Οι Τουρκοκύπριοι στους δρόμους. Εμείς στα καρναβάλια
Tον Δεκέμβριο του 1987 βρέθηκα για δημοσιογραφική αποστολή στη Κύπρο. Μια μέρα, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, επισκέφθηκα τον τάφο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην τοποθεσία Θρονί, κοντά στη Μονή Κύκκο, σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της οροσειράς του Τροόδους. Κυκλοφορούσαν τότε, θυμάμαι, διάφορες ιστορίες που ήθελαν, λέει, «ζωντανό το πνεύμα του Εθνάρχη», και μάλιστα τόσο πολύ, που μερικοί στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο του δεν άντεξαν εκείνην την μεταθανάτια παρουσία και άλλοι τρελαθήκαν, και άλλοι αυτομόλησαν!
Εν πάσει περιπτώσει, εκεί στο Θρονί, έτυχε να συναντηθώ με τον Όσκαρ Καμιλόν, που ήταν τότε ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Χαβιέ Ντέ Κουέγιαρ, στη Κύπρο. Την επόμενη μέρα, είχαμε ραντεβού για συνέντευξη στη Λευκωσία, αλλά έτσι όπως το’φερε η τύχη, η γνωριμία μας έγινε εκεί, στον τάφο του ανθρώπου που, ίσως όπως κανείς άλλος, το όνομά του συνδέθηκε τόσο πολύ, και τόσο έντονα, με το Κυπριακό.
Κουβεντιάσαμε και λίγο για αυτό με τον εξ Αργεντινής αξιωματούχο των Ηνωμένων Εθνών. Και θυμάμαι, σαν να ειπώθηκαν τώρα, τα λόγια του, που με παρακάλεσε, όσο παραμένει ενεργός στην πολιτική, να μην αποκαλύψω.
Από το σημείο που στεκόμασταν, βλέπαμε όλη τη Κύπρο. (Γι’ αυτό, άλλωστε επέλεξε και εκείνην την συγκεκριμένη τοποθεσία ο Μακάριος ως τελευταία του κατοικία). Τον ρώτησα εάν βλέπει να έρχεται ποτέ η ημέρα που το νησί θα ενωθεί ξανά, και οι πολίτες του, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, θα μπορέσουν να ζήσουν πάλι μαζί, ειρηνικά.
«Όχι», μου απάντησε κοφτά. Και συμπλήρωσε με την γνωστή αγγλική φράση «no way», που σημαίνει, «με κανέναν τρόπο» ή «με τίποτα».
Τον κοίταξα με έκπληξη. «Ο απεσταλμένος του ΟΗΕ στην Κύπρο δεν πρέπει κάν να ψιθυρίζει τέτοιες κουβέντες», σκέφτηκα. Και εκείνος, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, πρόσθεσε:
«Από τότε που κατακάθισε η σκόνη του πολέμου, επικρατεί μία παράξενη, για μένα ησυχία. Το λέω αυτό περισσότερο για τους Ελληνοκυπρίους, που μοιάζουν να έχουν αποδεχτεί την εισβολή και κατοχή, έχουν επιτύχει ένα πολύ καλό βιοτικό επίπεδο, και δεν βλέπω πιθανότητα να διεκδικήσουν εκείνο που θεωρούν δίκιο τους με βίαιο τρόπο».
Ο κ. Καμιλιόν μου θύμισε αμέσως μετα ότι η συζήτησή μας γίνεται σε θεωρητικό επίπεδο, και μου υπενθύμισε ότι επιστροφή εδαφών και «αποκατάσταση δικαίου» δεν συναντάμε πολύ συχνά στην παγκόσμια ιστορία.
«Η ένοπλή σύρραξη, ο ξεσηκωμός ενός λαού που θεωρεί ότι βρίσκεται εν αδίκω και διεκδικεί την ελευθερία, την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπειά του, θα φέρει αποτελέσματα, οπωσδήποτε πιο γρήγορα απ’ ότι η διπλωματία. Κυττάξτε τι γίνεται τώρα στην Παλαιστίνη; Κυττάξτε στον Λίβανο πως σφάζονται. Νομίζω ότι η Βηρυτός, που τώρα καίγεται, θα μπει σε ρυθμούς κανονικούς γρηγορότερα απ’ ότι η Λευκωσία».
