Το
κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο από τον πρωτοπρεσβύτερο Αλέξανδρο Σμέμαν, 1921-1983, έναν από τους μεγάλους Ρώσους Θεολόγους του αιώνα
μας. Το βρίσκουμε στο βιβλίο του «Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία προς το Πάσχα», που
κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ακρίτας».
Το
συνοδεύω με το υπέροχο 2ο μέρος, αντάτζιο, από το Κοντσέρτο για Βιολί
σε Λα Ελάσσονα του Αντόνιο Βιβάλντι που, για μένα, αντικατοπτρίζει όσο λίγα
κομμάτια μουσικής, την «χαρμολύπη» για την οποία γράφει εδώ ο Σμέμαν.
«Όταν
κάποιος, έστω κι αν έχει περιορισμένες γνώσεις για τη λατρεία, μπει στην Εκκλησία
όσο διαρκούν οι ακολουθίες της Μεγάλης Σαρακοστής, σχεδόν αμέσως – είμαι βέβαιος
– θα καταλάβει αυτήν την κάπως αντιφατική έκφραση, “χαρμολύπη”. Από τη μία μεριά,
μια κάποια ήρεμη θλίψη διαποτίζει την ακολουθία: τα άμφια είναι σκούρα, οι
ακολουθίες διαρκούν περισσότερο απ’ ότι συνήθως και είναι πιο μονότονες, σχεδόν
δεν υπάρχει κίνηση.
Τα
αναγνώσματα και οι ψαλμοί εναλλάσσονται, αλλά παρ’ όλα αυτά φαίνεται σαν να μη “συμβαίνει”
τίποτε: Σε τακτά διαστήματα ο ιερέας βγαίνει από το ιερό και λέει πάντοτε την ίδια
σύντομη ευχή και όλο το εκκλησίασμα συνοδεύει κάθε αίτηση αυτής της προσευχής
με μετάνοιες. Έτσι, για αρκετή ώρα στεκόμαστε σ’ αυτή τη μονοτονία, σ’ αυτή την
ήρεμη θλίψη.
(…)
Σιγά-σιγά αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε, ή μάλλον να αισθανόμαστε ότι αυτή η θλίψη
στην πραγματικότητα είναι “ευθυμία”, ότι μία μυστηριώδης μεταμόρφωση πρόκειται
να συμβεί μέσα μας. Είναι σαν να φτάνουμε σ’ ένα μέρος όπου οι θόρυβοι και οι
αναστατώσεις της ζωής του δρόμου και όλων όσων συνήθως γεμίζουν τις μέρες, ακόμα
και τις νύχτες μας, δεν έχουν δικαίωμα εισόδου, σ΄ένα μέρος όπου αυτά δεν έχουν
καμία δύναμη.
Όλα
όσα μας φαίνονται υπερβολικά σημαντικά ώστε να γεμίζουν το μυαλό μας, όλη αυτή
η κατάσταση αγωνίας που μας έγινε ουσιαστικά δεύτερη φύση, εξαφανίζονται και
αρχίζουμε να αισθανόμαστε ελεύθεροι, ανάλαφροι κι ευτυχισμένοι.
Δεν
είναι η θορυβώδης και επιφανειακή ευτυχία που πηγαινοέρχεται είκοσι φορές τη μέρα
και είναι πολύ εύθραυστη και φευγαλέα, αλλά είναι η βαθιά ευτυχία που έρχεται όχι
από μία συγκεκριμένη και ειδική αιτία αλλά από την ψυχή μας που έχει, σύμφωνα
με τα λόγια του Ντοστογιέφσκι, “αγγίξει έναν άλλον κόσμο”.
Και
αυτό που άγγιξε είναι καμωμένο από φως, ειρήνη και χαρά, από μια ανέκφραστη
εμπιστοσύνη.
(…)
Έτσι, όσο βιώνουμε αυτήν την μυστηριώδη ελευθερία, όσο γινόμαστε “ανάλαφροι και
ειρηνικοί”, η μονοτονία και η θλίψη των ακολουθιών αποκτούν μια καινούργια
σημασία, μεταμορφώνονται.
Μια
εσωτερική ομορφιά τις φωτίζει σαν την πρωινή ηλιαχτίδα που, ενώ ακόμα στην κοιλάδα
είναι σκοτάδι, στις βουνοκορφές αρχίζει να φωτίζει. Αυτό το “φως” και η κρυφή
χαρά έρχονται από τα επαναλαμβανόμενα “αλληλούια”, από ολόκληρη τη μουσική απόχρωση
της λατρείας της Μεγάλης Σαρακοστής.
(…)
“Χαρμολύπη” λοιπόν είναι: η θλίψη για την εξορία μου, για την καταστροφή που έχω
κάνει στη ζωή μου. Είναι η χαρά για την παρουσία του Θεού και την συγγνώμη Του,
η χαρά για την ξαναγεννημένη επιθυμία για τον Θεό, η ειρήνη αό την επιστροφή
στο σπίτι.
Αυτή
ακριβώς είναι η ατμόσφαιρα της λατρείας στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Τέτοια
είναι η πρώτη και γενική επίδρασή της στην ψυχή μου».
No comments:
Post a Comment