...ΚΑΙ ΝΑ ΠΟΥ, σιγά σιγά αλλά στα σίγουρα, αυτές οι ανθρώπινες ιστορίες μας που δημοσιεύονται στην «Κυριακάτικη», που αναρτώνται την ίδια μέρα στο site της εφημερίδας (www.enet.gr), και ταυτόχρονα στο δικό μας ιστολόγιο (www.filoftero.blogspot.com), μας φέρνουν φίλους καινούριους, προτάσεις για πρόσωπα αξιόλογα και, όπως λέμε στην άχρωμη δημοσιογραφική γλώσσα, «ενδιαφέροντα θέματα». Ο Γιώργος Λιγνός, που από το blog του (http://maecenas.capitalblogs) μας είχε επισημάνει τις «Δίκες των Πτωμάτων», έγραψε προ ημερών για τον Βερνάρδο Βολογιάννη, και μας προέτρεψε: «να πας να τον βρεις». Είναι ένας απλός, δημόσιος υπάλληλος, που κυνηγάει γλυπτά κι αγάλματα!
Εργάζεται στην ΕΥΔΑΠ, στο τμήμα διοικητικής μέριμνας και μεταφοράς (αυτό που καθιερώθηκε με τον αγγλικό όρο logistics), εδώ και 24 χρόνια. Τώρα είναι στα 54 του και η δουλειά, όχι η εργασία, τον κουράζει. Το ετήσιο εισόδημά του έχει μειωθεί κατά περίπου 24%, αλλά πιο πολύ τον ενοχλεί και τον «ρίχνει» η γενική κατήφεια, ή αδιαφορία, αλλά και η επιθετικότητα που η κρίση αυτή επέφερε στην κοινωνία μας.
«Τα μέτρα είναι σκληρά, και απάνθρωπα. Στοχεύουν και βαραίνουν τους πιο ασθενείς. Δεν είναι μόνο η μείωση των εισοδημάτων που μας τσακίζει, αλλά κυρίως το αίσθημα της αδικίας. Το κράτος είναι εκείνο που εφηύρε τη βολική λύση των επιδομάτων για να συμπληρώνει τους χαμηλούς μισθούς που έδινε, και τώρα όχι μόνο τα κόβει, αλλά κατηγορεί εμάς που τα αποδεχόμασταν» λέει με φωνή ήρεμη, διόλου συνδικαλιστική, και έτοιμος να αναγνωρίσει ότι μπορεί και από την μεριά μερίδας εργαζομένων «να υπήρξαν ακρότητες και υπερβολές».
Είναι, βεβαίως, εναντίον της ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, όπως λέγονται. «Το νερό, το ρεύμα και οι επικοινωνίες είναι εθνικά αγαθά» λέει, και δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι, εάν περάσουν ολοκληρωτικά στα χέρια ιδιωτών, θα παρέχονται «και στον τελευταίο πολίτη αυτού του τόπου, στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του».
Μέσα σ' ένα τέτοιο, βαρύ σκηνικό, ο καθένας μετρά και ξαναμετρά τα αποθέματά του, όπως λέει και ο φίλος μου ο Γιώργος. Εύλογα ξεκινάμε από τα οικονομικά, συνεχίζουμε με τα υπόλοιπα. Ο καθένας κάνει τις προσθαφαιρέσεις του και αν θέλει και το σταυρό του. Είναι μερικές φορές όμως που η ίδια η ζωή σε διδάσκει φέρνοντας στον δρόμο σου καθημερινούς ανθρώπους με τα ίδια προβλήματα, ίσως και περισσότερα, που όμως κατορθώνουν και σηκώνονται λίγο ψηλότερα από όλους μας. Ο Βερνάρδος (και ευτυχώς όχι μόνον αυτός) είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Η δημιουργικότητα και η καινοτομία δεν βρίσκονται μόνο στο μυαλό αλλά και στην ψυχή.
