Η δήλωση την περασμένη εβδομάδα του
Αρχηγού ΓΕΕΘΑ της Ελλάδας, Ναυάρχου Ευάγγελου Αποστολάκη, ότι "αν οι Τούρκοι
ανέβουν πάνω σε μια βραχονησίδα μας, τη βραχονησίδα αυτή θα την
ισοπεδώσουμε" , ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Γνωρίζουμε ότι έγινε επί τούτου, και κατόπιν
συνεννόησης με την πολιτική ηγεσία του τόπου. Εκτός του ότι, και πολιτισμικά,
αυτό δεν μας διαφοροποιεί καθόλου από την γείτονά μας (τουλάχιστον ως προς την
χρόνια πολιτική προσέγγιση που αυτή ακολουθεί) – κάτι που εμένα με ενοχλεί πάρα
πολύ, διότι θέλω να πιστεύω ότι η σύνεση και η σοβαρότητα πάντοτε επικρατούν –
μου θυμίζει επίσης και εκείνους τους συμπαθέστατους κουτσαβάκηδες στην παλιά
Αθήνα, που τους άρεσε να επιδεικνύονται ως δήθεν παλληκαράδες, κοινώς
«ψευτόμαγκες».
Όπως διαβάζω και στην Wikipedia, η προσωνυμία αυτή, κουτσαβάκης,
προκύπτει μάλλον από το «κουτσά» + «βαίνω», δηλαδή βαδίζω σαν κουτσός. Αυτό
ήταν και κλασσικό χαρακτηριστικό των κουτσαβάκηδων της εποχής (που φαίνεται πως
ακόμα υπάρχουν, και μάλιστα και σε υψηλότατα αξιώματα), που «χάριν επίδειξης
βάδιζαν χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους, κατ’ αντίστοιχο πόδι, γυρνώντας
ομοίως ελαφρά κατά πλευρά το κεφάλι».
Δεν λέω, προς Θεού, ότι ο
Ναύαρχος Αποστολάκης είναι τέτοιος. Αλλά με δηλώσεις σαν και αυτήν κάνει την
χώρα μου, την Ελλάδα, να μοιάζει ως τέτοιος τύπος. Με τον οποίο, τύπο, μια χαρά
γελάω και το απολαμβάνω όταν τον βλέπω
στο πρόσωπο ενός Χατζηχρήστου για παράδειγμα, ως Ζήκο στο «Της Κακομοίρας», ή
ενός Νίκου Ρίζου, στην ίδια ταινία (φωτό). Πολύ με στενοχωρεί όμως όταν αυτός,
ο τύπος, αντικατοπτρίζεται σε πρόσωπα
σοβαρά, που εκπροσωπούν ολόκληρο έθνος.
Βέβαια, ακούω συχνά κατά
καιρούς από διάφορους άλλους κουτσαβάκηδες ότι πρέπει και εμείς κάπου-κάπου να
υψώνουμε ανάστημα κατά της Τουρκίας, ιδίως όταν αυτή εκφράζεται με την γνωστή
της επιθετική έως και τραμπούκικη πρακτική. Υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορείς να
υψώσεις το ανάστημά σου. Ο συγκεκριμένος που επέλεξε τώρα η πολιτική ηγεσία της
Ελλάδος (επικεφαλής της οποίας αυτή τη περίοδο είναι ένας κλασικός κουτσαβάκης,
και μάλιστα χωρίς την «χαριτομενιά» του Ζήκου), δεν είναι ένας από αυτούς.
Αντιθέτως, απλώς ρίχνει νερό στον μύλο της έντασης, που είναι αυτό ακριβώς που επιδιώκουν
ορισμένοι ακραίοι κύκλοι στην Άγκυρα.
«Όλοι οι κουτσαβάκηδες, που ζούνε στο κουρμπέτι/κι αυτοί μες στην καρδούλα τους, έχουν μεγάλο ντέρτι» – Στίχος καρδιάς, από το σπουδαίο λαϊκό άσμα του μέγα Μάρκου Βαμβακάρη «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά». Έτσι ναι. Μπαίνουν κάποια πράγματα στη θέση τους. Είναι αληθινά, και τα’ αγαπάς. Διαφορετικά, καθίστανται απελπιστικά γραφικά, και τα φοβάσαι.
Κι έτσι όπως παίζει και «πετάγεται», πάντοτε,
το μυαλό μου όταν χάνομαι μες τα κείμενά μου, ακόμα κι όταν αυτά είναι σκοτεινά
και θυμωμένα, μπαίνω στο YouTube και ακούω ξανά τις Έξη Λαϊκές
Ζωγραφιές, Έργο 4ν (1950) του Μάνου Χατζιδάκι, και μαλακώνει η ψυχή μου.
Γλυκαίνει. Κι ίσως ναναι αυτό, τελικά, που με κρατά όρθιο και με έναν διαρκή,
ενδόμυχο ενθουσιασμό, σε μια χώρα που άνθρωποι σαν κι αυτόν, που υπάρχουν και
σήμερα, είχαν το ταλέντο και το ανάστημα να περνάνε τα σύνορά τους και να
παντρεύουν μουσικές και έννοιες που εκ πρώτης όψεως δεν είναι συμβατές.
Όπως εμπνεύστηκε ένα μέρος από το Χαμόγελο της Τζοκόντας από
ένα Κοντσέρτο του Βιβάλντι, αυτό για βιολί σε Λα ελάσσονα, με τον ίδιο τρόπο,
αλλά από διαφορετική σκοπιά, έσκυψε επάνω στο πιάνο του και «χόρεψε» τη
Συννεφιασμένη Κυριακή ή την Άμαξα Μες τη Βροχή. Όμορφη σαν πριγκηπέσα!
Από τη καρδιά μου βαθιά, εύχομαι σε όλους και όλες εσάς, που
ακόμα συμμετέχετε στην ιεροτελεστία του να αγοράζετε την εφημερίδα σας, να την
πιάνετε στα χέρια, και να χάνεστε μέσα στις σελίδες σας, να περάσετε όμορφες
και χαρούμενες στιγμές τις γιορτές μαζί με τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Αλλά,
και σε όσους είναι μόνοι, να συνοδέψετε με μουσική τις καλές αναμνήσεις σας και
να σκέφτεστε ότι δεν είστε.
(*) Από τη στήλη μου Πρόσωπα & Προσωπεία στην κυπριακή εφημερίδα Φιλελεύθερος