Του
Λευτέρη Κουσούλη
(Πολιτικού Επιστήμονα)
Με το όνειρο για μια βόλτα με το κόκκινο καΐκι στη θάλασσα – την ήρεμη ή την φουρτουνιασμένη – βρέθηκα το περασμένο Σαββατοκύριακο στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, στη νότια Λακωνία. Ελίκα. Λίγο πριν ο Πάρνωνας συναντήσει το Αιγαίο. Μπροστά μας το Λαφονήσι. Πιο κάτω τα Κύθηρα. Απέναντι η Μάνη. Στο βάθος η Αφρική. Από μικρός τον τόπο μου τον ένοιωθα σαν τόπο του αιώνιου καλοκαιριού. Ακόμη και τον χειμώνα, όταν ο ήλιος χανόταν, έμοιαζε να βιάζεται να βγει και να ξαναβγεί. Να μας φωτίσει, να μας ζεστάνει. Έτσι έζησε και υπήρξε αυτός ο λιτός τόπος. Με το καλοκαίρι δίπλα του. Όταν χρονολογικά πια η εποχή του φύγει και ο ημερολογιακός χειμώνας εμφανισθεί, μια παλιά συνήθεια με οδηγεί να το ψάχνω. Ξέρω ότι το καλοκαίρι είναι εκεί. Πάντα δίπλα μας. Στα απάγκια, στα ανθισμένα ρέματα και στα ξεχασμένα περιβόλια. Στα ξεχασμένα περιβόλια ό,τι ζωντανό επιβιώνει από τη θερινή επιμέλεια δεν είναι απομεινάρι του χρόνου, αλλά η ζωντανή πνοή του αιώνιου καλοκαιριού. Ντομάτες, πεπόνια, σύκα, φραγκόσυκα. Σαν καλοκαίρι. Έτσι, το περασμένο Σαββατοκύριακο δεν ένοιωσα έκπληξη όταν εκεί, λίγο πριν την ακτή, στην αυλή του θείου Ηλία, που βλέπει τους γκρίζους παραθαλάσσιους βράχους του Παναρίτη, η φραγκοσυκιά που γευόταν η γιαγιά η Φωτεινή και ο παππούς ο Παναγιώτης, στεκόταν εκεί κατάφορτη με τα ροδοκόκκινα φραγκόσυκα, τα ώριμα, τα έτοιμα. Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2011, έμοιαζε σαν πρωτότυπο αυτοσχέδιο χριστουγεννιάτικο δέντρο, λυγισμένη στο έδαφος, ακουμπισμένη στο χώμα. Μάζεψα εύκολα τους καρπούς της. Ο ήλιος κρύφτηκε για λίγο και σιγά - σιγά η βουή της θάλασσας δυνάμωνε, καθώς έπεφτε πια το πρόωρο χειμωνιάτικο σκοτάδι. Στο τζάκι το βράδυ, με άφθονα τα λιόξυλα να καίνε μουσικά, η απόλαυση από τα φραγκόσυκα είχε κάτι από τη μαγεία κάθε αιώνιου καλοκαιριού. Καλά Χριστούγεννα.
No comments:
Post a Comment