Η δουλειά του, η... κανονική, είναι στο γραφείο. Στην ΕΥΔΑΠ, όπως είπαμε. Η εργασία του, αυτή που, όπως λέει, δίνει πραγματικό νόημα στη ζωή του, είναι έξω. Στο δρόμο. Γυρνάει με τις ώρες, «πολύ περπάτημα, φίλε», σχεδόν όλες τις περιοχές της πόλης, κάποτε και πέραν αυτής, βρίσκει, σταματά και τα φωτογραφίζει. Εχει αγοράσει μία μηχανή Nikon, αλλά του φαίνεται περίπλοκη και δυσκολόχρηστη, και βολεύεται μια χαρά με ένα μάλλον μεσαίας κατηγορίας, παλιό κινητό.
Στη συνέχεια, φροντίζει να μάθει «την ταυτότητα του γλυπτού». Ποιος το έφτιαξε; Πότε το έφτιαξε; Ποιον και τι συμβολίζει; Και αυτές τις λίγες, απλές, μα και τόσο χρήσιμες πληροφορίες, που οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε εντελώς, φροντίζει κατόπιν, μαζί και με την ανάλογη φωτογραφία, να τα αναρτά στο ιστολόγιό του, το www.glypto.wordpress.com, καθώς επίσης και στον ιστότοπο www.glyptothiki.gr, που είναι κάτι σαν οι δικές του γκαλερί.
Κάνει αυτή τη δουλειά εδώ και περίπου 5 χρόνια, έχοντας «χαρτογραφήσει» με πολύ κόπο, με χρήματα από τα ελάχιστα που του περισσεύουν, αλλά και απίστευτο μεράκι, τα δημόσια έργα πέραν των 400 καλλιτεχνών. Μια τεράστια βάση δεδομένων. Φυσικά, το δημόσιο γλυπτό τον έφερε και στο έργο του γλύπτη. Ετσι, μέσα από την ιδιότυπη αυτή αφετηρία έφτιαξε ένα corpus της ελληνικής γλυπτικής.
«Από μικρός μου άρεσε η γλυπτική. Οπως και η αρχιτεκτονική των κτιρίων. Οσο περνούσαν τα χρόνια, έβρισκα ότι με συνάρπαζε ό,τι καλαίσθητο εκτίθεται στον δημόσιο χώρο».
Δυστυχώς, όμως, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τους δημόσιους χώρους δεν φαίνεται να έχουν τέτοιες ωραίες ευαισθησίες. Πιο πολύ τους ενδιαφέρει να δώσουν άδεια λειτουργίας μιας καφετέριας σε ένα πάρκο ή μια πλατεία, παρά να καλέσουν έναν γλύπτη να φιλοτεχνήσει ένα έργο σύγχρονο που να δώσει ένα στίγμα στην περιοχή.
Τα γλυπτά, όπως και τα αγάλματα, ακόμα και τα παραδοσιακά με τα αυστηρά ιστορικά πρόσωπα, είναι για τον Βερνάρδο (δική του προτροπή είναι να τον αποκαλούμε έτσι, με το μικρό του όνομα) «πολύτιμες στάσεις και ωραίες αναφορές στην καθημερινή μας ζωή». Για να λέμε και του στραβού το δίκιο όμως, μπορεί οι τοπικοί μας άρχοντες να προτιμούν την καφετέρια από ένα γλυπτό (αφού, έτσι κι αλλιώς, από την πρώτη θα εισπράξουν και χρήμα, νόμιμο ή όχι), αλλά και ο κόσμος δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εικαστική αναβάθμιση της περιοχής του.
