Σαν σήμερα, 6 Μαρτίου του 1994, (πάνε κιόλας 20 χρόνια, Χριστέ μου!), πέθανε στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης από επιπλοκές που προκλήθηκαν από τον καρκίνο στους πνεύμονες, από τον οποίο έπασχε, η ηθοποιός και πολιτικός Μελίνα Μερκούρι, σε ηλικία 73 ετών. Ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, όχι μόνο εξαιτίας της λαμπρής καριέρας της στον κινηματογραφο, στο θέατρο και στο τραγούδι, αλλά και λόγω του μεγάλου αγώνα που έδωσε, μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής της, για την επιστροφή των κλεμμένων, από τον λόρδο Έλγιν, Μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Στη φωτογραφία που αναρτώ, είμαστε μαζί στο Λονδίνο (θα πρέπει να ήταν γύρω στο 1988-89, αν θυμάμαι καλά), στο σπίτι Ελλήνων φίλων της που την φιλοξενούσαν. Είχε έρθει εκεί για να κάνει τις πρώτες της εξετάσεις, που δυστυχώς δεν ήταν καλές. "Θα το παλέψω", μου είχε πεί τότε σε μία συνέντευξη που της πήρα για την "Ελευθεροτυπία", της οποίας ήμουν ανταποκριτής στη βρετανική πρωτεύουσα. Ανακοινώνοντάς της τα άσχημα νέα, ο γιατρός της είπε "εννοείται ότι θα κόψετε το κάπνισμα". Ήταν φουγάρο η μακαρίτισσα, δυστυχώς. Ήξερε ότι της έκανε κακό, "αλλά μου αρέσει το καταραμένο", έλεγε συχνά.
Αλλά, τα λόγια του Άγγλου γιατρού δεν τής άρεσαν - κυρίως το ύφος του. "Τι πάει να πεί, 'εννοείται ότι θα το κόψετε';", μου έλεγε όταν μου διηγείτο το περιστατικό. Και κοιτώντας τον αυστηρά, του απάντησε "εννοείται ότι θα το κάνω μόλις εσύ, ως γιατρός, γράψεις συνταγή στην κυβέρνηση να μας επιστρέψει τα Μάρμαρα"!
Ήταν το πάθος της αυτό. Και ως μία γυναίκα που το "πάθος" ήταν συνυφασμένο με το "είναι της" (this woman must be passionate even when she washes dishes, δηλαδή "αυτή η γυναίκα πρέπει να είναι παθιασμένη ακόμα κι όταν πλένει πιάτα", μου είχε πεί κάποτε ένας Άγγλος δημοσιογραφος που συναντήθηκε μαζί της και της πήρε συνέντευξη), δεν δυσκολευόταν να το μεταδώσει στους γύρω της, είτε αυτοί ήταν υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων, είτε όχι.
Δεν θα ξεχάσω όσο ζω τη συνέντευξη που έδωσε στο BBC ως υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης Παπανδρέου, κατα τη διάρκεια μιας από τις πολλές επισκέψεις της στο Λονδίνο. Τη ρώτησε, με εκείνη τη γνωστη βρετανική φλέβα ειρωνείας ο δημοσιογραφος, "do you really mean that you Greeks are capable of protecting these Marbles that we have taken such a good care of for so many years here at the British Museum?" ("Εννοείτε πραγματικά ότι εσείς οι Ελληνες είστε ικανοί να προστατέψετε τα Μάρμαρα όπως τα έχουμε προστατέψει εμείς τόσα χρόνια εδώ στο βρετανικό Μουσείο;).
Τον κτύτησε αμέσως με βλέμα πολυβόλο! "Μελλοθάνατος", ψιθύρισα, και περίμενα με λαχτάρα. Όμως, η βολή ηταν ... ήρεμη. Ήρεμη, αλλά καίρια. "Εντάξει", του είπε. "Εσείς πράγματι τα φλάξατε καλά για λίγα χρόνια. Εμάς, μας τα φυλάει ο Ηλιος, που δεν έχετε εσείς, χιλιάδες χρόνια. Οπότε, ευχαριστούμε, αλλά επιστρέψτε τα!"
Στις μέρες που βρεθήκαμε τελευταία φορά στο Λονδίνο (γιατί μετα από από περίπου 3 χρόνια πήρα κι εγω τον δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα), θυμάμαι μια Μελίνα φοβισμένη, με κομμένα φτερά. Ηταν η πρώτη φορά που την έβλεπα έτσι, και με είχε σοκάρει. Την θεωρούσα άτρωτη. Ανίκητη.
Αργότερα, όταν βρεθήκαμε στην Αθήνα, της το είχα πεί. Και μου απάντησε, "κοίταξε, εκείνο που με φοβίζει πιο πολύ σ' αυτήν την αρρώστεια, δεν είναι ότι θα με οδηγήσει στον θάνατο, αλλά ότι στην πορεία προς αυτόν θα μου στερεί κάθε μέρα κάποια από τις πολλές μικρές χαρές που εμένα μου ομορφαίνουν και με κρατούν στη ζωή".
Εννοούσε - αν μπορώ να το συνοψίσω όλο αυτό σε μία μόνο λέξη - την Ελευθερία της. Την ελευθερία της να βγεί έξω ξυπόλυτη και να περπατήσει μες τη βροχή. Την ελευθερία να ανάψει ένα τσιγάρο ή να πιεί το αγαπημένο της ουίσκι - όχι τσιγγούνικα, με μια μεζούρα, όπως το πίνουν οι Εγγλέζοι, αλλά γεμίζοντας το μισό ποτήρι "να το χορταίνεις μόνο που το βλέπεις". Την ελευθερία να ξυπνα μέσα στη νύχτα, να σηκώνει το τηλέφωνο, και να βρίσκεται μετα από λίγο σε φιλικό σπίτι για αγρυπνία" κουβέντας και συντροφιάς. Την ελευθερία να είναι "η Μελίνα".