.
ReplyDeleteΦτάνει πια η υποκρισία, πάσης φύσεως.
Ας σοβαρευτούμε επιτέλους όλοι μας.