Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου συναντήθηκα με την συνθέτρια Ελένη Καραίνδρου στο διάμέρισμά της στο Μέτς, μια-δυο μέρες πριν από τις δύο συναυλίες που έδωσε στο Μέγαρο Μουσικης με έργα που έχει συνθέσει για το θέατρο.
Πίναμε πράσινο τσάι, και μιλούσαμε. Στιγμές-στιγμές, κοιτούσαμε έξω, και σιωπούσαμε. Έχει πόνο η σιωπή, όταν προκαλείται από ασχήμια.
Ηταν μέρες που ο ταχυδρόμος κτυπούσε πολλές φορές, και παρέδιδε δέματα με βόμβες. Στο πιάνο, η κ. Καραίνδρου δοκίμαζε δύο από τα κομμάτια που θα έπαιζε στο Μέγαρο – λές και της τα επέβαλαν οι καταστάσεις.
Το ένα ήταν ένα ρέκβιεμ που έγραψε για τον Ουίλι Λόμαν, από τον «Θάνατο του Εμποράκου» του Άρθουρ Μίλλερ. Και το άλλο ηταν οι «κλειστοί Δρόμοι». Η εικόνα, ακριβως, της σημερινής Ελλάδας, της σημερινής Αθήνας.
Είπαμε για την μεγάλη εκείνη μερίδα ανθρωπων που καταχράστηκε και λεηλάτησε την πατρίδα. Και συμφωνήσαμε ότι, πραγματικά, «αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι Ελληνες». Όχι πως είναι ξένοι, που τάχα θέλουν το κακό μας. Όχι, αυτά είναι σενάρια αρρωστημένης ελληνικής φαντασίας. Αλλά Ελληνες, όπως αισθανόμαστε εμείς αυτόν τον τίτλο, σίγουρα δεν είναι. Εάν αναγκαζόμασταν να τους δώσουμε, ντε και καλά, μιάν «υπηκοότητα», ένα στίγμα, ανεπιφύλακτα θα τους ονομάζαμε «υποταγμένους στην άκριτη λατρεία του χρήματος».
Υπάρχει, όμως, και μία άλλη κατηγορία Ελλήνων, που επίσης έχουν κάνει ανυπολόγιστη ζημιά στον τόπο, όχι τόσο εξαιτίας της υποταγης στο χρήμα, αλλά περισσότερο λόγω της «συνδικαλιστικής απάθειάς» τους, και της δημοσιουπαλληλικής νοοτροπίας τους, που τους εμποδίζει να κάνουν μια δουλειά σωστά.
Στο όνομα δε, αυτής της νοσηρής νοοτροπίας, χάθηκαν πλούτη για τον τόπο μας, πολλαπλάσιας αξίας από εκείνα που άρπαξαν τα λιγούρια του χρήματος.
Να μια ιστορία πολύ χαρακτηριστική, όπως ακριβώς μου την διηγήθηκε η κ. Καραίνδρου:
«Εγώ, επειδή στην πολυτάραχη ζωή μου, έχω σπουδάσει εκτός από αρχαιολογία, πιάνο, κλπ, κλπ, στο Παρίσι, σε δύσκολες και περίεργες εποχές, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να πάρω κάποια υποτροφία και να βγάλω μερικά χρήματα γιατί είχα και ένα παιδάκι μαζί μου, και πράγματι βρήκα μία υποτροφία και σπούδασα εθνομουσικολογία. Αυτή η σπουδή, πράγματι μου έδωσε πολλά. Μου άνοιξε παράθυρα, ορίζοντες. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, είδα με άλλο μάτι την μουσική, την δικιά μας, της παράδοσής μας. Κι άρχισα να την ψάχνω. Δηλαδή, παράλληλα με την δική μου συνθετική δουλειά, ανακάλυψα ότι ήταν ένα τρομακτικό χρέος για μένα, σαν Ελληνίδα, και σαν μουσικό, ναβρω όλα εκείνα που έχουμε μέσα στο DNA μας.