«Είχα πάει, θυμάμαι, στην Καισαριανή, και περπατούσα ατέλειωτες ώρες αναζητώντας δημόσια γλυπτά και αγάλματα. Σταμάτησα μια κυρία και τη ρώτησα εάν ξέρει κάτι. Μάλλον με απέχθεια, μου απάντησε ότι "υπάρχουν κάτι παλιοσίδερα εκεί απάνω, στην πλατεία". Πήγα, λοιπόν, εκεί, και βρήκα ένα ωραιότατο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, με τέσσερις φιγούρες, που ελάχιστοι γνωρίζουν».
Το φωτογράφισε ο Βερνάρδος και το ανέβασε και αυτό στο blog του, όπου τον «πετύχαμε» αυτές τις μέρες να... παρακολουθεί το 1ο Συμπόσιο Γλυπτικής της Πάρου, το «Παρία Λίθος», που πραγματοποιείται στο νησί από τις 5 Ιουνίου και ολοκληρώνεται στις 2 Ιουλίου. Εκεί, στον χώρο των Αρχαίων Λατομείων, 6 γλύπτες, υπό τον συντονισμό του γλύπτη και καθηγητή Θεόδωρου Παπαγιάννη, δημιουργούν τα μαρμάρινα γλυπτά τους τα οποία στη συνέχεια θα παραμείνουν μόνιμα στον πεζόδρομο που οδηγεί στα Λατομεία.
Αυτή η έξοχη ιδέα των Συμποσίων Γλυπτικής, που είναι κάτι σαν «ανοικτό, ελεύθερο εργαστήριο», όπου μπορεί να πηγαίνει ο καθένας και να βλέπει τους δημιουργούς επί το έργον, ξεκίνησε το 1959 από τον Αυστριακό Καρλ Πραντλ, στην Αυστρία, και έκτοτε γίνεται σε όλο τον κόσμο. Η πόλη των Αθηνών (σαν δήμος, εννοώ) δεν έχει κάνει τέτοιο συμπόσιο.
Ο Βερνάρδος Βολογιάννης, κατά σύμπτωση, γεννήθηκε στην Αυστρία, στο Γκρατς, από αυστριακό πατέρα και ελληνίδα μητέρα. Ηρθε στην Ελλάδα πολύ μικρός. Μεγάλωσε στη Νεάπολη Εξαρχείων, και πήγε σχολείο στη Λεόντειο. Θυμάται ότι, σε όλη τη διαδρομή προς και από το σχολείο του, χάζευε στο δρόμο «τα ένδοξά μας αγάλματα». Προτιμά τα πιο σύγχρονα γλυπτά, αλλά έχουν και αυτά, τα πατριωτικά όπως τα λέει, ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Σήμερα, μένει στον Χολαργό. Εκ της τύχης εργένης («τι να κάνουμε, δεν μου έλαχε», λέει), σε ένα εξαιρετικά λιτό και μικρό διαμέρισμα, που θύμιζε κελί μοναχού, αλλά πολύ γεμάτο από ιδέες, σκέψεις και έγνοια για το προχώρημα της δουλειάς του.
Τα έκανε, και τα κάνει όλα μόνος του. Εμαθε κομπιούτερ για να μπορέσει να γίνει μπλόγκερ. Αυτό δηλώνει σήμερα ως «εργασία του». Λεφτά δεν θα βγάλει ποτέ από αυτό, ούτε και το περιμένει. Περιμένει, όμως, όταν (όπως συνέβη πρόσφατα με τον «Ριζοσπάστη», όπως λέει) κάποιος κάνει χρήση των φωτογραφιών που με τόσο κόπο βγάζει, «τουλάχιστον να αναφέρει από πού τις πήρε». Στην Ελλάδα της ολοκληρωτικής ασυδοσίας, τέτοιες μικρές, αλλά σημαντικές «απαιτήσεις» μοιάζουν γραφική πολυτέλεια. Δυστυχώς.
