Η «ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ» της πόλης περνάει φάση μεγάλης μετάλλαξης. Πριν από λίγο καιρό, ήξερες ποιους θα συναντούσες και πού. Σήμερα, ένα κύμα περνάει μέσ' από κτίρια και δρόμους, όπως η θάλασσα που ξεθυμαίνει στα βράχια και εισβάλλει στις κουφάλες. Πλούσιοι και φτωχοί. Αγανακτισμένοι και έκπληκτοι. Βολεμένοι κι ανάστατοι. Αποφασισμένοι, αναποφάσιστοι και φοβισμένοι. Φεύγω από την πλατεία έχοντας ακούσει τις ίδιες ιστορίες από χιλιάδες στόματα. «Η κρίση των φτωχών ανθρώπων». Πάω δίπλα, στην απαστράπτουσα Βουκουρεστίου. Και μπαίνω σ' ένα από τα πιο ιστορικά κοσμηματοπωλεία της πόλης. Εδώ, τι γίνεται άραγε; Πόσα καράτια πιάνει ο σάκος; Αναρωτιέμαι...
Ο Αντώνης Βουράκης του Δημητρίου, γεννηθείς στην Αθήνα το 1946, κοσμηματοπώλης τρίτης γενιάς. Ξεκίνησε ο Γιάννης Βουράκης, ο παππούς. Συνέχισε ο πρωτότοκος γιος του, Αντώνης, «που ήταν κι ο φυσικός μου πατέρας, αλλά πέθανε 15 μέρες αφ' ότου γεννήθηκα».
Δηλώνει «του Δημητρίου» σήμερα, γιατί «είχα την τύχη να με υιοθετήσει ο αδελφός του, ο Δημήτρης, ο οποίος και με μεγάλωσε, και κυριολεκτικά θυσίασε τη ζωή του, παντρευόμενος τη μητέρα μου, και μη κάνοντας άλλα παιδιά».
Μετά τον θάνατο του Αντώνη, λοιπόν, του φυσικού του πατέρα, συνέχισαν την επιχείρηση ο Χρήστος, ο Αγγελος και ο Δημήτρης. Ο Αγγελος ήταν το μυαλό, και κρατούσε τα ηνία. Δολοφονήθηκε, Φλεβάρη του 1979, μέσα στο μαγαζί, από ένοπλους ληστές. Ηταν η πρώτη ληστεία κοσμηματοπωλείου στην Αθήνα, μετά φόνου. «Μαζί ήμασταν στο κατάστημα και μόλις 15 λεπτά πριν είχα αποχωρήσει για να πάω στο σπίτι μου». Το φονικό έγινε στο ίδιο μαγαζί που υπάρχει από το 1926 μέχρι και σήμερα στη Βουκουρεστίου 8, απέναντι από το Θέατρο Παλλάς.
Το κόσμημα έθρεψε όλη την οικογένεια Βουράκη, περίπου οκτώ δεκαετίες τώρα. Παράπονα δεν έχουν, «γενναιόδωρα μας φέρθηκε η ζωή». Μεγαλώνοντας η οικογένεια, μεγάλωσαν και τα προβλήματα. Τριβές, διενέξεις, «τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις», χωρίσανε. Στο «ιστορικό κατάστημα» έμεινε αυτός.
«Η Ελλάδα έχει τρομερή παράδοση στο κόσμημα. Από τα αρχαία χρόνια. Δες τι βγάζουν στις ανασκαφές. Αρχαία νομίσματα μέχρι και δακτυλίδια, σκουλαρίκια, αριστουργήματα. Και οι άνδρες φορούσανε κοσμήματα, ακόμα και σκουλαρίκια. Το κόσμημα είναι είδος πολυτελείας. Ομως έχει και αυτό την αξία του, τη θέση του στην κοινωνία. Η ιδιαίτερη στιγμή που θα φορέσεις ένα δαχτυλίδι, θα σε συντροφεύει όλη σου τη ζωή. Αν έλειπαν αυτές οι μικρές χαρές από τη ζωή μας, θα μαραίνονταν οι άνθρωποι».
