ΔΕΝ έχω ποτέ
γράψει κάτι, για οποιονδήποτε, σε Βιβλίο Συλλυπητηρίων, για τον θάνατό του.
Αυτήν την θλιβερή δυνατότητα μου την παρείχε άλλωστε το επάγγελμά μου,
συμπεριλαμβάνοντας πολλές φορές και τα δικά μου συναισθήματα στις
δημοσιογραφικές μου αναφορές. Όμως χθες, δεν ξέρω ακριβώς πως και γιατί, αλλά βλέποντας
μερικές φωτογραφίες με τους υπουργούς της κυβέρνησης, καθώς και πολιτικούς άλλων κομμάτων να μεταφέρουν γραπτώς
σε ένα βιβλίο τις σκέψεις τους για τον ξαφνικό και τόσο σκληρό για όλους θάνατο
του Τάσου Μητσόπουλου, σκέφτηκα ότι αυτή η μικρή ιεροτελεστία δεν είναι τελικά
μία τυπική υπόθεση, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά μία εξομολόγηση ιστορικού
χαρακτήρα.
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ,
εμπεριέχει έντονα το προσωπικό στοιχείο του καθένα. Το συναίσθημα. Τον πόνο για
την απώλεια. Τον φόβο για την διαχείρισή της. Η «ιστορικότητα», απορρέει
αυτόματα από το «γιατί αισθάνομαι έτσι;». «Γιατί με πονάει τόσο η απώλειά αυτή;».
«Γιατί με φοβίζει η επόμενη μέρα χωρίς εσένα;». Η δική μας «νεκρολογική λογοτεχνία»,
έχει έντονο το στοιχείο της τυπικότητας, ιδίως όταν εκφράζεται από δημόσια
πρόσωπα. Φοβούνται να εκφράσουν ελευθέρα, σε επίσημες δηλώσεις ή και σε αναφορές
σε Βιβλία Συλλυπητηρίων, τα πραγματικά τους συναισθήματα. Τα σκεπάζουν με την
στεγνή πολιτική διάλεκτο, υποβιβάζοντας έτσι (και είναι κρίμα, πραγματικά) τον
εξομολογητικό χαρακτήρα αυτών των πολύ ιδιαίτερων στιγμών γραφής.
ΤΟ Βιβλίο
Συλλυπητηρίων, είναι ένας ιστορικό ντοκουμέντο. Καταγράφει «την στιγμή», το
συναίσθημα, την πρώτη αναδρομή και, βεβαίως, την αμηχανία. Η αξία αυτών των
μικρών κειμένων είναι, ακριβώς, η «στιγμή τους». Η έντονα φορτισμένη «πρώτη
στιγμή» που όμως, μέσα από τα δικά σου λίγα λόγια, διεκδικεί μια θέση
αιωνιότητας. Άρα, αναπόφευκτα, προσέχω τι αφήνω πίσω μου επάνω σ’ εκείνο το
άψυχο χαρτί ώστε, πολλά χρόνια μετά, όταν κάποιος θα τύχει να διαβάσει ίσως
ετούτες τις λίγες γραμμές, θα αποκομίσει κάτι για τον άνθρωπο για τον οποίο τις
έγραψες.
ΑΠ’ όσα
διάβασα για τον Τάσο Μητσόπουλο, και γνωρίζοντάς τον απείρως λιγότερο από όσους
έγραψαν για αυτόν, μου μένει ένα γλυκό απόσταγμα ενός «διαφορετικού πολιτικού»,
που δυστυχώς η ζωή του στέρησε την ευκαιρία να αποδείξει και έμπρακτα ότι
μπορεί αυτή η διαφορετικότητα (του ηθικού, του ταπεινού, του έντιμου, του ευπατρίδη,
κλπ, κλπ) να γίνει κανόνας και όχι εξαίρεση. Είναι ενδιαφέρον, επίσης, ότι
επισήμαναν αυτές τις αρετές άνθρωποι από τον ίδιον με αυτόν χώρο, ωσάν να
παραδέχονται δηλαδή ότι οι πλείστοι δεν τις διαθέτουν!
Η αδυσώπητη
ανθρώπινη μοίρα, από την άλλη, βάζει τελεία εκεί απ’ όπου, στη συνέχεια της
ζωής, μόνο εικασίες μπορείς να κάνεις. Ως τη στιγμή του θανάτου του, 1 και 30
μεσημέρι Σαββάτου 22 Μαρτίου 2014, ο Τάσος Μητσόπουλος ήταν όλα αυτά που
καταγράφει «η στιγμή», όπως αποτυπώνεται στο Βιβλίο Συλλυπητηρίων αλλά κυρίως,
στη ψυχή των δικών του, κοντινών ανθρώπων. Αυτή η «στιγμή», είναι πλέον και η
Ιστορία του. Θα λέμε κάποτε, όσο ζούμε, ότι υπήρχε στον πολιτικό μας κόσμο «και
ένα τέτοιο παιδί». Και πολλοί, ιδίως στις δύσκολες ημέρες, που πάντα θα έρχονται,
θα λέμε «αχ και να ζούσε σήμερα, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα».
ΜΟΝΟ που
αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ούτε κι απάντηση σωστή θα βρούμε, όσο κι αν την
ψάξουμε. Δυστυχώς, δεν δουλεύει έτσι το πράγμα. Η μνήμη, ναι, διαρκεί. Κάποτε
φωτίζει και καθοδηγεί. Το έργο μένει. Αλλά δεν «επαναπραγματώνεται» ο αποθανών!
Δεν γίνεται αυτό που δεν πρόλαβε να γίνει! Κι αυτή είναι η μεγάλη μου
στεναχώρια, σήμερα που αποχαιρετούμε τον Τάσο. Βουβοί, με αυτό το αέναο
παράπονο, τριών μόνο λέξεων, που θα γράφαμε, αν μπορούσαμε, στο Βιβλίο Συλλυπητηρίων:
Γιατί τόσο γρήγορα;
Ο Τάσος Μητσόπουλος, υπουργός Άμυνας της Κύπρου, πέθανε το Σάββατο 22 Μαρτίου 2014 από εκτεταμένη αιμορραγία στον εγκέφαλο (ρήξη ανευρίσματος) και απανωτά καρδιακά επεισόδια. Είχε εισαχθεί εσπευσμένα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας την προηγούμενη μέρα, όταν η ραμματεάς του τον είχε βρεί στο γραφείο του λιπόθυμο, μετα από συνάντηση με τον Ελληνα Πρέσβη, και ενω θα ακολουθούσε και συνάντηση με τον Αμερικανό. Ήταν 49 ετών, παντρεμένος, και αφήνει πίσω του 2 ανήλικα παιδιά.
No comments:
Post a Comment