ΠΟΛΚΑΝ ΣΑΡΚΑΡ, 95. Ένας
απλός άνθρωπος από το Μπανγκλαντές, του οποίου όμως ο τρόπος ζωής τον κάνει
έναν από τους εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και πολύ περισσότερους, αφανείς και
ξεχωριστούς ετούτου του κόσμου. Και πόσο, αλήθεια, τυχεροί είμαστε τα
μικρά-μεγάλα κατορθώματά τους φτάσουν, όχι με δική τους αυτοπροβολή, ποτέ, να
γίνουν γνωστά σε μας. Πόσο υπέροχα είναι αυτά τα δάκρυα που, στο άκουσμα μιας
απλής ιστορίας ανθρώπινης μεγαλοσύνης, ξεγελούν τη προσπάθειά μας να μη
ξεφύγουν, και κάνουν ακριβώς αυτό!
ΜΕΓΑΛΗ η εισαγωγή μου και
ζητώ συγγνώμη. Αλλά ο ενθουσιασμός μου να σας συστήσω μ’ αυτόν τον σπουδαίο
«παππού» είναι τόση, ώστε όπως κάθε ενθουσιασμός να καθίσταται έως και πολύ
υπερβολικός – δεν πειράζει. Ο κ. Πόλκαν, λοιπόν, όπως άκουσα στην εξαίρετη
ραδιοφωνική εκπομπή Outlook του BBC (από αυτές που αντιστέκονται ακόμα στα φτηνά
ραδιόφωνα με τις ασυνάρτητες play
list και την δίχως όρια φλυαρία), διανύει κάθε μέρα
απόσταση περίπου 8 μιλίων (σχεδόν 13 χιλιόμετρα δηλαδή), κουβαλώντας ένα βαρύ
σακίδιο στον ώμο. Μέσα σε αυτό, υπάρχουν βιβλία. Πολλά βιβλία…
ΕΙΝΑΙ μέρος της
βιβλιοθήκης του, που την έκτισε με τα χρόνια, και σήμερα αριθμεί περίπου 5.000
βιβλία. Στα σχεδόν 20 χωριά που επισκέπτεται κάθε εβδομάδα, μοιράζει τα βιβλία
του σε συνανθρώπους του που, όπως και αυτός, η φτώχεια δεν τους άφησε να πάνε
σχολείο, και είτε με βοήθεια, είτε όχι, μαθαίνουν τώρα να διαβάζουν. «Φτωχός»,
λέει, «δεν είναι όποιος δεν έχει να φάει, αλλά όποιος δεν έχει βιβλίο να
διαβάσει».
ΜΕΓΑΛΩΣΕ κι αυτός σε
οικογένεια με αναλφάβητους γονείς. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Πόλκαν ήταν
μόλις 5 μηνών. Τον υιοθέτησε ο παππούς του, πατέρας της μάνας του. Εκεί
γνωρίστηκε με ανθρώπους γραμματιζούμενους. Του άρεσε πολύ να ακούει τοις
συζητήσεις τους. Ένας δάσκαλος του είχε μεγάλη αδυναμία. Και επειδή ζούσε σε
‘ένα διπλανό χωριό, του είπε πως εάν πάει να μείνει και εκείνος εκεί, αφού εκεί
ζούσε και ένας θείος του, θα αναλάμβανε δωρεάν την μόρφωσή του. Η μητέρα του
συμφώνησε, και ο Πόλκαν μετανάστευσε.
Μ’ ΑΥΤΟΝ τον δάσκαλο
μαθήτευσε 4 χρόνια, αφού μετατέθηκε αλλού. Ταυτόχρονα όμως, η φτώχεια της
οικογένειάς του δεν του επέτρεψε να συνεχίσει μαθήματα. Έπρεπε να βοηθήσει σε
δουλειές. Όμως, ο σπόρος της μάθησης είχε εμφυτευτεί μέσα του. Όποιο τυπωμένο
γραπτό κείμενο και εάν έβρισκε, ακόμα και σε χαρτί πεταμένο στον δρόμο, το
μάζευε και το διάβαζε. «Ενώ όλοι γύρω μυ ήταν φτωχοί, εγώ ένοιωθα πλούσιος
διότι ήξερα γράμματα», είπε.
ΤΟ ένα βιβλίο έφερνε το
άλλο. Κάποτε έπεσε στα χέρια του ένα θεατρικό έργο. Δεν θυμάται ποιο. Μόνο ότι
ήταν κωμωδία. Κι η τύχη τάφερε να έρθει στο χωριό ένας περιφερόμενος θίασος
και, όπως συνηθίζεται, ζητώντας από τους ντόπιους να λάβουν μέρος εθελοντικά
στη παράσταση, εκείνος προθυμοποιήθηκε από τους πρώτους, και γνώρισε έτσι και
τη γλυκιά γεύση του θεατρικού λόγου. Τους άρεσαν οι κωμικοί ρόλοι, και έγινε
αγαπητός και διάσημος σε όλη τη περιοχή.
ΑΚΟΜΑ κι όταν έγινε
φοροεισπράκτορας, το έκανε για δύο λόγους. Πρώτον είχε ανάγκη τα λεφτά, και
δεύτερον τον ικανοποιούσε ότι με τα χρήματα που συγκέντρωνε, κυρίως από τους
πιο εύπορους, έβλεπε ότι ενισχύονταν οι πιο αδύναμοι. Κτίζονταν σχολεία.
Φτιάχνονταν δρόμοι, κλπ. Σιγά-σιγά, με τα λίγα λεφτά που του περίσσευαν, άρχισε
να αγοράζει δικά του βιβλία. Αυτά είναι σήμερα ο θησαυρός του. Κι αυτόν τον θησαυρό
μοιράζει ακόμα ανοιχτόχερα, αλλά και με τα πόδια. Περπατώντας τόσα χιλιόμετρα
κάθε μέρα για να βοηθήσει συνανθρώπους του να διαβάζουν.
* Δημοσιεύτηκε στη στήλη μου Πρόσωπα & Προσωπεία στην εφημερίδα "Φιλελεύθερος" της Κύπρου
No comments:
Post a Comment