*Το δημόσιο γλυπτό είναι η μόνη μορφή τέχνης που έχουμε μπροστά μας χωρίς εμείς να επιδιώκουμε να τη δούμε, εκτός αν είμαστε τουρίστες. Είναι εκεί, μας περιμένει. Συχνά μπαίνουμε σε έναν ανομολόγητο διάλογο μαζί του. Αρκεί, εκεί που περπατάμε τρέχοντας, να σταθούμε μια στιγμή και να κοιτάξουμε τι έχουμε γύρω μας...
ΥΓ: Το κομματι δημοσιευεται στη σελίδα "Ανθρωπων Εργα & Ημερες" στη σημερινή "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία"
Εργάζεται στην ΕΥΔΑΠ, στο τμήμα διοικητικής μέριμνας και μεταφοράς (αυτό που καθιερώθηκε με τον αγγλικό όρο logistics), εδώ και 24 χρόνια. Τώρα είναι στα 54 του και η δουλειά, όχι η εργασία, τον κουράζει. Το ετήσιο εισόδημά του έχει μειωθεί κατά περίπου 24%, αλλά πιο πολύ τον ενοχλεί και τον «ρίχνει» η γενική κατήφεια, ή αδιαφορία, αλλά και η επιθετικότητα που η κρίση αυτή επέφερε στην κοινωνία μας.
«Τα μέτρα είναι σκληρά, και απάνθρωπα. Στοχεύουν και βαραίνουν τους πιο ασθενείς. Δεν είναι μόνο η μείωση των εισοδημάτων που μας τσακίζει, αλλά κυρίως το αίσθημα της αδικίας. Το κράτος είναι εκείνο που εφηύρε τη βολική λύση των επιδομάτων για να συμπληρώνει τους χαμηλούς μισθούς που έδινε, και τώρα όχι μόνο τα κόβει, αλλά κατηγορεί εμάς που τα αποδεχόμασταν» λέει με φωνή ήρεμη, διόλου συνδικαλιστική, και έτοιμος να αναγνωρίσει ότι μπορεί και από την μεριά μερίδας εργαζομένων «να υπήρξαν ακρότητες και υπερβολές».
Είναι, βεβαίως, εναντίον της ιδιωτικοποίησης των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας, όπως λέγονται. «Το νερό, το ρεύμα και οι επικοινωνίες είναι εθνικά αγαθά» λέει, και δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι, εάν περάσουν ολοκληρωτικά στα χέρια ιδιωτών, θα παρέχονται «και στον τελευταίο πολίτη αυτού του τόπου, στην πιο απομακρυσμένη περιοχή του».
Μέσα σ' ένα τέτοιο, βαρύ σκηνικό, ο καθένας μετρά και ξαναμετρά τα αποθέματά του, όπως λέει και ο φίλος μου ο Γιώργος. Εύλογα ξεκινάμε από τα οικονομικά, συνεχίζουμε με τα υπόλοιπα. Ο καθένας κάνει τις προσθαφαιρέσεις του και αν θέλει και το σταυρό του. Είναι μερικές φορές όμως που η ίδια η ζωή σε διδάσκει φέρνοντας στον δρόμο σου καθημερινούς ανθρώπους με τα ίδια προβλήματα, ίσως και περισσότερα, που όμως κατορθώνουν και σηκώνονται λίγο ψηλότερα από όλους μας. Ο Βερνάρδος (και ευτυχώς όχι μόνον αυτός) είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Η δημιουργικότητα και η καινοτομία δεν βρίσκονται μόνο στο μυαλό αλλά και στην ψυχή.
Η δουλειά του, η... κανονική, είναι στο γραφείο. Στην ΕΥΔΑΠ, όπως είπαμε. Η εργασία του, αυτή που, όπως λέει, δίνει πραγματικό νόημα στη ζωή του, είναι έξω. Στο δρόμο. Γυρνάει με τις ώρες, «πολύ περπάτημα, φίλε», σχεδόν όλες τις περιοχές της πόλης, κάποτε και πέραν αυτής, βρίσκει, σταματά και τα φωτογραφίζει. Εχει αγοράσει μία μηχανή Nikon, αλλά του φαίνεται περίπλοκη και δυσκολόχρηστη, και βολεύεται μια χαρά με ένα μάλλον μεσαίας κατηγορίας, παλιό κινητό.