Στη Βουκουρεστίου υπάρχουν περί τα 40 κοσμηματοπωλεία. Μοναστηράκι, Μητροπόλεως, Πανεπιστημίου άλλα τόσα. «Στο βαρύτερο κόσμημα, (εννοεί το πιο ακριβό), που είναι η κατηγορία της δικής μου επιχείρησης, υπάρχουν 3-4 χιλιάδες έλληνες πελάτες που κάνουν τον γύρο των καλών κοσμηματοπωλείων.
Οσον αφορά τον τουρίστα, υπήρχε εποχή που ερχόντουσαν Αμερικανοί και αφήνανε πολλά λεφτά και στο κόσμημα. Τώρα πια, όχι. Ενας από τους λόγους είναι ότι η Αθήνα, πότε λόγω του νέφους, πότε λόγω των απεργιών, των διαδηλώσεων και των επεισοδίων, έχασε τον τουρισμό της, τη γοητεία της. Δεν έρχεται πια στην πρωτεύουσα ο τουρίστας, παρά μόνο για λίγες ώρες, να πάει στην Ακρόπολη, και να φύγει μετά στα νησιά».
Παλιότερα, δεν υπήρχε αμερικανός τουρίστας που να μην φύγει από την Ελλάδα με κάποιο κόσμημα. Ηταν πολύ φτηνό και ποιοτικώς άριστο. «Τώρα μ' αυτήν την κατάρα που λέγεται ευρώ, έχουμε γίνει ίσως η ακριβότερη χώρα στον κόσμο».
Γιατί το λέτε «κατάρα»;
«Γιατί παρέσυρε ενοίκια, παρέσυρε μισθούς, όλα».
Την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Βουράκης βρέθηκε στη Μεσσηνία, να λαμβάνει μέρος στο διεθνές τουρνουά γκολφ, επαγγελματιών-ερασιτεχνών της Aegean, και άκουσε από μια παρέα φίλων του, που πήγαν κάποιο βράδυ σε μία ψαροταβέρνα στη Μαραθόπολη, και πλήρωσαν, 10 νοματέοι, λογαριασμό 1.200 ευρώ -2 μεγάλα ψάρια, μεζέδες, σαλάτες και 3 μπουκάλια λευκό κρασί της περιοχής.
«Αν το μεταφράσουμε σε δραχμές, είναι 400.000. Με τόσα λεφτά, τρώγαμε όλο το μαγαζί. Μόλις 9 χρόνια πέρασαν από τη δραχμή. Ε, δεν γίνεται να αυξήθηκαν τα πάντα δέκα χιλιάδες φορές επάνω. Ενα εκατομμύριο το στρέμμα, σου λέει ο άλλος. Τι έχει, βρε παιδί μου, αυτό το στρέμμα; Κοιτάσματα πετρελαίου; Αφήστε. Χάσαμε τον έλεγχο σε όλα. Γι' αυτό καταντήσαμε εδώ».
Ναι, αλλά δεν επωφελήθηκε και ο δικός του κλάδος από το «πάρτι» των τελευταίων 15 χρόνων;
«Βεβαίως. Και δεν μπορώ να έχω παράπονο. Αλλά μέσα μου διαισθανόμουν ότι κάπου εδώ υπάρχει μεγάλη φούσκα, που θα σκάσει και θα μας πάρει όλους. Ο Ελληνας είναι καλοπερασάκιας. Ζει για το σήμερα, και δεν σκέφτεται το αύριο. Θέλει την πολυτέλειά του, θέλει και την επίδειξή του. Και μην νομίζετε ότι μόνο οι πλούσιοι αγοράζουν κοσμήματα ακριβά. Υπήρχε εποχή που έμπαιναν στο μαγαζί άνθρωποι που ήταν εμφανές ότι βρέθηκαν ξαφνικά με πολλά χρήματα στο χέρι, που δεν ήξεραν πώς να τα ξοδέψουν».
