Monday, November 22, 2010

ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ (ΤΑ) ΠΑΝΤΑ

Ο Σαϊπούλ από το Μπαγκλαντές, ιμάμης στην πατρίδα του, ψιλικατζής σήμερα στη Μιχαήλ Βόδα. Είκοσι πέντε χρόνια στην Ελλάδα, τα «έχει δει όλα», αλλά όχι την Ακρόπολη, ούτε τηλεόραση, ούτε φαγητό σε εστιατόριο. Ζει, και αυτός, κλεισμένος στον βαθύ φόβο του.

Ο 46 χρόνων Σαϊπούλ πίσω από τον πάγκο στο ψιλικατζίδικό του μας εξιστορεί καθημερινές ιστορίες βίας στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα.

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ της μετανάστευσης δεν είναι χαραγμένοι σε κανέναν χάρτη. Ο Μαζουμντέρ Σαϊπούλ Ισλάμ, 46 χρόνων σήμερα, ήθελε μόνο να φύγει από την πατρίδα του. Με τουριστική βίζα από την ελληνική πρεσβεία στο Μπαγκλαντές, ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι με προορισμό τη Συρία. Καλά, εμείς, ως Ελλάδα -θα σκεφτεί κάποιος- πώς εμπλεκόμαστε σ' αυτό το ταξίδι; Εύκολα! «Στη χώρα μου», λέει ο ίδιος, «όποιος ήθελε να φύγει, για όποιον προορισμό, στη δική σας πρεσβεία απευθυνόταν».
Ετσι λοιπόν, με στάμπα ελληνική στο πασαπόρτι του, ο κ. Σαϊπούλ («μ' αυτό, το μεσαίο μου όνομα, να με αποκαλείτε» μας προτρέπει) βρέθηκε στη Συρία. Δεν του 'κατσε όμως η Δαμασκός, και μ' έναν συμπατριώτη του βρέθηκε σε καράβι για την -γιατί όχι, αφού είχαν και τη βίζα;- Ελλάδα. Ξεμπάρκαραν στον Βόλο. Μπήκαν σε ταξί και είπαν στον οδηγό «Ατένα». Εκείνος, νύχτα προχωρημένη, τους άδειασε στον Σταθμό Λαρίσης. Αν ήμουν σκηνοθέτης, εκείνη τη στιγμή της αποβίβασης από το ταξί, θα έβαζα από το ραδιόφωνο ν' ακούγεται το «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα». Ετσι, άλλωστε, δεν αρχίζει η ιστορία κάθε μετανάστη στον κόσμο;..
Συναντώ τον κ. Σαϊπούλ στο ψιλικατζίδικό του στην οδό Μιχαήλ Βόδα, περιοχή Αγίου Παντελεήμονα, μεγάλη η χάρη του, ιδίως τον τελευταίο καιρό. Μαγαζάκι μια σταλιά -πράγματι «δύο επί τρία». Χωράει όμως τον κόσμο όλον. Μιάμιση ώρα μείναμ' εκεί, και κάθε πελάτης που έμπαινε ν' αγοράσει κάτι είχε τη δική του ιστορία. «Ο κύριος Γιώργος. Εργένης, σιωπηλός άνθρωπος. Μιλάει λίγο, αλλά είναι σοφός. Μόνο από μένα αγοράζει τσιγάρα. Πέρυσι που έλειψα έναν χρόνο, γιατί είχα αρρωστήσει βαριά με την καρδιά μου και γύρισα στο Μπαγκλαντές να με φροντίζει η οικογένεια, αυτός δεν κάπνισε μέχρι που γύρισα».
Τον βρήκα τυχαία, γυρεύοντας το υπόγειο τζαμί της γειτονιάς. Ενας κύριος μεσόκοπος, από την Αλβανία, μου είπε ότι είναι κλειστό τέτοια ώρα και προσφέρθηκε να με πάει «σε έναν από τους ιμάμηδές μας, που έχει μαγαζάκι εδώ πιο κάτω».
Πίσω από τον πάγκο, στριμωγμένος ανάμεσα σε ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, σ' ένα ψυγείο με αναψυκτικά, μπίρες και ρετσίνες, και σε ράφια με ό,τι δεν μπορεί να χωρέσει ο νους του ανθρώπου (από οινόπνευμα, σαμπουάν, φτηνές, ιμιτασιόν κολόνιες εκ... Παρισίων, μέχρι και μπισκότα, βαμβάκια, προφυλακτικά, κάρτες για τηλέφωνα, εισιτήρια για λεωφορεία, κούκλες, σοκολάτες, κονσέρβες και καλσόν), ο μειλίχιος κ. Σαϊπούλ, με το ιερατικό σκουφάκι στο κεφάλι του. «Παπάς ήμουνα στο Μπαγκλαντές. Εδώ, έχουμε τον δικό μας ιμάμη και, άμα δεν μπορεί, τον αντικαθιστώ και εγώ».
Το υπόγειο, σε έναν διπλανό παράδρομο, που στεγάζει το «τζαμί» των μουσουλμάνων της περιοχής, αναφέρεται πλέον από αυτούς ως τόπος μαρτυρίου. «Πέρυσι, την ώρα της προσευχής μας, ήρθαν πάλι. Εβαλαν λουκέτο απ' έξω, μας σφράγισαν μέσα, ρίξανε πετρέλαιο από τα σπασμένα τζάμια και βάλανε φωτιά, να μας κάψουν. Τέσσερις πήραμε στο νοσοκομείο. Από θαύμα δεν είχαμε νεκρούς. Τα ξέρει η αστυνομία αυτά, μη με ρωτάτε εμένα». Ποιοι ήταν αυτοί που «ήρθαν πάλι»; τον ρωτώ. «Τους γνωρίζετε» μου απαντά αφοπλιστικά.
