«Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με την θέληση μου ( αυτό είναι το χειρότερο), για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά την γνώμη μου , ή που , κι αν είναι χρήσιμα, πανάθεμά τα, δεν αξίζουν, όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι, κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στυμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για έναν μπιντέ. Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο να αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος από τα αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός:Ένα επίμονο πλατς -πλατς σκέπαζε κάθε βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω και πλενόμασταν, πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια, χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδο μας». Μάριος Χάκκας, Ο Μπιντές, 1970, Εκδόσεις Κέδρος
No comments:
Post a Comment