Σήμερα, κοντεύει το 40% η πτώση του τζίρου στον κλάδο. Ως και οι «καλοί πελάτες» εξαφανίστηκαν, ή λιγόστεψαν τις αγορές τους. Είναι είδος πολυτελείας το κόσμημα, «και θα ήταν παράλογο να μην πληγεί ο κλάδος μας». Ταυτόχρονα, όμως, θεωρεί ότι η μετατροπή του κέντρου της πόλης σε ένα ατέλειωτο συλλαλητήριο έχει σκοτώσει κάθε εμπορική δραστηριότητα. Και είναι στεναχωρημένος.
Τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί τον ενοχλούν, λέει, γιατί πάλι στο στόχαστρό τους είναι ο απλός, μέσος οικογενειάρχης. «Αυτός που πια, ακόμα και το γάλα του παιδιού του δυσκολεύεται να αγοράσει. Νομίζετε ότι μπορεί να υπάρχει άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, που να είναι υπερήφανος που ζει σήμερα σε μια τέτοια χώρα; Εγώ, σίγουρα δεν είμαι. Δεν μπορείς, κύριε, με το ένα χέρι να αυξάνεις τη φορολογία στους ανθρώπους, και με το άλλο να του παίρνεις μέρος του μισθού του, και μέρος της σύνταξής του. Είναι άδικο, και σκληρό».
Στην εποχή του, δεν τον ρώτησε κανένας εάν ήθελε να γίνει κοσμηματοπώλης. Εάν ο πατέρας σου ήταν, θα γινόσουν και εσύ. Επιλογή δεν είχες. «Δεν μου έλειψε τίποτα, αλλά ζηλεύω τα σημερινά παιδιά που έχουν πολλές επιλογές και κυρίως την ελευθερία να κάνουν αυτό που θέλουν. Η μικρή κόρη μου, μου λέει "μπαμπά, δεν μου αρέσει το σχολείο, μου αρέσει η μόδα". Εάν έλεγα εγώ κάτι τέτοιο στους γονείς μου, θα έτρωγα σκαμπίλι που θα έβλεπα τον κόσμο ανάποδα. Εχω ελπίδα στα παιδιά που έχουν άποψη, και που διεκδικούν».
Ο Αντώνης Βουράκης δεν είναι ο συνηθισμένος τύπος επιχειρηματία. Ισως επειδή στην εποχή του, όπως είπε, τα παιδιά έκαναν ό,τι πρόσταζε ο μπαμπάς, κι εκείνος, πιθανώς, είχε και άλλα όνειρα εκτός από το να φτιάχνει και να πουλάει κοσμήματα. Το θέατρο ήταν ένα από αυτά, και το κρατάει ζωντανό, με τριήμερες παραστάσεις μία φορά τον χρόνο, και τα έσοδα να πηγαίνουν για φιλανθρωπικό σκοπό. Στις 9-10-11 Μαΐου φέτος, με την «Θεατροπαρέα 80», που «γεννήθηκε πριν από 12-13 χρόνια από παρέα του σχολείου του, έπαιξε τον Μαυρογιαλούρο στην κωμωδία του Σακελλάριου «Υπάρχει και φιλότιμο». Το έργο είναι σαν να γράφτηκε σήμερα. Οσοι είδαν την παράσταση, τον φωνάζουν «κύριε υπουργέ», και εκείνος τους απαντά «μη λέτε σαχλαμάρες ρε, και με λιντσάρει το πλήθος»! Από τον Μαυρογιαλούρο, του έχει μείνει μια ατάκα, επίκαιρη όσο ποτέ: «Την ανάγκη ενός ασθενούς να εισαχθεί σε νοσοκομείο την διαπιστώνει όχι η ιατρική, αλλά η πολιτική. Είσαι του κόμματος; Εισάγεσαι. Δεν είσαι; Μείνε απ' έξω να ψοφήσεις. Ταινία του 1953, παρακαλώ!».
