TOΝ περασμένο μήνα συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την
ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος, Στρατής
Μυριβήλης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Μιχαήλ Σταματόπουλου, από τους σημαντικότερος
Έλληνες πεζογράφος, ανήκων στην περίφημη «γενιά του ‘30», εκείνην «που πολέμησε
για την ανόρθωση του ελληνισμού κατά τους βαλκανικούς πολέμους, που
παρακολούθησε με όνο την Μικρασιατική Καταστροφή και την κατάρρευση της Μεγάλης
Ιδέας».
ΜΕΡΕΣ μνήμης και στοχασμού, είπα
ν’ αναδημοσίευσω σήμερα απόσπασμα από κείμενό του στο περιοδικό ΝΕΑ
ΕΣΤΙΑ, τεύχος 318 της 15.03.1940, με τον τίτλο που βλέπετε πιο πάνω. Έχει,
πιστεύω, πολύ ενδιαφέρον, και είναι και διαρκώς επίκαιρο…
**************************
«…ΑΝ
ύστερα από ένα αιώνα αντεθνικής εκπαίδευσης σώζεται ακόμα ακμαίο και δυνατό
στις βιολογικές εκδηλώσεις του το ελληνικό έθνος, το χρωστάμε στο ευτύχημα της
αγραμματοσύνης του ελληνικού λαού. Και εννοώ τον γνήσια αγράμματο λαό, που
εξακολουθεί να μας απομένει ο μοναδικός θεματοφύλακας του εθνικού πολιτισμού,
και να διατηρεί μέσα στη σοφή άγνοιά του όλα τα νήματα της φυλετικής μας
συνέχειας.
ΑΝ
αυτά τα εκατό χρόνια τα κατάφερναν οι δάσκαλοι να περάσουν από το ανθελληνικό
τεζάχι τους όλα τα εκατομμύρια των ρωμιών, σήμερα δε θα υπήρχαμε πάνω στη γη σα
φυλή με αυτοτελή φυσιογνωμία καταγωγής και πολιτισμού.
ΤΟ
πανεπιστήμιο στάθηκε ο μεγάλος οχτρός της εθνικής ψυχής. Αυτό χτύπησε
κατακέφαλα καθετί που ήταν η γνήσια και ατόφια κληρονομιά του γένους. Γλώσσα,
ήθη και έθιμα, μουσική, χορούς, βιοτεχνία, λαϊκές τέχνες, παραδόσεις και
θρύλους. Γιατί όλα αυτά τα καταδίωξε το πανεπιστήμιο με φανατισμό, με σύστημα
και με πάθος, που ποτές, κανένας καταχτητής δεν τόφτασε, απ’ όσους μας
τσαλαπάτησαν μέσα στην αιώνια Ιστορία μας.
ΑΠΟ
κει βγήκαν και σκόρπισαν σ’ όλες τις πολιτείες, σ’ όλα τα νησιά, στα χωριά και
στα βουνά και στ’ ακρογιάλια της Ελλάδας, οι φοιτητές, οι γιατροί, οι
δικηγόροι, οι υπουργοί της παιδείας, οι καθηγητές των γυμνασίων και οι δάσκαλοι
των δημοτικών σχολειών, όλοι φανατισμένοι καταλυτές της ζωντανής Ελλάδας, όλοι
κήρυκες της επιστροφής προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Βρυκόλακα, προς μιαν Αρχαίαν
Ελλάδα – τάφο, προς μιαν Αρχαίαν Ελλάδα – Νεοελληνοφάγο.
ΚΑΜΙΑ
κοροϊδία δεν ήταν αρκετή για τη γλώσσα, για τα φερσίματα, για τη ντυσιά, για τα
τραγούδια, για τις παραδόσεις του αγράμματου γονιού, από μέρους του γιου του
που τον έστειλε να σπουδάσει, και γύριζε από τη μια μεριά αρνητής και οχτρός
κάθε παράδοσης και κάθε συνέχειας φυλετικής, κι από την άλλη οπλισμένος με το
κύρος του σπουδαγμένου και με την επιβεβαίωση του τυπωμένου βιβλίου, που ακόμα
πριν από λίγα χρόνια είχε το κύρος της Αγίας Γραφής, γιατί μόνο τα θρησκευτικά
βιβλία έβλεπε τυπωμένα και τάκουγε στην εκκλησία ο ελληνικός λαός.
ΤΟ
αρχαιόπληχτο πανεπιστήμιο όμως στάθηκε στο δρόμο του έθνους μόνο σαν άρνηση της
ψυχικής ζωής. Στυλίτεψε, καταράστηκε, αφόρεσε τη γνήσια ελληνική ζωή, χτύπησε
με μανιακή λύσσα όλες τις μορφές αυτής της ζωής σα μορφές βάρβαρες, όμως δεν
είχε τι να προσφέρει σε αντάλλαγμα για τις αξίες που καταργούσε, έξω από μια
παγωμένη γλώσσα, που έπαιζε τραμπάλα ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα και
παρίστανε την αττική γλώσσα...»