Πάντα με προβλημάτιζε, και ως έναν βαθμό με
στενοχωρούσε, ο ολοένα και βραχύβιος βίος των βιβλίων επάνω στους πάγκους των
βιβλιοπωλείων – εκεί όπου είναι πιο ορατοί στους πελάτες. Βεβαίως, πρόκειται
για τα πιο πρόσφατης κυκλοφορίας βιβλία, τα οποία ταξινομούνται σε αυτόν τον
«πάγκο-κράχτη», ώστε να τα δουν οι βιβλιόφιλοι και να τα φυλλομετρήσουν.
Η ζωή ενός βιβλίου σε αυτόν τον πάγκο είναι
γενικά σύντομη, και εξαρτάται από το πόσο καλά πουλάει. Εκείνα που
«δυσκολεύονται», μπαίνουν κατ’ αρχάς στα ράφια, όρθια πλέον, όχι ξαπλωτά, και
μετά από ένα διάστημα φεύγουν προς άγνωστη κατεύθυνση – κάποτε στην αποθήκη του
βιβλιοπωλείου, και κάποτε σε υπαίθριους πωλητές, που τα πωλούν όσα-όσα. Μερικά
από τα καλύτερά μου βιβλία, από αυτούς τα έχω αγοράσει.
Το «Μάρτυς μου ο Θεός», του Μάκη Τσίτα, που
κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίλχη από το 2014, είναι από εκείνα τα βιβλία που
τα βρίσκεις ακόμα στους πάγκους-κράχτες των βιβλιοπωλείων, ιδίως των μεγάλων
(για την Αθήνα μιλώ, για την Κύπρο δεν ξέρω). Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή
πήρε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2014, ή ότι ήταν για
πολλούς μήνες στις λίστες με τα πιο ευπώλητα (που και αυτά μετρούν), αλλά διότι
πράγματα (θα πρέπει να) είναι εξαιρετικό βιβλίο.
Βάζω την επιφύλαξή μου σε παρένθεση, γιατί δεν το
έχω διαβάσει ακόμα. Είναι στο σάκο μου, και θα ταξιδέψουμε μαζί!
Εξ’ όσων όμως έχω διαβάσει σε κριτικές και
παρουσιάσεις, από ανθρώπους που εκτιμώ και εμπιστεύομαι, ο αφηγητής της
ιστορίας -ένας τυπικός αντιήρωας της εποχής μας, άνθρωπος απλός, που δεν
επιθυμεί παρά να ζήσει με αξιοπρέπεια-, έχοντας βρεθεί στα πενήντα του χωρίς
δουλειά και με υγεία κλονισμένη, εξιστορεί τα πάθη που υφίσταται, από την
παιδική του ηλικία, στην αναμέτρησή του με τη σκληρή πραγματικότητα.
Όλοι -οι γυναίκες που συναντά, οι εργοδότες του,
ακόμη και η ίδια η οικογένειά του- τον προδίδουν, ενώ γύρω του διαγράφεται η
εικόνα μιας κοινωνίας που, παρά την επιφανειακή ευμάρεια, βυθίζεται στην παρακμή.
Μέσα από τον χειμαρρώδη μονόλογό του, παρακολουθούμε τον αγώνα του να σταθεί
όρθιος· οπλισμένος με χιούμορ, με φαντασία και με μια ιδιαίτερη λεκτική
ευφορία, δημιουργεί ψηφίδα ψηφίδα έναν δικό του κόσμο.
Ισορροπώντας ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, ανάμεσα στο ζωτικό ψεύδος και την αλήθεια, ο ήρωας του Μάκη Τσίτα αποκτά καθολικότερες διαστάσεις ως σύμβολο του ανθρώπου που, εξαιτίας της αγαθότητάς του, αντιμετωπίζει από κάθε πλευρά την εχθρότητα και τον κυνισμό. Συγχρόνως, με τη σχεδόν παιδική αθωότητά του, γίνεται ο καθρέφτης που αντανακλά το εκτρωματικό είδωλο της ίδιας αυτής κοινωνίας η οποία τον εκβάλλει από τους κόλπους της.
Ισορροπώντας ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό, ανάμεσα στο ζωτικό ψεύδος και την αλήθεια, ο ήρωας του Μάκη Τσίτα αποκτά καθολικότερες διαστάσεις ως σύμβολο του ανθρώπου που, εξαιτίας της αγαθότητάς του, αντιμετωπίζει από κάθε πλευρά την εχθρότητα και τον κυνισμό. Συγχρόνως, με τη σχεδόν παιδική αθωότητά του, γίνεται ο καθρέφτης που αντανακλά το εκτρωματικό είδωλο της ίδιας αυτής κοινωνίας η οποία τον εκβάλλει από τους κόλπους της.
Tο βιβλίο που προτείνω, είναι ένα μικρό αλλά
μεστό βιβλίο της μεγάλης Γαλλίδας ελληνίστριας Jacqueline de
Romilly, το «Όταν
η μνήμη αποκαλύπτει» (εκδόσεις Συνάψεις, σε μετάφραση Άννυς Σπυράκου). Όπως η
ίδια σημειώνει στον πρόλογό της, το βιβλίο «είναι αφιερωμένο σε κάποιες
συγκεκριμένες αναμνήσεις.
Καταπιάνεται ειδικώς με μια σειρά από στιγμές
«όπου η μνήμη ήρθε να με ξαφνιάσει, όπως το φως που σχίζει το σκοτάδι».
Πραγματεύεται το θέμα της «μνήμης», που στο βαθύ γήρας «παύει να ανασύρει θησαυρούς,
αντίθετα ξεφτίζει και χάνεται, φέροντας τον γέροντα αντιμέτωπο με πλήθος
αντιξοότητες.
Η Ρομιγύ, θυμήθηκε ξαφνικά μια μέρα έναν
συνάδελφό της πανεπιστημιακό, που ποτέ δεν είχε στη σκέψη της ως τότε. Και δεν
τον θυμήθηκε απλώς σαν ένα αχνό πρόσωπο, αλλά σαν κάποιον που το βλέμμα του
ένοιωσε να την διαπερνά ευχ΄ριστα και προκλητικά.
Τι είναι αυτή η μνήμη, λοιπόν, που έρχεται εκ των
υστερων, και μπορεί να σε αναστατώσει; H Ρομιγύ
μιλάει για «απρόσμενες αναλαμπές». Αλλά, είναι μόνο αυτό;
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
No comments:
Post a Comment