Φωτογραφία: Πάνος Πετρόπουλος |
Ο Αντώνης Βουράκης του Δημητρίου, γεννηθείς στην Αθήνα το 1946, κοσμηματοπώλης τρίτης γενιάς. Ξεκίνησε ο Γιάννης Βουράκης, ο παππούς. Συνέχισε ο πρωτότοκος γιος του, Αντώνης, «που ήταν κι ο φυσικός μου πατέρας, αλλά πέθανε 15 μέρες αφ' ότου γεννήθηκα».
Δηλώνει «του Δημητρίου» σήμερα, γιατί «είχα την τύχη να με υιοθετήσει ο αδελφός του, ο Δημήτρης, ο οποίος και με μεγάλωσε, και κυριολεκτικά θυσίασε τη ζωή του, παντρευόμενος τη μητέρα μου, και μη κάνοντας άλλα παιδιά».
Μετά τον θάνατο του Αντώνη, λοιπόν, του φυσικού του πατέρα, συνέχισαν την επιχείρηση ο Χρήστος, ο Αγγελος και ο Δημήτρης. Ο Αγγελος ήταν το μυαλό, και κρατούσε τα ηνία. Δολοφονήθηκε, Φλεβάρη του 1979, μέσα στο μαγαζί, από ένοπλους ληστές. Ηταν η πρώτη ληστεία κοσμηματοπωλείου στην Αθήνα, μετά φόνου. «Μαζί ήμασταν στο κατάστημα και μόλις 15 λεπτά πριν είχα αποχωρήσει για να πάω στο σπίτι μου». Το φονικό έγινε στο ίδιο μαγαζί που υπάρχει από το 1926 μέχρι και σήμερα στη Βουκουρεστίου 8, απέναντι από το Θέατρο Παλλάς.
Το κόσμημα έθρεψε όλη την οικογένεια Βουράκη, περίπου οκτώ δεκαετίες τώρα. Παράπονα δεν έχουν, «γενναιόδωρα μας φέρθηκε η ζωή». Μεγαλώνοντας η οικογένεια, μεγάλωσαν και τα προβλήματα. Τριβές, διενέξεις, «τους συγγενείς δεν τους διαλέγεις», χωρίσανε. Στο «ιστορικό κατάστημα» έμεινε αυτός.
«Η Ελλάδα έχει τρομερή παράδοση στο κόσμημα. Από τα αρχαία χρόνια. Δες τι βγάζουν στις ανασκαφές. Αρχαία νομίσματα μέχρι και δακτυλίδια, σκουλαρίκια, αριστουργήματα. Και οι άνδρες φορούσανε κοσμήματα, ακόμα και σκουλαρίκια. Το κόσμημα είναι είδος πολυτελείας. Ομως έχει και αυτό την αξία του, τη θέση του στην κοινωνία. Η ιδιαίτερη στιγμή που θα φορέσεις ένα δαχτυλίδι, θα σε συντροφεύει όλη σου τη ζωή. Αν έλειπαν αυτές οι μικρές χαρές από τη ζωή μας, θα μαραίνονταν οι άνθρωποι».
Στη Βουκουρεστίου υπάρχουν περί τα 40 κοσμηματοπωλεία. Μοναστηράκι, Μητροπόλεως, Πανεπιστημίου άλλα τόσα. «Στο βαρύτερο κόσμημα, (εννοεί το πιο ακριβό), που είναι η κατηγορία της δικής μου επιχείρησης, υπάρχουν 3-4 χιλιάδες έλληνες πελάτες που κάνουν τον γύρο των καλών κοσμηματοπωλείων.
Οσον αφορά τον τουρίστα, υπήρχε εποχή που ερχόντουσαν Αμερικανοί και αφήνανε πολλά λεφτά και στο κόσμημα. Τώρα πια, όχι. Ενας από τους λόγους είναι ότι η Αθήνα, πότε λόγω του νέφους, πότε λόγω των απεργιών, των διαδηλώσεων και των επεισοδίων, έχασε τον τουρισμό της, τη γοητεία της. Δεν έρχεται πια στην πρωτεύουσα ο τουρίστας, παρά μόνο για λίγες ώρες, να πάει στην Ακρόπολη, και να φύγει μετά στα νησιά».