Τα πρόσφατα συνταρακτικά γεγονότα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής δίνουν σχεδόν προφητική διάσταση στα λόγια εκείνα του κ. Καμιλιόν, που δεν είπε δα και κάτι εξαιρετικά σύνθετο ή και εξωφρενικό. Απλώς, εκεί πάνω στο Θρονί, ξέχασε για λίγο την γλώσσα την διπλωματική.
Στην Κύπρο είχαμε πάει μαζί, αρκετές φορές, με τον μακαρίτη Αντώνη Σαμαράκη. Νοιαζόταν για το νησί, πραγματικά. Και ένοιωθε δικούς του τους ανθρώπους της Κύπρου. Μου έλεγε και εκείνος, αλλά με δικά του λόγια, όσα είπε εκείνα τα Χριστούγεννα ο Καμιλιόν.
«Λαός που δεν έχει ανησυχία, είναι τελειωμένος. Κοίτα τα παιδιά της Παλαιστίνης πως αντιμετωπίζουν με πέτρες τα ισραηλινα τάνκς. Αυτά τα παιδιά μπορεί να απολαύσουν την πατρίδα τους ελεύθερη πολύ πιο σύντομα απ’ ότι τα παιδιά της Κύπρου.»
Ίσως το ίδιο να σκεφτόταν (αλλά ποιος θα τολμούσε να το προβλέψει, τότε, και να το πεί δημόσια) και για τους ξεσηκωμένους της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Τυνησίας, της Υεμένης, του Μπαχρέιν, του Ιράν, και ποιος ξέρει που ακόμα.
Καμιά διπλωματία δεν θα μπορούσε ποτέ να ρίξει τον Μουμπάρακ. Καμία διπλωματία δεν θα μπορούσε να ξεγυμνώσει, να ταπεινώσει και ίσως (μακάρι, δηλαδή), να τσακίσει τον Καντάφι, ή και όποιον άλλον από τους πάμπολλους αντιδημοκρατικούς ηγεμόνες όλων αυτών των χωρών.
Μόνο η δύναμη των πολιτών τους.
Μόνο η δύναμη εκείνου που δεν είχε ησυχάσει ποτέ, και απλώς περίμενε να έρθει εκείνη η ευλογημένα αναπόφευκτη ώρα του ξεσηκωμού.
Και στη Κύπρο, αν φτάσαμε ποτέ, τα τελευταία 37 χρόνια, κοντά σε σημείο όπου η λύση, ή κάποια λύση, να φαινόταν ότι μπορούσε να έρθει, αυτό ήταν, όχι στο Δημοψήφισμα του 2004, που έτσι κι αλλιώς ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο ότι οι Ε/Κ δεν θα αποδέχονταν, αλλά το διάστημα 2002-2003 όταν δεκάδες χιλιάδες απλοί Τουρκοκύπριοι πολίτες ξεσηκώθηκαν εναντίον του εκεί αυταρχικού τους καθεστώτος, κάνοντας για πρώτη φορά να φανεί ότι μέχρι τότε πανίσχυρος και άτρωτος Ραούφ Ντενκτάς, τελικά, μπροστά στη λαϊκή κατακραυγή, είναι ένα τίποτα. Ένα μυρμύγκι, όπως έγραψε τότε η Τ/Κ εφημερίδα «Αφρίκα».
Σχεδόν κάθε μέρα γίνονταν συλλαλητήρια στη Λευκωσία και σε άλλες κατεχόμενες πόλεις του βορρά. Η δεινή οικονομική κατάσταση των Τ/Κ, με τις γνωστές «πυραμίδες» του τραπεζικού συστήματος, αλλά και ή στέρηση βασικών ελευθεριών τους από το κατοχικό καθεστώς, έφεραν τους πολίτες σε σημείο απόγνωσης. Ολοι απαιτούσαν από τον Ντενκτάς να εγκαταλείχψει την μνημειώδη αδιαλλαξία του και να βρεί λύση «εδώ και τώρα». Το ποτάμι ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει.
