Ο Ασερ Μπρίνι εμπέδωσε, με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι στη χώρα μας είναι «νορμάλ» να χρωστάει το Δημόσιο στον επιχειρηματία, αλλά έγκλημα ασυγχώρητο να συμβαίνει το αντίστροφο
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ που η κουλτούρα του (άλλοι το λένε και DNA) δεν του επέτρεπε ούτε καν να σκεφτεί να «λαδώσει» για να γίνει η δουλειά του. Χμ!... Με κοιτάει αποσβολωμένος όταν του λέω, έχοντας ακούσει τη θλιβερή ιστορία του, ότι ίσως γι' αυτό να έφτασε ως το χείλος του γκρεμού.
Ντρέπεται ακόμα και να προφέρει τη λέξη «λάδωμα», την τόσο οικεία και προσφιλή στον τόπο μας. Δεν έχασε μόνο δουλειές. Εχασε χρόνια πολλά από τη ζωή του και κέρδισε ρυτίδες πρόωρες. Το σύστημα εδώ, άμα δεν το ταΐσεις, σε τρώει. Ο Ασερ Μπρίνι, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Νορβηγία, είναι μόλις 58 ετών. Πολύ μικρός για να βρεθεί στα έγκατα της απελπισίας και να κατρακυλήσει προς την καταστροφή. Εκεί, τον συναντάμε εμείς σήμερα. Ευτυχώς, ακόμα «ζωντανό»...
Γνωρίζουμε ότι το Δημόσιο δεν είναι συνεπές προς εκείνους στους οποίους χρωστάει. Απαιτεί, όμως, συνέπεια απ' όσους του οφείλουν. Κάνει μήνες να πληρώσει τον έμπορο, τον βιομήχανο, τον επιχειρηματία, τον ελεύθερο επαγγελματία που του προσφέρουν προϊόν, έργο, υπηρεσία. Τον ΦΠΑ, το εισπράττει όμως -από όσους μπορούν να τον δώσουν. Κάποια στιγμή, όταν οι δουλειές στραβώνουν, όπως συνέβη στην περίπτωση του Ασερ Μπρίνι, αρχίζουν οι καθυστερήσεις στην καταβολή των οφειλών προς το κράτος, συσσωρεύονται τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις, και αναπόφευκτα πολλοί άνθρωποι οδηγούνται σε απόγνωση.
Ο κ. Μπρίνι είναι ένας από αυτούς. Χωρίς να έχει ακόμα πληρωθεί από το Δημόσιο, έφτασε να οφείλει περί τα 200.000 ευρώ. Με τους τόκους που του έριξαν επί της οφειλής αυτής, το χρέος εκτινάχθηκε στα 600.000 ευρώ! «Σε ποιο πολιτισμένο κράτος του κόσμου μπορούν να σου επιβάλουν τέτοια πρόστιμα; Το Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος οφειλέτης. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να του ζητήσω τόκους γι' αυτά που μου χρωστάει;»
Και πού δεν έχει απευθυνθεί για να βρει μια απάντηση, μια στάλα δίκιου; Ως και στο γραφείο του πρωθυπουργού έστειλε επιστολή. Σού λέει, «θα με καταλάβει ο Παπανδρέου, έχει ζήσει στη Σκανδιναβία, θα ξέρει...» Το e-mail του προωθήθηκε στη Διεύθυνση Είσπραξης του υπουργείου Οικονομικών «προς περαιτέρω αξιολόγηση». Η απάντηση ήρθε μετά από λίγες μέρες και ήταν «μία από τα ίδια». Δέχτηκαν να γίνει ρύθμιση του χρέους αλλά όχι να κοπούν, ούτε καν να μειωθούν, τα εξοντωτικά πρόστιμα. Προσφέρθηκε να τους εξοφλήσει όλο το αρχικό χρέος των 200.000 ευρώ σε 5 χρόνια, καταβάλλοντας 40.000 τον χρόνο. Δέχτηκε να του γίνει και μία λογική επιβάρυνση. «Αλλά όχι 60%. Πού ζούμε, ρε παιδιά;» Πάλι είπαν «όχι». Και μάλιστα με εκείνον τον γνώριμο τρόπο που είναι σαν να σου λένε «κόψε το κεφάλι σου».
Ο κ. Μπρύνι, αφού πέρασε ένα μεγάλο διάστημα «μαύρης κατάθλιψης», τώρα ξαναστάθηκε στα πόδια του, άνοιξε μια καινούρια δουλειά, άρχισε να βγάζει κέρδη και είναι αποφασισμένος να πολεμήσει. Εχει ήδη στείλει γράμματα στην εδώ νορβηγική πρεσβεία, στο Ευρωκοινοβούλιο, στις σημαντικότερες ξένες εφημερίδες. Θα προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και θα προτρέπει, λέει, τους συμπατριώτες του και κάθε Ευρωπαίο που σκέφτεται να επενδύσει χρήματα για δουλειές στην Ελλάδα «να μην το κάνουν».