Παλιότερα, δεν υπήρχε αμερικανός τουρίστας που να μην φύγει από την Ελλάδα με κάποιο κόσμημα. Ηταν πολύ φτηνό και ποιοτικώς άριστο. «Τώρα μ' αυτήν την κατάρα που λέγεται ευρώ, έχουμε γίνει ίσως η ακριβότερη χώρα στον κόσμο».
Γιατί το λέτε «κατάρα»;
«Γιατί παρέσυρε ενοίκια, παρέσυρε μισθούς, όλα».
Την περασμένη εβδομάδα, ο κ. Βουράκης βρέθηκε στη Μεσσηνία, να λαμβάνει μέρος στο διεθνές τουρνουά γκολφ, επαγγελματιών-ερασιτεχνών της Aegean, και άκουσε από μια παρέα φίλων του, που πήγαν κάποιο βράδυ σε μία ψαροταβέρνα στη Μαραθόπολη, και πλήρωσαν, 10 νοματέοι, λογαριασμό 1.200 ευρώ -2 μεγάλα ψάρια, μεζέδες, σαλάτες και 3 μπουκάλια λευκό κρασί της περιοχής.
«Αν το μεταφράσουμε σε δραχμές, είναι 400.000. Με τόσα λεφτά, τρώγαμε όλο το μαγαζί. Μόλις 9 χρόνια πέρασαν από τη δραχμή. Ε, δεν γίνεται να αυξήθηκαν τα πάντα δέκα χιλιάδες φορές επάνω. Ενα εκατομμύριο το στρέμμα, σου λέει ο άλλος. Τι έχει, βρε παιδί μου, αυτό το στρέμμα; Κοιτάσματα πετρελαίου; Αφήστε. Χάσαμε τον έλεγχο σε όλα. Γι' αυτό καταντήσαμε εδώ».
Ναι, αλλά δεν επωφελήθηκε και ο δικός του κλάδος από το «πάρτι» των τελευταίων 15 χρόνων;
«Βεβαίως. Και δεν μπορώ να έχω παράπονο. Αλλά μέσα μου διαισθανόμουν ότι κάπου εδώ υπάρχει μεγάλη φούσκα, που θα σκάσει και θα μας πάρει όλους. Ο Ελληνας είναι καλοπερασάκιας. Ζει για το σήμερα, και δεν σκέφτεται το αύριο. Θέλει την πολυτέλειά του, θέλει και την επίδειξή του. Και μην νομίζετε ότι μόνο οι πλούσιοι αγοράζουν κοσμήματα ακριβά. Υπήρχε εποχή που έμπαιναν στο μαγαζί άνθρωποι που ήταν εμφανές ότι βρέθηκαν ξαφνικά με πολλά χρήματα στο χέρι, που δεν ήξεραν πώς να τα ξοδέψουν».
Σήμερα, κοντεύει το 40% η πτώση του τζίρου στον κλάδο. Ως και οι «καλοί πελάτες» εξαφανίστηκαν, ή λιγόστεψαν τις αγορές τους. Είναι είδος πολυτελείας το κόσμημα, «και θα ήταν παράλογο να μην πληγεί ο κλάδος μας». Ταυτόχρονα, όμως, θεωρεί ότι η μετατροπή του κέντρου της πόλης σε ένα ατέλειωτο συλλαλητήριο έχει σκοτώσει κάθε εμπορική δραστηριότητα. Και είναι στεναχωρημένος.
Τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί τον ενοχλούν, λέει, γιατί πάλι στο στόχαστρό τους είναι ο απλός, μέσος οικογενειάρχης. «Αυτός που πια, ακόμα και το γάλα του παιδιού του δυσκολεύεται να αγοράσει. Νομίζετε ότι μπορεί να υπάρχει άνθρωπος, πλούσιος ή φτωχός, που να είναι υπερήφανος που ζει σήμερα σε μια τέτοια χώρα; Εγώ, σίγουρα δεν είμαι. Δεν μπορείς, κύριε, με το ένα χέρι να αυξάνεις τη φορολογία στους ανθρώπους, και με το άλλο να του παίρνεις μέρος του μισθού του, και μέρος της σύνταξής του. Είναι άδικο, και σκληρό».