Στη συνέχεια, φροντίζει να μάθει «την ταυτότητα του γλυπτού». Ποιος το έφτιαξε; Πότε το έφτιαξε; Ποιον και τι συμβολίζει; Και αυτές τις λίγες, απλές, μα και τόσο χρήσιμες πληροφορίες, που οι περισσότεροι από εμάς αγνοούμε εντελώς, φροντίζει κατόπιν, μαζί και με την ανάλογη φωτογραφία, να τα αναρτά στο ιστολόγιό του, το www.glypto.wordpress.com, καθώς επίσης και στον ιστότοπο www.glyptothiki.gr, που είναι κάτι σαν οι δικές του γκαλερί.
Κάνει αυτή τη δουλειά εδώ και περίπου 5 χρόνια, έχοντας «χαρτογραφήσει» με πολύ κόπο, με χρήματα από τα ελάχιστα που του περισσεύουν, αλλά και απίστευτο μεράκι, τα δημόσια έργα πέραν των 400 καλλιτεχνών. Μια τεράστια βάση δεδομένων. Φυσικά, το δημόσιο γλυπτό τον έφερε και στο έργο του γλύπτη. Ετσι, μέσα από την ιδιότυπη αυτή αφετηρία έφτιαξε ένα corpus της ελληνικής γλυπτικής.
«Από μικρός μου άρεσε η γλυπτική. Οπως και η αρχιτεκτονική των κτιρίων. Οσο περνούσαν τα χρόνια, έβρισκα ότι με συνάρπαζε ό,τι καλαίσθητο εκτίθεται στον δημόσιο χώρο».
Δυστυχώς, όμως, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται τους δημόσιους χώρους δεν φαίνεται να έχουν τέτοιες ωραίες ευαισθησίες. Πιο πολύ τους ενδιαφέρει να δώσουν άδεια λειτουργίας μιας καφετέριας σε ένα πάρκο ή μια πλατεία, παρά να καλέσουν έναν γλύπτη να φιλοτεχνήσει ένα έργο σύγχρονο που να δώσει ένα στίγμα στην περιοχή.
Τα γλυπτά, όπως και τα αγάλματα, ακόμα και τα παραδοσιακά με τα αυστηρά ιστορικά πρόσωπα, είναι για τον Βερνάρδο (δική του προτροπή είναι να τον αποκαλούμε έτσι, με το μικρό του όνομα) «πολύτιμες στάσεις και ωραίες αναφορές στην καθημερινή μας ζωή». Για να λέμε και του στραβού το δίκιο όμως, μπορεί οι τοπικοί μας άρχοντες να προτιμούν την καφετέρια από ένα γλυπτό (αφού, έτσι κι αλλιώς, από την πρώτη θα εισπράξουν και χρήμα, νόμιμο ή όχι), αλλά και ο κόσμος δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εικαστική αναβάθμιση της περιοχής του.
«Είχα πάει, θυμάμαι, στην Καισαριανή, και περπατούσα ατέλειωτες ώρες αναζητώντας δημόσια γλυπτά και αγάλματα. Σταμάτησα μια κυρία και τη ρώτησα εάν ξέρει κάτι. Μάλλον με απέχθεια, μου απάντησε ότι "υπάρχουν κάτι παλιοσίδερα εκεί απάνω, στην πλατεία". Πήγα, λοιπόν, εκεί, και βρήκα ένα ωραιότατο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης, με τέσσερις φιγούρες, που ελάχιστοι γνωρίζουν».