Γιατί δεν ξεχείλισε τελικά; Διότι με την κίνηση-μάτ του Ντενκτάς να ανοίξει τα οδοφράγματα, και την αντίστοιχη κίνηση-έγκλημα της τότε κυπριακής κυβέρνησης να μην απαντήσει αμέσως «όχι, όσο είναι κατεχόμενος ο τόπος μας, αλλά και για την ασφάλεια των πολιτών μας, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τέτοιο πράγμα», οι Τουρκοκύπριοι πολίτες πήραν μια βαθιά οικονομική ανάσα. Πέρασαν εύκολα στις ελεύθερες περιοχές. Βρήκαν καλά μεροκάματα, με πληρωμένες όλες τις κοινωνικές τους ασφαλίσεις. Έτσι, μέσα σε 2 μόλις χρόνια, το κατά κεφαλήν τους εισόδημα αυξήθηκε από τα 4000 δολάρια τον χρόνο, στα 7200. Ο πληθωρισμός έπεσε από 240% όταν ξέσπασαν οι ταραχές, στο 11%. Η Τουρκία αναγκάστηκε (για να καταστείλει την λαϊκή οργή) να πληρώσει 2 δισεκατομμύρια δολάρια για αποζημιώσεις σε όλους όσους έχασαν χρήματα από τις «πυραμίδες» και τα «κανόνια» των τραπεζών.
Με άλλα λόγια, το ποτάμι δεν ξεχείλισε τελικά, γιατί «εξαγόρασαν», ή «ηρέμησαν», η Άγκυρα και ο Ντενκτάς, τους ενοχλητικούς που βγηκαν στους δρόμους.
Το ίδιο κλίμα με τότε, πάει να δημιουργηθεί και τώρα στα κατεχόμενα. Στις 28 Ιανουαρίου έγινε ένα πρωτοφανές σε όγκο και παλμό συλλαλητήριο στην Πλατεία Ινονού, στη κατεχόμενη Λευκωσία, εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την αίσθηση αποκλεισμού που έχουν οι Τουρκοκύπριοι από τα τεκταινόμενα στη δική τους κοινότητα, και με αίτημα να σταματήσει η Αγκυρα να καθορίζει κάθε τι που έχει σχέση με τη ζωή τους.
Νέο συλαλλητήριο είναι προγραμματισμένο για την Τετάρτη 2 Μαρτίου. Και όπως έγραψε στην εφημερίδα «Η Σημερινή» της Κυριακής 17/2 ο Μάριος Δημητρίου: «Απίστευτα πράγματα συμβαίνουν στα κατεχόμενα, όπου ακόμα και το Δημοκρατικό Κόμμα του Σερντάρ Ντενκτάς, γιου του Ραούφ, συμμετέχει στις κινητοποιήσεις επανδρώνοντας καθημερινά, από τις 11 Φεβρουαρίου, αντίσκηνο για την συλλογή υπογραφών διαμαρτυρίας έξω από την “τουρκική πρεσβεία” στην κατεχόμενη Λευκωσία, με κύριο σύνθημα: θέλουμε να είμαστε κύριοι του εαυτού μας».
Να λοιπόν, που αποκτούν ξανά αξία τα λόγια του Όσκαρ Καμιλιόν, εκείνου του συνετού, Αργεντινού βοηθού του γ.γ. του ΟΗΕ, που έβλεπε ότι λαός εφησυχασμένος, λαός μπουκωμένος, λαός που οι φοιτητές του, 10 χρόνια τώρα που λειτουργεί το Πανεπιστήμιο Κύπρου στην ελεύθερη Λευκωσία, δεν έχουν κάνει ούτε μία απλή διαμαρτυρίας για οποιονδήποτε λόγο, λαός που, μαζί και με τους πλείστους πολιτικούς του, δεξιούς, αριστερούς, κεντρώους, ευρωπαϊστές και πράσινους, δεν έχει πάρει χαμπάρι αυτές τις μέρες τι γίνεται στα κατεχόμενα και ασχολείται μόνο με το πώς θα μασκαρευτεί στο Καρναβάλι της Λεμεσού, λαός τέτοιος, λοιπόν, έχει μπροστά του πολύ σκοτάδι ακόμα…
ΥΓ1: Το άρθρο μου αυτό δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα www.aixmi.gr, με τον τίτλο "Λαός που ασχολείται μόνο με το καρναβάλι, τι περιμένει;"
ΥΓ2: Επειδή δέχτηκα ήδη πολλά σχολια για το άρθρο, διευκρινίζω εδώ ότι ΔΕΝ προτρέπω κανέναν σε ξεσηκωμό. ΔΕΝ λέω να γίνουμε Παλαιστίνιοι ή Αιγύπτιοι ή Λύβιοι. Λέω, απλώς, ότι είναι ανάγκη να ξυπνήσουμε προτού μας πάρει ο ύπνος ολότελα!