Είχε πάθος και με το ρεμπέτικο, και ήρθε στην Ελλάδα, τότε, για να βρει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τα κατάφερε. Πήγε σπίτι του, όπου μιλούσαμε πολύ, και έκανε βεβαίως πολλές μέρες ηχογραφήσεις εκεί. Είχε βρει, επίσης, την Σωτηρία Μπέλλου, και άλλους που την ενδιέφεραν. Όλες τις διηγήσεις τους, αλλά και όλες τις ζωντανές και σπάνιες ηχογραφήσεις τραγουδιών, τις κατέθεσε η κ. Καραίνδρου στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης στο Παρίσι.
«Τά’χω δώσει και εδώ, αλλά τα πετάξανε. Εκεί πέρα τα κρατάνε!».
Με σόκαραν τα λόγια της. Αν και δεν θάπρεπε πια. Της ζήτησα να μου μιλήσει κι άλλο γι’ αυτό.
«Λοιπόν, έκανα μια έρευνα πολύ μεγάλη στο πανεπιστήμιο, στη Γαλλία, σε σχέση με την δημοτική μας παράδοση, το ρεμπέτικο, τη σχέση που υπήρχαν ανάμεσα σε κλίμακες, τρόπους, δρόμους, και όλ’ αυτά. Κι όταν ήρθα εδώ, με όλα τα εφόδια που είχα, άρχισα να το ψάχνω πραγματικά και να ανακαλύπτω θησαυρούς. Αυτό, το είχα συζητήσει με τον Μάνο Χατζιδάκι, που ειχε ανακαλύψει ότι είχα κάνει και μία δήλωση πάνω σ’ αυτό, και μου ζήτησε να πάω και στο Τρίτο Πρόγραμμα, στην ΕΡΤ. Δεν είχα ως τότε καμία σχέση, άλλη από εκείνην της ακροάτριας, με το ραδιόφωνο, αλλά το είδα και ως εξής: Μιας καί θα είμαι εκεί πέρα, και μιας και ο Μάνος πιστευει πραγματικά σ’ αυτό που θα κάνω, να χρησιμοποιήσω τα μέσα που μου δίνονται, να κάνω τρομερές ηχογραφήσεις, να φέρω μεγάλους μουσικός, όπως είναι ο Τάσος Χαλκιάς, ο Νίκος Στεφανίδης, κλπ, να γράψω, να ξαναγράψω, να κάνω παρατηρήσεις, να κρατώ σημειώσεις, να κάνω έρευνες. Και πράγματι τα έκανα όλα αυτά, και αισθάνθηκα πως, νόμισα πως, έκανα ένα έργο ζωής. Νόμισα, χμ. (Και χαμογελάει πικρά). Νόμισα, γιατί όλα όσα κάναμε τότε, σ’ αυτήν την σειρά εκπομπών στο Τρίτο, σβηστήκανε όλα!»
Ετσι απλά. Κάποιος άσχετος εκεί μέσα. Κάποιος γραφειοκρατικός μηχανισμός ανίκητοις. Πάτησαν ένα κουμπί και σβητήκανε όλα. Όπως σβήνονται τα περισσότερα από τα σπουδαία πράγματα που έγιναν και γίνονται ακόμα στον τόπο μας, ενώ μένουν, ως επί το πλείστον, όσα κατάφεραν να διασώσουν κάποιοι ρομαντικοί ήρωες της Τέχνης και της Ιστορίας, αλλά και όσα απλώς χαρακτηρίζονται ως ευτελή και ασήμαντα.
Ρωτησα την κ. Καραίνδρου γιατί δεν κράτησε εκείνη αντίγραφα; «Δεν ειχα χρήματα τότε για να κρατησω αντιγραφα αυτών των σπάνιων και εξαιρετικών ηχογραφήσεων που κάναμε».
Ισως ντρεπόταν η γυναικα να μου πεί ότι δεν τα αντέγραψε γιατι δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό της η σκέψη ότι κάποιος θα τά έσβηνε!...
«Στενοχωριέμαι πολύ», συμπλήρωσε λίγο μετα, «που βλέπω ότι δεν υπάρχει υπευθυνότητα. Δηλαδή, στην Ελλάδα λίγοι άνθρωποι είναι αυτοί που συνειδητοποιούν τι σημαίνει Ιστορία αυτού του τόπου».
Τι άλλο να πεί κάποιος; Ας συνασπιστούμε κι άς φτιάξουμε άλλο κρατος, με αυτούς τους λίγους, κι ας αρχίσουμε πάλι από την αρχή…
No comments:
Post a Comment