Στην εποχή του, δεν τον ρώτησε κανένας εάν ήθελε να γίνει κοσμηματοπώλης. Εάν ο πατέρας σου ήταν, θα γινόσουν και εσύ. Επιλογή δεν είχες. «Δεν μου έλειψε τίποτα, αλλά ζηλεύω τα σημερινά παιδιά που έχουν πολλές επιλογές και κυρίως την ελευθερία να κάνουν αυτό που θέλουν. Η μικρή κόρη μου, μου λέει "μπαμπά, δεν μου αρέσει το σχολείο, μου αρέσει η μόδα". Εάν έλεγα εγώ κάτι τέτοιο στους γονείς μου, θα έτρωγα σκαμπίλι που θα έβλεπα τον κόσμο ανάποδα. Εχω ελπίδα στα παιδιά που έχουν άποψη, και που διεκδικούν».
Ο Αντώνης Βουράκης δεν είναι ο συνηθισμένος τύπος επιχειρηματία. Ισως επειδή στην εποχή του, όπως είπε, τα παιδιά έκαναν ό,τι πρόσταζε ο μπαμπάς, κι εκείνος, πιθανώς, είχε και άλλα όνειρα εκτός από το να φτιάχνει και να πουλάει κοσμήματα. Το θέατρο ήταν ένα από αυτά, και το κρατάει ζωντανό, με τριήμερες παραστάσεις μία φορά τον χρόνο, και τα έσοδα να πηγαίνουν για φιλανθρωπικό σκοπό. Στις 9-10-11 Μαΐου φέτος, με την «Θεατροπαρέα 80», που «γεννήθηκε πριν από 12-13 χρόνια από παρέα του σχολείου του, έπαιξε τον Μαυρογιαλούρο στην κωμωδία του Σακελλάριου «Υπάρχει και φιλότιμο». Το έργο είναι σαν να γράφτηκε σήμερα. Οσοι είδαν την παράσταση, τον φωνάζουν «κύριε υπουργέ», και εκείνος τους απαντά «μη λέτε σαχλαμάρες ρε, και με λιντσάρει το πλήθος»! Από τον Μαυρογιαλούρο, του έχει μείνει μια ατάκα, επίκαιρη όσο ποτέ: «Την ανάγκη ενός ασθενούς να εισαχθεί σε νοσοκομείο την διαπιστώνει όχι η ιατρική, αλλά η πολιτική. Είσαι του κόμματος; Εισάγεσαι. Δεν είσαι; Μείνε απ' έξω να ψοφήσεις. Ταινία του 1953, παρακαλώ!».
Δεν ξέρω πόσο μεγάλη ή μικρή είναι η απόσταση μεταξύ της Πλατείας και του κοσμηματοπωλείου. Είναι επικίνδυνοι αυτοί οι συνειρμοί. Καθώς συνομιλώ, όμως, με ανθρωπους «απ’ όλο το φάσμα», ανακαλύπτω, κάποτε και με τρόμο, ότι η αγανάκτησή τους για όσα συμβαινουν έχει «κοινό τόπο». Κλείνουν την τηλεόραση. Προφέρουν καθαρά τη λέξη «κλέφτες», και δεν καταλαβαίνουν «γιατί οι πολιτικοί που ξέρουν ότι είναι, παρεξηγουνται κιόλας»; Θυμούνται τις ψήφους τους που πηγαν χαμένες. Ψάχνουν να βρουν «που πήγαν τα λεφτά;», και βλέπουν δρόμους με λακκούβες, σχολεία με τρύπες, νοσοκομεία χαλάσματα, και ζωή που καταρακυλά.
ΥΓ: Το κομματι δημοσιευτηκε στην "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία", 12.06.2011
No comments:
Post a Comment