Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου 1971, πέθανε ο Γιώργος Σεφέρης, κατα πολλούς ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής της σύγχρονης εποχής, τιμηθείς με το Βραβείο Νόμπελ το 1963.
Αντι για πολλά λόγια:
1. Προτείνω το 7τομο έργο του "Μέρες", όπως και το 3τομο "Δοκιμές". Ανεκτίμητο απόκτημα από τις εκδόσεις Ίκαρος. Και,
2. Το ταιριαστό, για αυτήν την ημέρα ποίημά του "?Η Τελευταία Μέρα".
Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.
Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὅπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.
Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.
«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ τὸ χειμώνα κοντὰ στὴν κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»
Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς ἐν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;
Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.
Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.
Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».
Ἀθήνα, Φεβ. ῾39
Αντι για πολλά λόγια:
1. Προτείνω το 7τομο έργο του "Μέρες", όπως και το 3τομο "Δοκιμές". Ανεκτίμητο απόκτημα από τις εκδόσεις Ίκαρος. Και,
2. Το ταιριαστό, για αυτήν την ημέρα ποίημά του "?Η Τελευταία Μέρα".
Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.
Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὅπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.
Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.
«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ τὸ χειμώνα κοντὰ στὴν κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»
Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς ἐν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;
Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.
Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.
Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».
Ἀθήνα, Φεβ. ῾39
Ο Σεφέρης κουβαλούσε πάντα μέσα του τον πόνο του ξεριζωμένου και ξενητεμένου, που η ζωή του σημαδεύτηκε και χτυπήθηκε από την ιστορία. Και για αυτό οι αναφορές - πάντα με εικόνες και παραβολές, όπως συνήθιζε - στο αντίθετό της ζωής, στον θάνατο. Αυτό, οι περισότεροι Ελλαδίτες δεν το βίωσαν ποτέ και δεν το έχουν επίσης καν κατανοήσει (αναλύσει με τον νου), πάρα πολλοί ακόμη και μέχρι σήμερα.
ReplyDeleteΑς αναλογισθούμε ότι τον Φεβρ. '39 ο Σεφέρης ήταν μόλις 39 χρόνων και είχε περάσει τον ξεριζωμό, μια ναυαγισμένη προσωπική σχέση από τα χρόνια του Παρισιού, άλλα οικογενειακά προβλήματα και είχε ήδη πλήρη επίγνωση του πολέμου που ερχόταν, λόγω της δουλειάς του στο υπουργείο Εξωτερικών. Έτσι "χτίστηκε" η ζωή του για να "κοιμάται και η καρδιά του να ξαγρυπνά" και να μας συντροφεύει...
ΚΜ
Χρήστο την καλημέρα μου....ας είναι αντάμα..με τη μνήμη του Σεφέρη..!
ReplyDeleteΚαλημέρα Χρήστο,
ReplyDeleteιδού η δική μου συμβολή και συμβουλή:
http://marronblogger.blogspot.gr/2013/09/blog-post_20.html
Κρίμα που δεν σ'ακούμε να τα διαβάζεις όλα αυτά με την ευσυγκίνητη φωνή σου ;)