Σε δωμάτιο ενός ιδιωτικού νοσοκομείου στην Αθήνα (αποφεύγω να δώσω … διευθύνσεις και ονόματα, γιατί ξέρω ότι τα πιράνχας των μίντια θα ορμήξουν αμέσως), νοσηλεύεται εδώ και καιρό μία κοπέλα που μία σπάνια αρρώστια την κατέστησε ολοκληρωτικά παράλυτη. Το ευτύχημα, αλλά ίσως και το βασανιστήριό της συνάμα, είναι ότι τα μάτια της είναι συνεχώς ορθάνοιχτα. Ακόμα κι όταν κοιμάται. Τα βλέπει όλα...
Αισθάνεται, αλλά δεν έχει τρόπο να το εκφράσει. Μόνο εκείνη ξέρει πότε χαίρεται, πότε λυπάται, πότε κλαίει, πότε γελάει, πότε έχει πείνα, πότε πόνο, ανησυχία, αγωνία, λαχτάρα, δίψα, συγκίνηση, φόβο, κούραση, ευτυχία…
Ευτυχία;
Είναι πολλά μερόνυχτα τώρα, από τότε που άκουσα την ιστορία της, που αυτό το μονολεκτικό ερώτημα, τόσο απλό, τόσο καθαρό, στριφογυρίζει μες το μυαλό μου και το βασανίζει;
Η μητέρα της δεν άντεξε ετούτο το ριζικό και έλιωσε από το μαράζι της. Ο πατέρας της, διαλυμένος και αυτός, μεγάλος πια και στην ηλικία, ούτε να την συντηρήσει μπορεί, ούτε και να σταθεί κοντά της, κολώνα στην ακίνητη ζωή που της επιφύλαξε η μοίρα.
Μα, είναι ακίνητη; Η ίδια, ναι. Το βλέπεις. Η ζωή της, όμως; Ποιος ξέρει;
Δίπλα της, στο πλευρό της, ένας αδερφός. Ο μόνος δικός της άνθρωπος. Ο μόνος που ίσως ξέρει. Που σίγουρα ξέρει. Γιατί, όταν είναι εκείνος εκεί, οι δυο τους μοιάζουν να συνεννοούνται. Ζητάει να της φέρουν λίγο παγωτό. Της περιγράφει μια βόλτα του στη Πάρνηθα. Την παρακαλεί να μην ανησυχεί γι’ αυτόν, «μια χαρά είμαι».
Η επικοινωνία γίνεται μέσω μιας ανεπαίσθητης κίνησης της κόρης του οφθαλμού της κοπέλας, που μόνο ο αδελφός της μπορεί να αντιληφθεί, αλλά και τώρα τελευταία 1-2 από τις νοσοκόμες που είναι πολλές ώρες στο πλευρό της. Η ελάχιστη αυτή κίνηση έγινε η αφορμή για να αναπτύξουν οι γύρω της μια καινούργια, δική τους γλώσσα, ώστε να αποσπούν από αυτήν απαντήσεις σε ερωτήματα που της θέτουν. Το «ναι» και το «όχι», σχεδόν το έχουν κατακτήσει.
Αλλά ο «ομορφότερος κωδικός» είναι εκείνος που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί ακόμα. Είναι ο «κωδικός των συναισθημάτων». Αυτός, που επιτρέπει στους ελάχιστους κοντινούς της ανθρώπους, έχοντας εξοικειωθεί πια με την απειροελάχιστη κίνηση της κόρης των ματιών της (φανταστείτε, δηλαδή, να μπορούσατε να δείτε ένα φτερούγισμα του ανέμου χωρίς να υπάρχουν δέντρα η γρασίδι κοντά, και χωρίς να μπορεί αυτό το φτερούγισμα να σας αγγίξει), να καταλαβαίνουν και να ανταποκρίνονται στα συναισθήματά της.
Η οικογένεια της κοπέλας δεν είναι πλούσια. Όσα χρήματα είχαν, ξοδεύτηκαν στην αρρώστια. Ευτυχώς, η διοίκηση του νοσοκομείου ανέλαβε εσαεί τα έξοδο της περίθαλψής της. (Άλλος ένας λόγος που δεν γράφω ποιο νοσοκομείο είναι, είναι ότι θα βρεθούν κάποιοι, ως συνήθως, που θα δουν πίσω από την ιστορία αυτή κάποιο δικό μου συμφέρον, μια δική μου ιδιοτέλεια – είπαμε, ζούμε σε χώρα βαθύτατα άρρωστη).
Η ιστορία της, που λέτε, έφτασε και στα αυτιά Αμερικανών επιστημόνων, οι οποίοι ήρθαν εδώ και δοκιμάζουν τώρα, με πολύ θετικά αποτελέσματα μέχρι στιγμής, μία μέθοδο καινούργια με την οποία (θα το πω όσο πιο απλά μπορώ, γιατί και εγώ δεν έχω καταλάβει ακόμα καλά-καλά πως γίνεται αυτό), μέσω ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή θα κατευθύνεται μία «ακτίνα» στη κόρη του οφθαλμού της ασθενούς, η οποία, «ακτίνα», στη συνέχεια, θα μπορεί να «ερμηνεύσει» τι αισθάνεται η κοπέλα εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Αυτή η «αποκωδικοποίηση του αισθήματος», θα επιτρέψει, κατόπιν, την ευκολότερη συνεννόηση μαζί της.
«Τι σου είναι η επιστήμη!», θα πει κάποιος, και δίκιο θάχει. Όμως, προηγείται μία άλλη, πιο σημαντική … αναφώνηση: «Τι σου είναι ο άνθρωπος!». Και, πρώτος-πρώτος, στη λίστα τη συγκεκριμένη που σας διηγούμαι σήμερα, είναι εκείνος ο άνθρωπος που, η πρώτη του εικόνα παραπέμπει στο «τίποτα».
Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η καθημερινότητά της κατάντησε να χαρακτηρίζεται, δικαίως ή όχι, από μικρές και μεγάλες τραγωδίες. Γύρω από αυτές περιστρέφονται όλα. Οι ειδήσεις και αναλύσεις μας. Οι φωνές και οι διαμαρτυρίες μας. Η οργή, και το ξέσπασμά μας. Η αγωνία και η απελπισία μας.
Και όμως, μέσα σε αυτόν τον ίδιο μικρόκοσμο, της καθημερινότητας, ναι, …, συμβαίνουν και τα μικρά η μεγάλα θαύματά μας. Γύρω από τα οποία, περιστρέφονται ελάχιστοι – δυο-τρεις άνθρωποι, το πολύ. Η κοπέλα, ο αδελφός της, οι νοσοκόμες, και τρεις επιστήμονες που κρατάνε ένα λαπτοπ σαν Ευαγγέλιο και περιμένουν μία ακτίνα ελάχιστου φωτός να τους πει «η Μαρία είναι χαρούμενη που σήμερα βρέχει».
ΥΓ.: Το "κομματι" αυτό δημοσιεύεται και στο http://www.aixmi.gr/
Χαμογέλασε το μέσα μου. Ευχαριστώ για το ωραίο κείμενο.
ReplyDeleteΗ σκέψη μας και οι προσευχές μας μαζί της.
ReplyDeleteΓιωργος
Εσύ κι αν ξέρεις, Γιωργο μου, τι πάει να πεί νάσαι "χαμένος".
ReplyDeleteχρ.