Friday, August 22, 2014

ΣΕ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ Ο,ΤΙ ΔΗΛΩΣΕΙΣ


ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ, 46, Ελληνίδα λογοτέχνης, συγγράφει μυθιστορήματα και θεατρικά. Ο πολύς κόσμος ξέρει το βραβευμένο βιβλίο της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» (2007), το οποίο δεν έχω διαβάσει αλλά σίγουρα θα το κάνω έχοντας μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση του «Η ενοχή της αθωότητας», που πρωτοκυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, και που κάθε σελίδα του τη γύριζα σχεδόν με μανία, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελα και να τελειώσει. Μου’χαν μιλήσει φίλοι καλοί και καλλιεργημένοι για αυτήν την νέα συγγραφέα που γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Και πράγματι, έσπευσα αμέσως να αγοράσω αυτό το βιβλίο της αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως, πήρε σειρά ακαθόριστη στην μεριά εκείνη της βιβλιοθήκης μου όπου, προκλητικά υπομονετικά, με περιμένουν οι συγγραφείς και οι τυπωμένες τους σελίδες.

ΤΟΥΤΟ το μυθιστόρημα, το συστήνω ανεπιφύλακτα σε φίλους και φίλες που έχουν ακόμα ολοζώντανο μέσα τους το σκουλίκι της ανάγνωσης καλών βιβλίων. Η γραφή της Μπουραζοπούλου είναι πλούσια και συναρπαστική. Καιρό είχα να διαβάσω βιβλίο Ελληνα συγγραφέα που να χειρίζεται τόσο καίρια, περιγραφικά, επεξηγηματικά, αλλά και χωρίς ίχνος υπερβολής και εντυπωσιασμού, τον γραπτό λόγο. Η ιδέα του βιβλίου είναι πρωτότυπη, και φαίνεται πως η συγγραφέας βάζει πολλή δουλειά στο να ερευνήσει και να κτίσει την υπόθεσή της πριν αρχίσει το γράψιμο. Η πλοκή είναι συναρπαστική. Κάθε συμβάν, έχει τον λόγο του. Ό,τι συμβαίνει, σου γεννά σκέψεις και προβληματισμούς. Δεν είναι βαρύ βιβλίο και, ευτυχώς δεν είναι ανάλαφρο.

ΕΧΕΙ στοιχεία μυθιστορήματος δρόμου, πολιτικού θρίλερ και γοτθικού παραμυθιού, όπως το χαρακτηρίζει η ίδια στο οπισθόφυλλό του. Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μία φανταστική Ευρώπη, πολύ αλλιώτικη από αυτήν που τώρα βιώνουμε. Δεν ξέρω εάν θα την αντέχαμε αυτήν την αλλιώτικη Ευρώπη, σίγουρα όμως στο βιβλίο της η Μπουραζοπούλου μας κάνει να αποζητούμε πτυχές της ως υποκατάστατα των παρεκτροπών της σημερινής, δικιάς μας.

Σ’ ΑΥΤΗΝ την «άλλη Ευρώπη», οι άνθρωποι δεν είναι πολίτες, αλλά επαγγελματίες, και χωρίζονται σε συντεχνίες, ευτυχώς όχι σαν αυτές που ξέρουμε. Έχουν τα όρια και τους όρους τους, και κάθε μία είναι σεβαστή απ΄όλους. Δύο φίλοι, ένας καλλιτέχνης και ένας διανοούμενος (που ανήκουν σε διαφορετικές συντεχνίες, όπου οι ρόλοι δεν μπερδεύονται και οι άνθρωποι, σε αντίθεση με την πικρή διαπίστωση του Τσαρούχη, δεν είναι ό,τι δηλώνουν!) αναλαμβάνουν μια περίεργη αποστολή: διορίζονται συνοδοί κάποιου αθώου κρατούμενου που αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου. Η δίκη του γίνεται δημόσια, ενόσω οδοιπορούν προς τον τόπο εκτέλεσης, διασχίζοντες τις γνωστές μεγάλες οροσειρές της Ευρώπης. Ένορκοι είναι όλοι οι κάτοικοι της Γηραιάς Ηπείρου, οι οποίοι πρέπει να αποφανθούν για το «αν η αθωότητα του υπόδικου δεν είναι παρά μία ενοχή διεστραμμένη, η εάν η ευθυκρισία των δικαστών του δεν είναι παρά μία διαβολή εκλεπτυσμένη».


ΔΕΙΓΜΑ ωριμότητας αυτής της φανταστικής Δημοκρατίας, γράφει η Μπουραζοπούλου – και αυτό είναι σίγουρα τροφή για σκέψη – είναι το να μην επαναλαμβάνει σφάλματα παλαιότερων εκδοχών της. «Παραδείγματος χάριν, ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα αγαθό, το οποίο βρίσκεται νόμιμα στην κατοχή κάποιου επαγγελματία και το οποίο είναι επιτακτική ανάγκη να περιέλθει στην κατοχή της πολιτείας. Παλαιότερα καθεστώτα θα υποχρέωναν τον επαγγελματία, που τότε ονομαζόταν πολίτης, να το παραδώσει υπέρ του γενικού καλού, είτε με τη βία είτε δίνοντάς του κάποια αποζημίωση. Στη δεύτερη περίπτωση, η πολιτεία αναγνώριζε τουλάχιστον ότι περιέπιπτε σε αδίκημα – την πρώτη δεν καταδέχομαι καν να τη σχολιάσω – υφαρπάζοντας από τον πολίτη το αγαθό που ο νόμος έθεσε στην κατοχή του και για τούτο αισθανόταν την υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Μόνο που έτσι διπλασίαζε την αρχική της ατιμία, γιατί όταν τον πληρώνει, σαν να είναι κλεπταποδόχος, για να του στερήσει κάτι που η ίδια θα έπρεπε να προστατεύει, εγείρεται το εύλογο ερώτημα αν το αγαθό ήταν ορθώς μέχρι τότε στην κατοχή του πολίτη».

No comments:

Post a Comment

Έκλαιγα όλη νύχτα!...

  ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Από έναν δάσκαλο, που πριν από αρκετούς μήνες μου έστειλε ένα μέϊλ.   Δεν θέλω να πω το όνομά του, γιατί ζούμε μέρες αδ...