Το φωτογράφισε ο Βερνάρδος και το ανέβασε και αυτό στο blog του, όπου τον «πετύχαμε» αυτές τις μέρες να... παρακολουθεί το 1ο Συμπόσιο Γλυπτικής της Πάρου, το «Παρία Λίθος», που πραγματοποιείται στο νησί από τις 5 Ιουνίου και ολοκληρώνεται στις 2 Ιουλίου. Εκεί, στον χώρο των Αρχαίων Λατομείων, 6 γλύπτες, υπό τον συντονισμό του γλύπτη και καθηγητή Θεόδωρου Παπαγιάννη, δημιουργούν τα μαρμάρινα γλυπτά τους τα οποία στη συνέχεια θα παραμείνουν μόνιμα στον πεζόδρομο που οδηγεί στα Λατομεία.
Αυτή η έξοχη ιδέα των Συμποσίων Γλυπτικής, που είναι κάτι σαν «ανοικτό, ελεύθερο εργαστήριο», όπου μπορεί να πηγαίνει ο καθένας και να βλέπει τους δημιουργούς επί το έργον, ξεκίνησε το 1959 από τον Αυστριακό Καρλ Πραντλ, στην Αυστρία, και έκτοτε γίνεται σε όλο τον κόσμο. Η πόλη των Αθηνών (σαν δήμος, εννοώ) δεν έχει κάνει τέτοιο συμπόσιο.
Ο Βερνάρδος Βολογιάννης, κατά σύμπτωση, γεννήθηκε στην Αυστρία, στο Γκρατς, από αυστριακό πατέρα και ελληνίδα μητέρα. Ηρθε στην Ελλάδα πολύ μικρός. Μεγάλωσε στη Νεάπολη Εξαρχείων, και πήγε σχολείο στη Λεόντειο. Θυμάται ότι, σε όλη τη διαδρομή προς και από το σχολείο του, χάζευε στο δρόμο «τα ένδοξά μας αγάλματα». Προτιμά τα πιο σύγχρονα γλυπτά, αλλά έχουν και αυτά, τα πατριωτικά όπως τα λέει, ξεχωριστή θέση στην καρδιά του. Σήμερα, μένει στον Χολαργό. Εκ της τύχης εργένης («τι να κάνουμε, δεν μου έλαχε», λέει), σε ένα εξαιρετικά λιτό και μικρό διαμέρισμα, που θύμιζε κελί μοναχού, αλλά πολύ γεμάτο από ιδέες, σκέψεις και έγνοια για το προχώρημα της δουλειάς του.
Τα έκανε, και τα κάνει όλα μόνος του. Εμαθε κομπιούτερ για να μπορέσει να γίνει μπλόγκερ. Αυτό δηλώνει σήμερα ως «εργασία του». Λεφτά δεν θα βγάλει ποτέ από αυτό, ούτε και το περιμένει. Περιμένει, όμως, όταν (όπως συνέβη πρόσφατα με τον «Ριζοσπάστη», όπως λέει) κάποιος κάνει χρήση των φωτογραφιών που με τόσο κόπο βγάζει, «τουλάχιστον να αναφέρει από πού τις πήρε». Στην Ελλάδα της ολοκληρωτικής ασυδοσίας, τέτοιες μικρές, αλλά σημαντικές «απαιτήσεις» μοιάζουν γραφική πολυτέλεια. Δυστυχώς.
*Το δημόσιο γλυπτό είναι η μόνη μορφή τέχνης που έχουμε μπροστά μας χωρίς εμείς να επιδιώκουμε να τη δούμε, εκτός αν είμαστε τουρίστες. Είναι εκεί, μας περιμένει. Συχνά μπαίνουμε σε έναν ανομολόγητο διάλογο μαζί του. Αρκεί, εκεί που περπατάμε τρέχοντας, να σταθούμε μια στιγμή και να κοιτάξουμε τι έχουμε γύρω μας...
ΥΓ: Το κομματι δημοσιευεται στη σελίδα "Ανθρωπων Εργα & Ημερες" στη σημερινή "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία"
No comments:
Post a Comment