ΑΥΤΗ που ακόμα έχει ανοικτή
τις πόρτες της. Η Κύπρος του «κοπιάστε», το «τι να σου φέρω;» και του «έλα να
φάμε».
ΤΟ «καλό» στο τέλος ή στην
αρχή μιας πρότασης. «Καλό, άσ’ το σε μένα, θα το τακτοποιήσω». «Να έρτεις,
καλό».
ΟΙ λέξεις της που ακόμα
αντέχουν. Η όρνιθα. Το άλας. Το δείλης. Η λυχναφής ώρα. Η πρόταξη του «αγαπώ»
πριν από το «σε». Τα υποκοριστικά εις «ούδι».
ΤΗΝ εποχή που βάζει τα
πράσινά της. Από Νοέμβρη, ας πούμε, ως τον Απρίλη-Μάη που θα την ξεράνει ο
λίβας.
ΟΙ σιωπηλοί άνθρωποι της
προχωρημένης ηλικίας. Ο στοχασμός τους, που πόσο θάθελα να μου επέτρεπαν σε
αυτόν μιαν ελαχίστη, έστω, πρόσβαση.
Ο,ΤΙ σου φέρνει η θάλασσά
της, εκτός από επιδρομείς και απόβλητα.
ΤΟ αρκατένο παξιμάδι. Το
αιγινό χαλούμι. Ο δυόσμος (ή καλύτερα, «θκυόσμης»!). Η τσακκιστή ελιά με
γενναιόδωρη συνοδεία σκόρδου. Το ροδόσταγμα. Το πλιγούρι. Ο κόλιαντρος (φρέσκος
και αποξηραμένος).
ΕΚΕΙΝΟ το χαμόγελο της
καρτερικότητας. Που ξέρεις ότι μπορεί να έχει και πόνο μέσα του, που κρύβει
ίσως και μια μελαγχολία, αλλά υπερτερεί. Και διδάσκει.
ΤΟ κοντομάνικο πουκάμισο, με
τσέπη και ένα στυλό (μια πέννα) πιασμένη εκεί. Έτοιμη, θαρρείς, να σημειώσει.
Να καταγράψει. Ίσως και να διηγηθεί.
ΟΙ ιστορίες που διηγούνται οι
άνθρωποι που ξέρεις ότι τις έχουν ζήσει πραγματικά.
ΑΛΛΑ και εκείνες, πάλι, που
καλλιεργούνται μέσα στον ενθουσιασμό μιας φαντασίας ή στην υπέροχη δίνη μιας
μέθης.
Η Κύπρος των σχολείων που
συμπληρώνουν τη γειτονιά. Όπως η εκκλησία. Το περίπτερο. Το σουβλατζίδικο. Ο
καφενές. Το δημαρχείο.
Ο «πιστοποιών υπάλληλος». Ο
θεσμικός παράγοντας που ξέρεις ότι είναι εκεί, χωρίς να χρειάζεται ο ίδιος να
σου φωνάζει «να’μαι». Η ενδυμασία των δικηγόρων στα δικαστήρια.
Η κίτρινη πέτρα. Τα
χαρουπόνδεντρα. Οι σιηνιές. Οι πικροδάφνες.
ΟΙ αντιναχτές πατάτες. Η
Κουμανταρία. Οι σπιτικές ραβιόλες. Η σούπα αυγολέμονη. Η φλαούνα.
ΟΙ παρέες που συζητούν
φωναχτά. Το «ρεεε!», που κυριαρχεί σε αυτές τις συζητήσεις, όχι ως … αγένεια,
αλλά μόνο ως ενθουσιασμός.
ΟΙ κουβέντες που μένουν
ανολοκλήρωτες. Διότι κάποιος άλλος παίρνει «αυθαίρετα» την σκυτάλη, και
συνεχίζει εκείνος. Ετσι που να μένει στο τέλος κάτι σαν «ατέλειωτη συμφωνία»
για υπέροχα θορυβώδη όργανα.
Η Κύπρος που χρειάστηκε να
περάσουν χρόνια ως επισκέπτης και προσωρινός κάτοικός της για να καταλάβω ότι δεν
μπορεί (και γιατί, τάχα, να πρέπει;) να είναι χαμηλόφωνη.
Η λαλιά που εύκολα ακούγεται
και σαν τραγούδι. Η κραυγή – κάποτε ενθουσιασμός, κάποτε μοιρολόϊ.
Η αθώα και ακίνδυνη
ψευτομαγκιά του Κυπραίου – στ’ αλήθεια την λατρεύω! Μου θυμίζει πολύ τον Χατζηχρήστο
που όλο έλεγε «θα σε δείρω ρε», και όλο τραβιόταν προς τα πίσω.
Το σχήμα της! Ο χάρτης του
νησιού. Για μένα, το ωραιότερο «ανάγλυφο» χώρας σε όλο τον κόσμο. Άλλοι το λένε
φύλλο. Άλλοι λυχνάρι. Κι άλλοι σκαρί αγκυροβολημένο στην άκρα μιας θάλασσας,
ποτέ αδιάφορης!
Η εξωστρεφής Κύπρος. Που δεν
κλείνεται μέσα στους φόβους και τις ανασφάλειές της. Τόπα και στην αρχή: εκείνη
που έχει μάθει να κοιμάται με τις πόρτες ανοιχτές. Κι ας τοχει πληρώσει ακριβά.
(*) Σκόρπιες σκέψεις, ατάκτως
ειρημένες, που ασφαλώς δεν εξαντλούνται εδώ, σήμερα. Όταν τις ξαναμαζέψω, τα
λέμε.
No comments:
Post a Comment