Υποψήφιος για το βρετανικό θεατρικό Βραβείο
Λόρενς Ολίβιε είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Τα θεατρικά βραβεία, τα οποία
θεωρούνται τα «Tony του Θεάτρου», οργανώνονται και απονέμονται από τη θεατρική
Society of London στο Λονδίνο και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου διεκδικεί το βραβείο
«Outstanding Αchievement in Dance» (Εξαίρετο Επίτευγμα στον Χορό). Ο
Παπαϊωάννου είναι υποψήφιος για το βραβείο με τη χορογραφία του για «The Great
Tamer» (Ο Μεγάλος Δαμαστής) που αποθεώθηκε στην πρεμιέρα του στο λονδρέζικο
Sadler’s Wells, στα πλαίσια του φημισμένου φεστιβάλ Dance Umbrella.
Η εφημερίδα Guardian μάλιστα είχε δώσει
τέσσερα αστέρια στον «Μεγάλο Δαμαστή» του Παπαϊωάννου που είναι μια παραγωγή
της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση. Βέβαια ο έλληνας χορογράφος έχει να αντιμετωπίσει
σκληρό ανταγωνισμό καθώς το ίδιο βραβείο διεκδικεί και ο επίσης σημαντικός
Άκραμ Καν με το έργο «Xenos». Οι νικητές θα ανακοινωθούν την ημέρα της απονομής
στο Λονδίνο, στις 7 Απριλίου. (Πηγή: Protagon.gr).
Για μένα αυτή είναι η είδηση της ημέρας.
Μου δίνει ανείπωτη χαρά. Και βεβαίως δεν με εκπλήττει ως είδηση, γιατί ο
άνθρωπος που πρωταγωνιστεί σε αυτήν, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου έχει τη σπάνια
στόφα εκείνων που δουλεύουν σκληρά, που παράγουν έργο υψηλών προδιαγραφών, που
αντί να μιλάνε αυτοί αφήνουν το ίδιο το έργο να μιλήσει, που δεν
επιδεικνύονται, δεν περιφέρονται άσκοπα στις αγορές του κόσμου.
Τον παρακολούθησα στενά στο διάστημα που του
ανατέθηκε από την Γιάννα Δασκαλάκη-Αγγελοπούλου να αναλάβει εξ ολοκλήρου και εν
λευκώ την Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Η
Αγγελοπούλου ήταν ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης την
είχε επιλέξει διότι ήξερε ότι είχαμε χάσει πολύτιμο χρόνο με τις γνωστές
«διαδικασίες», και ότι αυτή η πεισματάρα πρώην πολιτευτής της Νέας Δημοκρατίας
και σύζυγος ενός πάμπλουτου εφοπλιστή, ήταν δουλευταρού, είχε αίσθηση του
γούστου, και ήταν πολύ-πολύ φιλόδοξη – που πάει να πει ότι ήθελε να πετύχει σε
αυτό που ανέλαβε.
Έτσι λοιπόν, όταν ανακοινώθηκε ότι ανέθεσε η
ίδια στον Δημήτρη Παπαϊωάννου την Τελετή Έναρξης (μία «παράσταση» που θα την
έβλεπαν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο), δεν άκουσα και δεν διάβασα
πουθενά ούτε μία αρνητική αντίδραση για αυτό. Ενώ, δηλαδή, δεν περνούσε τότε
σχεδόν ούτε μία μέρα που να μην σύρει κάποιος τα εξ’ αμάξης στην γυναίκα, για
εκείνην την «απευθείας ανάθεση έργου», ούτε κουβέντα. Μόκο!
Όλοι ήξεραν (κι όσοι δεν ήξεραν, φρόντισαν
και έμαθαν) ποιος είναι ο Παπαϊωάννου και τι δουλειά κάνει. Και ενώ τα ονόματα
που ακούγονταν ως μνηστήρες για το τιτάνιο εκείνο έργο ήσαν πολλά και ηχηρά,
μπορεί να στενοχωρήθηκαν και να κατέβασαν μούτρα, αλλά δημόσια κανείς δεν
τόλμησε να πει «κιχ».
Με εντυπωσίασε αυτό. Και μέχρι και σήμερα, όποτε
τα θυμάμαι, ακόμα με εντυπωσιάζει. Διότι η τέχνη του Παπαϊωάννου δεν είναι
εύκολη, δεν είναι εύπεπτη. Δεν είναι αυτό που λέμε «λαϊκή». Ήταν, και παραμένει
μετά από τόσα χρόνια ένας πειραματικός θεατρικός παραγωγός, σκηνοθέτης και
χορογράφος. Οι δουλειές του πολλές φορές, προκειμένου να πει και να δείξει αυτό
που θέλει, τραβάνε στα άκρα. Μπορεί και να σοκάρουν κιόλας. Υπάρχουν σκηνές που
τις σκέφτεσαι χρόνια, και μπορεί να μην τις έχεις καταλάβει ακόμα.
Την δημοσιότητα, εκείνης που σχετίζεται με την
τέχνη του, ουδέποτε την συμπάθησε. Κι όμως ήταν και είναι ακόμα δημοφιλής.
Δημοφιλέστατος. Πώς γίνεται αυτό; Και κυρίως, τι σημαίνει αυτό;
Μα τι άλλο από το ότι κάνει τη δουλειά του
σωστά, απίστευτα επαγγελματικά, με συνέπεια, δίχως να αντιγράφει κανέναν; Ότι
είναι αυθεντικός; Ότι έχει αναγνωριστεί και πέρα από τα σύνορα της πατρίδας
του;
Πολλές φορές, όταν τα σύννεφα πάνω από το
κεφάλι μας μαυρίζουν και βαραίνουν τόσο που νομίζεις πως θα πέσουν πάνω σου,
θυμώνω. «Μα που είναι επιτέλους οι
πνευματικοί άνθρωποι αυτού του τόπου, να υψώσουν τη φωνή τους και να μαζέψουν
όλους εμείς που εξοκείλαμε;», φωνάζω.
Και θυμάμαι τότε που, όταν το έγραψα, με μάζεψε ένας από αυτούς, που
πολύ αγαπώ, και μου είπε «ό,τι έχουμε να πούμε αδερφέ, το λέμε με τη λογοτεχνία
μας, την ποίηση, τη μουσική, τους πίνακες που ζωγραφίζουμε, τη ζωή που ζούμε
στην καθημερινότητά μας». «Ακόμα και για την έκλειψη της πολιτικής, για τη
διαφθορά στη κοινωνία, την φτώχεια και την απαιδευσιά;», ρώτησα. «Κυρίως για
αυτά», απάντησε.
Αυτός, ξέρω, είναι ο δύσκολος δρόμος.
Γιατί, πόσοι διαβάζουν; Πόσοι εκτιμούν έναν καλό πίνακα; Πόσοι μπορούν να
βουτήξουν και να χαθούν σε ένα ποίημα; Δεν είναι αφ’ υψηλού οι απορίες μου, όχι.
Αντίθετα, και αυτό αποδεικνύεται και από την «δύσκολη περίπτωση Παπαϊωάννου»,
όταν σε αυτό που κάνεις υπάρχει και κυριαρχεί το στοιχεία του ήθους, αυτό όλοι
το καταλαβαίνουν, όλοι το αισθάνονται, και όλοι μπορούν να το εκτιμήσουν.
Η στήλη μου Πρόσωπα & Προσωπεία στην κυπριακή εφημερίδα "Φιλελεύθερος", 08.03.2019