Εχει μια βαθιά γλύκα το πρόσωπό του. Σύμμεικτη, όμως, και με μια εμφανή μελαγχολία. Μου διηγείται πώς, πριν από μερικές μέρες, ένα νέο παιδί από το Πακιστάν δέχτηκε επίθεση «από αυτούς που όλοι γνωρίζετε». «Τρεκλίζοντας ήρθε το παιδί στο μαγαζί μου, με τη μύτη σπασμένη και το αίμα να τρέχει ποτάμι. "Μπάι φανί", μου φώναξε, που σημαίνει "αδερφέ, νερό", και έχασε τις αισθήσεις του. Ενα άλλο παιδί, ανιψιός μου, 8 η ώρα το βράδυ πριν από περίπου πέντε μέρες, ήταν εδώ παρακάτω, στην οδό Παρρασίου, όταν του επιτέθηκαν. Ελληνες ήταν; Αλβανοί ήταν; Δεν ξέρω. Δεκαπέντε τον βαράγανε, μου 'πε. Ηρθε αστυνομία, του πήρανε κατάθεση, τον πήγανε και στο νοσοκομείο...»
Καθημερινές ιστορίες, συνηθισμένες. «Αυτό είναι το χειρότερο», λέει ο κ. Σαϊπούλ, «ότι μάθαμε να τις συνηθίζουμε». Και όμως, οι πρώτες του εικόνες, οι πρώτες του εντυπώσεις, από την Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετικές.
«Ημουν 20 χρόνων παιδί. Είχα φύγει από τη φτώχεια και την αθλιότητα και είχα έρθει σε μια χώρα που θαυμάζαμε την ιστορία της. Δέκα χρόνια δούλευα στα πορτοκάλια, στο Αργος. Παράνομος, ναι, αλλά, από το '99 που πήρα την κάρτα, ήρθα στην Αθήνα και άνοιξα αυτό εδώ το μαγαζάκι». Λεφτά έβγαλε, και βγάζει. Τόσα, που ούτε να τα ονειρευτεί δεν μπορούσε στο Μπαγκλαντές. Με αυτά έκτισε σπίτι, δικό του και των γονιών. Βοήθησε αδέρφια, ξαδέρφια και άλλους συγγενείς. «Allah u akbar». «Μεγάλος είναι ο Αλλάχ».
Τον ρωτάω αν έχει πάει στην Ακρόπολη. «Οχι». Αν έχει κατέβει στη θάλασσα, μια βόλτα. «Οχι». Αν έχει φάει σε ένα εστιατόριο. «Οχι, μόνο σε σπίτια». Αν έχει περπατήσει στην Πάρνηθα, στον Υμηττό, στην Πεντέλη. «Οχι». Αν παρακολουθεί τηλεόραση. «Οχι». Αν του αρέσει κάποιος ηθοποιός ή τραγουδιστής μας. Αν συμπαθεί κάποια ποδοσφαιρική μας ομάδα. «Οχι» σε όλα.
Τα ελληνικά του είναι καλά. Δάσκαλοί του ήταν τα πρώτα του αφεντικά, στα πορτοκάλια, και τώρα οι έλληνες πελάτες του. Ζυγίζει προσεκτικά τις λέξεις. Σκέφτεται πολύ τι θα σου πει, μην του ξεφύγει κάτι και παρεξηγηθεί. Είναι, προφανώς, ένας πολύ φοβισμένος άνθρωπος. Δεν του αρέσουν του κ. Σαϊπούλ οι φασαρίες. «Υπάρχει χώρος για να ζήσουμε όλοι μαζί και ειρηνικά» λέει. Ταυτόχρονα, όμως, παραδέχεται ότι «τελευταία ήρθαν πάρα πολλοί από το Αφγανιστάν, δουλειά δεν υπάρχει, ζούνε πολλοί σε ένα σπίτι, είναι φυσικό που αναστατώθηκαν οι Ελληνες».
Τέσσερις φορές τον ληστέψανε στο μαγαζί. Τις δύο φορές, οι δράστες ήταν ξένοι. Τον χτύπησαν κιόλας, τη μία φορά πολύ. Κατέληξε και αυτός στο νοσοκομείο, όπου τον μετέφεραν, λέει, έλληνες πελάτες του, που τον αγαπούν και τον νοιάζονται. «Ζω με τον φόβο καθημερινά. Εδώ και λίγους μήνες, ήρθαν από το Μπαγκλαντές η γυναίκα μου με τα τέσσερά μας παιδιά, δύο αγόρια, δύο κορίτσια».
Πώς τους φαίνεται η ζωή εδώ; «Σπάνια βγαίνουν από το διαμέρισμα. Πού να πάνε;» Σχολείο; «Δεν υπάρχει. Τους μαθαίνω εγώ». Γιατί μένετε εδώ; «Γιατί στην πατρίδα μας είμαστε πολύ φτωχοί». Και εδώ, καθόλου ασφαλείς. Δεν είναι προτιμότερη η ανεμελιά της φτώχειας, παρά ο φόβος που ζείτε τώρα; Στην τελευταία ερώτηση δεν απαντά. Ζυγίζει πάλι τη σκέψη και τα λόγια του: «Δεν έχετε ιδέα πόσο τρομακτική είναι η φτώχεια, κύριε».

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε σημερα, 21.11, στη σελίδα "ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΡΓΑ & ΗΜΕΡΕΣ" της "Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας". Η φωτογραφία είναι του Πάνου Πετρόπουλου.

2 comments:

  1. Syntaraktiko to keimeno - idios i telftea frasi mou karfothike mesa sto myalo.

    ReplyDelete

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...