Βράδυ Κυριακής στη Κύπρο, μελαγχολικό. Σήμερα, του Ευαγγελισμού, έφαγα ψάρι εισαγόμενο, πιθανότατα και διατηρημένο επί πολλών ημερών, σε εστιατόριο που θεωρείται από τα καλύτερα στη Λεμεσό, με όνομα ελλνικό, αλλά με ελληνικότητα καμμία. Το λένε Κουτσόβλαχο, και τόχουν περί πολλού εδώ, και το χρεώνουν όσο εμείς την συναγρίδα, που έτσι κι αλλιώς, την έχουμε υπερτιμημένη και εμείς.
Αλλά, είναι συναγρίδα, τουλάχιστον. Δεν είναι κουτσόβλαχος!
Θα μου πεις τώρα. Ένας Κουτσόβλαχος μπαγιάτικος και πανάκριβος, σ' ένα εστιατόριο αχταρμάς, είναι αρκετός να σου χαλάσει το κέφι, και να κάθεσαι τώρα, νυχτιάτικα, να βγάζεις τα μαύρα σου εσώψυχα;
Ε, και αυτό! Μπορεί να είναι και μια σταγόνα νοσταλγίας για τον τόπο μου, αλλά και αυτό πάλι έσβησε μέσα μου μόλις κάθησα, πριν από λίγο, να ιδώ στην τηλεόραση ειδήσεις και παρέλασε μπροστά μου όλη η αρχαία και σύγχρονη σκουριά.Θα πεις, πάλι. Είσαι σοβαρός τώρα; Να κάθεσαι και να χαλάς τη καρδιά σου, αλλά και τη δικιά μας, γιά έναν Κουτσόβλαχο και με αλλοιωμένες εικόνες μιας εθνικής επετείουθ;
Μάλλον δεν είμαι σοβαρός. Αλλά και μάλλον, από την άλλη, δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια για να περιγράψω τι είναι εκείνο που πραγματικά έχει κάνει τη Κυριακή μου εδώ στη Κύπρο τόσο συννεφιασμένη.
Νομίζω πως έχει να κάνει με την Ελλάδα που απομακρύνεται μέσα μου, αλλά και τη Κύπρο που μου υπενθυμίζει διαρκώς ότι είναι ένας άλλος τόπος, και δεν με φέρνει καθόλου κοντά σε κατι καινούργιο και ελπιδοφόρο. Οικείος, αλλά και ξένος. Κοντινός, αλλά και τόσο μακρυνός. Με ομοιότητες πολλές με την Ελλάδα, αλλά και διαφορές τεράστιες.
Όλα αυτά θαρρώ, με έναν τρόπο εξισορροπητικό, τακτοποιούνται. Και σίγουρα, η μαγεία του να κινείσαι ανάμεσα σε τόπους διαφορετικούς είναι ακριβώς να αποδέχεσαι και να απορρίπτεις όσα, με το νου και τη καρδιά, αισθάνεσαι πως δεν χωράνει στον δικό σου κόσμο.
Είναι μια μπερδεμένη διαδικασία, λοιπόν, που έχει τα πάνω και τα κάτω της, και ίσως σήμερα να είμαι στην κατηφόρα. Παίζουν ρόλο και οι άνθρωποι που συναντάς κάθε μέρα στη πορεία σου, αλλα και πως εσύ καταφέρνεις να χειριστείς (ή να μην χειριστείς) τις αναμενόμενες για τόσο μικρό τόπο "ψευδαισθήσεις μεγέθους", όπως τις λέω.
Τώρα που ξέσπασα λίγο, που έκλεισα την κωλοτηλεόραση και ξαλάφρωσα κάπως, θα κάνω ένα μπάνιο ζεστό και θα κάτσω να διαβάσω το "'Ενα παιδί βαστάει τον ουρανό", μιά αληθινή μαρτυρία πόνου και ελπίδας, γραμμένη από την Σάντρα Τζόνσον, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Εν πλώ" και, έστω και εάν έχω διαβάσει μόνο καμιά 30ριά σελίδες ως τώρα, το συστήνω ανεπιφύλακτα.
Ιδίως αυτές της μέρες της Αγίας και Μεγάλης Σαρακοστής.
This comment has been removed by the author.
ReplyDelete