ΠΩΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ, ΑΡΑΓΕ, ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ, ΕΝΑ
ΜΩΣΑΪΚΟ, ΕΝΑ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΑ ΕΞΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ; ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ
ΣΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ, ΠΟΥ ΑΣΦΑΛΩΣ ΚΑΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΣΤΟΝ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΠΡΟΣΚΑΙΡΟ, ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΚΟ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ…
Μόνο
όταν στάθηκε το ολόκομψο, μα τον Δία, ταγέρ της Chanel, μπροστά από το ολόγυμνο άγαλμα του
Παιδός του Κριτίου, κατάλαβα ότι η πραγματική ομορφιά ήταν στο μαρμάρινο σώμα
από την μία, και στα υπέροχα αμυγδαλωτά μάτια της Αμάλ Αλαμουντίν από την άλλη.
Το άγαλμα, σαν ναλεγε «κοίταξε με». Και τα μάτια, σαν ν’ αποκρίνονταν «σε
κοιτώ». Έτσι, ξεκίνησε μια σχέση…
ΓΙΑ ΜΕΝΑ, η σχέση του κάθε ανθρώπου με την
Ιστορία του (που τι άλλο είναι από το παρελθόν που βιώνεται ακόμα και προτού
υπάρξει;), έχει αδιαμφισβήτητα το κοίταγμα μιας καθαρής ματιάς. Από αυτήν,
γεννιούνται παραστάσεις παλιές, και προκύπτουν εξηγήσεις καινούργιες. Ίσως και
παιχνίδια…
ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ξανά την Ιστορία με μια ουλή
κατάπληξης και σύγχυσης στο μυαλό. Απουσίαζα όταν δίδασκαν εθνική ανάγκη. Παιδί
ήμουν ακόμα, και απείχα πολύ από κει που μπορούσε να μ’ αγγίξει ηρωική εξήγηση.
Πανέμορφες μέρες παρολ’ αυτά, τα παιχνίδια μου εντός, γέρνοντας ανάλαφρα,
πάντοτε, προς την λανθασμένη κατεύθυνση – πόσο μαγικοί, αλήθεια, οι λασπωμένοι
δρόμοι που έκτιζα κάτω από την μουριά μου, τραγουδώντας…, ή ουρλιάζοντας
μάλλον, τους πατριωτικούς μου ύμνους – βίρα! Και άντε μπρος ξανά, εδώ, τώρα.
ΙΣΤΟΡΙΑ επιβιβασμένη, και η λάσπη μαζί
της. Οι δάσκαλοί μου, πάντοτε κάπου πέρα, «έλα τώρα», με προτρέπουν. Ήρθε πάλι
η στιγμή για το χαρωπό, εθνικό μας καρουσέλ. Πόσο συναρπαστικό! Και πόσο μακρύς
ο λασπωμένος δρόμος. Κάτω από τη μουριά μου, περνώντας μέσα από την καλύβα του επιστάτη, λίγο πιο
πέρα από τον ορατό ορίζοντα της ψευδαίσθησης.
ΕΜΠΡΟΣ! Πάμε ξανά. Έν-δυό-τρία μαρς. Στην
25η, τρέχα! Ειν’ η ώρα να απαγγείλω το συνηθισμένο μου ποίημα. «Της
πατρίδας μου η σημαία, έχει χρώμα γαλανό». Η κατεύθυνση μιας γραμμής που πάντα
φαίνεται ίσια, κι όμως… Ά, ναι. Θυμάμαι. Πήρα πολύ χρόνο να φτάσω ως εκεί.
Στριφογύριζα, έπεφτα, έκλαιγα, περιπλανιόμουνα, έβρισκα, συνέχιζα να πηγαίνω.
Στο πουθενά!
ΤΗΝ προηγούμενη εβδομάδα είχαμε την Αμάλ στην
Αθήνα. Το γεγονός, σημαντικό για αυτό που είναι, όχι για κείνο που φαίνεται.
Θέλουμε τη δημοσιότητα, αλλά όχι μόνη της. Θέλουμε τα Μάρμαρα για να
επαναπατριστούν στο Φως τους – όχι να τα καλωσορίσουμε με πανηγύρια στην αρχή,
όπως όταν επιστρέφει σπίτι μετά από σπουδές το ξενιτεμένο παιδί μας, και πολύ
γρήγορα το «πνίγουμε» μέσα στην καθημερινότητα και το σκοτάδι μας. Μετατρέποντας
τον επαναπατρισμό σε ενσωμάτωση…
ΤΟ «χωριατιλίκι» του Έλληνα για μία ακόμη
φορά υπερκάλυψε την ουσία και σε τούτο το θέμα. Η Ιστορία μπλέχτηκε με τον
διεστραμμένο μας πατριωτισμό (του στυλ «γιατί να τάχουν τα Γλυπτά μας οι
κωλοεγγλέζοι;), κι έγινε link έξω από το Μαξίμου, να μας κλαίν ρέγγες και να γελούν όλοι της
Γης οι πικραμένοι. Τα Μάρμαρα ήταν το «παρεμπιπτόντως» των ζωντανών ρεπορτάζ. Εκφωνηθέντα
από νεκροζώντανα κύτταρα, κρατώντα όλως
τυχαίως μικρόφωνα.
Το κομμάτι αυτό δημοσιεύτηκε στη στήλη "Προσωπικές Οπτασίες" στον κυριακάτικο Φιλελεύθερο, Κύπρου, 19.10.2014
No comments:
Post a Comment