Σπούδασε κοινωνιολογία και εργάστηκε ως γενικός γραμματέας ενός φιλειρηνικού κινήματος εναντίον των πυρηνικών όπλων, ως δημοσιογράφος σε πολιτικές εφημερίδες και ως κοινωνικός λειτουργός σε κέντρα απεξάρτησης. Ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο αναζητώντας περιπέτειες που θα τον έκαναν «πιο πλούσιο σε γνώσεις και αισθήματα». Τα μέρη που θυμάται ως τα πιο σημαντικά είναι ο Αμαζόνιος, η Καππαδοκία και η Σαμοθράκη. Εκεί, φίλεψε με παρέα ελλήνων φοιτητών. Μέσω αυτών γνώρισε και τη γυναίκα της ζωής του. Τη γυναίκα που «τον έφερε» εδώ το 1986 για μόνιμη εγκατάσταση, του χάρισε έναν καταπληκτικό γιο και τον έκανε να λατρέψει την Ελλάδα.
Ηρθε με όνειρα. Επένδυσε χρήματα και άνοιξε μια επιχείρηση εισάγοντας υλικά για επαγγελματίες ζωγράφους, αγιογράφους, για συντήρηση έργων τέχνης και αναστήλωση μνημείων. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά. Σχεδόν αποκλειστικός του πελάτης ήταν το Δημόσιο, ιδιαίτερα το υπουργείο Πολιτισμού. Δικά του υλικά, λέει, χρησιμοποιήθηκαν και στα Ιδρύματα Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις αρχές του 2004, με την αλλαγή κυβέρνησης, «και χωρίς προειδοποίηση, το Δημόσιο έπαψε να παραγγέλλει υλικά από μένα». Ετσι, ξαφνικά, έχασε το 70% του τζίρου του και, φυσικά, έπαθε «τεράστια οικονομική ζημιά».
«Κάποιους μήνες αργότερα, έμαθα πως ο τότε γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού είχε στείλει εγκύκλιο προς τις Εφορίες Αρχαιοτήτων με την εντολή εφεξής να μην προμηθεύονται τίποτα από μένα, αλλά μόνο από δύο άλλους, που τους κατονόμαζε κιόλας, άγνωστους ως τότε στον χώρο» λέει ο κ. Μπρύνι. Εκανε λάθος, συμπληρώνει, που, τον Ιούνιο του 2004, όταν ένας υπάλληλος στην Εφορία Αρχαιοτήτων στην Ακρόπολη (Α' ΕΤΚΑ) του έδειξε το περιεχόμενο της εγκυκλίου, δεν σκέφτηκε να ζητήσει μια φωτοτυπία. Ηταν, λέει, «πολύ σοκαρισμένος με αυτό που έβλεπα μπροστά μου».
Για την Ελλάδα, αισθάνεται ακόμα «απέραντη αγάπη και ζεστασιά». Τον έχει παγώσει, όμως, το πολιτικό σύστημα, που πλέον απεχθάνεται. Μιλάει για μια χώρα που «λειτουργεί σαν παλιό κομμουνιστικό καθεστώς», περιγράφοντάς την ως εξής: «Μεσάζοντες, νόμοι, φακελάκια, άνθρωποι που αντί να σε βοηθούν σε μπερδεύουν, σε ξεγελούν, σε μεταχειρίζονται, σε κλέβουν».
Είναι φορές που μαύρες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του. «Εχετε ακούσει να έχει αυτοκτονήσει ποτέ δημόσιος υπάλληλος; Σας πληροφορώ, κύριε Μιχαηλίδη, ότι οι έμποροι πέφτουν σαν τις μύγες και δεν το μαθαίνουν παρά μόνο ελάχιστοι. Ποιος νοιάζεται τους χιλιάδες εμπόρους που είναι σε απόγνωση; Που υποφέρουν σιωπηλά, και δεν βγαίνουν έξω να μιλήσουν; Γιατί ντρέπονται να ακούσουν άλλοι ότι χρωστάνε ή ότι δεν μπόρεσαν να πληρώσουν κάποιες οφειλές τους».
Σιωπούσε και αυτός έως τώρα. Είχε παιδί στο σχολείο, που τον καμάρωνε και δεν ήθελε να το στενοχωρήσει. Εχει γυναίκα που τον καμάρωνε και δεν ήθελε να την απογοητεύσει. Τα χρόνια της σκληρής σιωπής ήταν τα χειρότερα της ζωής του. Πάλεψε ατέλειωτα με τον εαυτό του σε εκείνους τους, γνώριμους σε τόσο πολλούς ανθρώπους, «θαλάμους της κατάθλιψης». Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Μαύρες, άσχημες σκέψεις. Χίλιες τύψεις τον βασάνιζαν. «Γιατί δεν έκανα και εγώ εικονικά τιμολόγια, όπως κάνουν τόσοι; Θα είχα καθαρίσει τώρα. Γιατί δεν λάδωσα όσους γνώρισα με χέρι απλωμένο; Θα είχα ακόμα τη δουλειά μου». Κάποιος, είναι αλήθεια, πρέπει να ανοίξει κάποτε αυτό το «κουτί της απόγνωσης των εμπόρων» και να δει τι έχει μέσα..
ΥΓ.: Το θέμα δημοσιεύτηκε στη σελίδα "Ανθρωπων Εργα & Ημερες" στην "Κυρακάτικη Ελευθεροτυπία" της 14ης Νοεμβρίου 2010.
No comments:
Post a Comment