Sunday, July 28, 2013

H ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΜΟΥ, Η ΤΣΙΠΟΥΡΑ, Η ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ, ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ, ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΜΟΥ, Ο ΜΟΤΣΑΡΤ, Ο ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ!

Κυριακή απομεσήμερο - αρχή γραφής 2:31.

Μα είναι μέρα αυτή, είναι ώρα τώρα, είναι εποχή καλέ, μες το κατακαλόκαιρο, να κάθεσαι στο κομπιούτερ, στην Αθήνα (αν και θαταν χειρότερο αν το'κανες σε κάποια παραλία, κάποια εξοχή), να φυλλομετράς (εξ ου και το filoftero!) εφημερίδες, και ν' αραδιάζεις εδώ τις σκέψεις και τις μουσικές σου;

Το κακό δεν είναι ότι μπορεί να σου το πούν φίλοι, αλλά ότι το λές εσύ σ' αυτούς με προφανή στόχο να σε λυπηθούν! Αφού, βεβαίως, έχεις καταλυπηθεί πρώτος εσύ τον εαυτό σου...

Είναι πολύπλοκο, όμως, το "θέμα", και ίσως νάχει και ψωμί. Γι' αυτό ας αρχίσουμε κλασικά, και συνεχίζουμε κατοπιν. Ο διάσημος Δανός ομποϊστας Χένρικ Τσάϊμ Γκόλντσμιτ, ερμηνεύει εδώ το Gabriel's Oboe, από την μουσική που έγραψε ο Ένιο Μορικόνε για την ταινία The Mission (Η Αποστολή), του Ρόλαντ Τζόφε.

Όσοι, λίγοι, πιστοί, προσέλθετε. Καλή ακρόαση.




Έλεγα, λοιπόν, γι' αυτήν την "παράξενη μελαγχολία" που σε πιάνει όταν είσαι μόνος σου, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, όταν δεν χτυπάει το τηλέφωνο (που κάποτε δεν σταματούσε), κι' όταν παρασύρεσαι στην άρρωστη, δίχως άλλο, σκέψη "καλά, τι κάνω εγω εδώ τώρα, όταν οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί μου είναι ...", κι αρχίζεις ν' αραδιάζεις μέρη, και τόπους, και παραλίες, και μαγαζιά, όπου κτύπησες πολλές κάρτες, και  ... άστα να πάνε!

Δεν είναι μόνο "παράξενη" η μελαγχολία αυτή, που λες. Είναι  αχρείαστη και επιβλαβής. Δεν την έχεις καμία ανάγκη, και σου κάνει και κακό.


Ένα απλό πείραμα με έπεισε ώς προς τούτο. Φαντάστηκα να χτυπούσε, λέει, αυτή τη στιγμή το τηλέφωνο, και να μου έλεγε ο κολλητός φίλος μου ο "τάδε", ρε σύ, είμαστε στο "Χ" μέρος, έλα να μας βρείς. Κι αμέσως, σκέφτηκα ότι η πιο φυσιολογική μου απάντησή μου, τώρα, αυτή τη στιγμή, θα ήταν "όχι ευχαριστώ, αλλά δεν θα μπορέσω".

Δεν θα ήταν απάντηση πίκρας, όχι. Ούτε θα είχε να κάνει με το εάν αγαπώ τους φίλους και τις φίλες μου αλλοίμονο. Ειλικρινέστατη θα ήταν η απάντησή μου. Διότι, εάν ήθελα να ήμουν "εκεί" που είναι, θά ήμουν.

Απλώς (και το "απλώς" το φορτίζω με μιαν έννοια καρτερικότητας), η κατάσταση είναι τέτοια σήμερα, που αισθάνομαι ότι είναι ανάγκη κάποιος, έστω και με κόστος πρόσκαιρης μελαγχολίας, να αποτραβηχτεί από τα "εγκόσμια", και να μαζέψει τον εαυτό του.




Βασίλης Λέκκας, Κυριακή Απόγευμα. 1981. Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στη Κέρκυρα. Μια, ακόμα, έμπνευση του Μάνου Χατζιδάκι, με ένα X-Factor, κυριολεκτικά πολύ μπροστά από την εποχή του. Η βασική διαφορά είναι ότι τότε δεν υπήρχε ψηφοφορία τηλεθεατών με sms. Γι' αυτό και ήταν πολύ καλύτεροι οι διαγωνιζόμενοι, πολύ καλύτερα και τα τραγούδια.

Χτές που λές, για να συνεχίσω τα προηγούμενα, πήγα στο σουπερμαρκετ και αγόρασα ένα ψάρι. Τσιπούρα βιολογικής καλλιέργειας, από τη Κεφαλονιά, τιμή 6,84 ευρώ.

Επειδή μου φάνηκε "πολύ λογική" η τιμή, σκέφτηκα μήπως είναι επειδή καλλιεργείται σε ιχθυοτροφείο και, όπως διαβάζω αραιά και που σε δημοσιεύματα που μου γνωστοποιούνται συνήθως μέσω e-mails και tweets, αν δεν είναι επιβλαβή, αυτά τα ψάρια, σίγουρα δεν είναι τόσο υγιεινά όσο τα ... ελευθέρας βοσκής. Αλλά, ας μην μπουμε και σ' αυτό τώρα!

Το αγόρασα λοιπόν το ψάρι. Το πήρα στο σπίτι. Ήταν καθαρισμένο, μια χαρά. Το έπλυνα. Το χάραξα κι από τις δύο πλευρές. Το άλειψα με τρίμμα ενός λεμονιού, με χοντροκομένο αλάτι, πιπέρι, και λίγο εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, το έβαλα σε μία πλαστική σκαουλίτσα την οποία και κούνησα λίγο ωστε να ανακατευτούν τα υλικά, και την έβαλα στο ψυγείο να μαριναριστεί για περίπου 30 λεπτά.

Στη κατσαρόλα, έβρασα δύο πατάτες Κύπρου, μαζί με τη φλούδα τους. Και σ' ένα πιάτο έβαλα μία στρώση από φρέσκα σαλατικά - ρόκα, σπανάκι, μαρούλι, ραντίτσιο, από αυτά που πουλάνε έτοιμα, πλυμένα. (Που να αγοράζω τώρα, εργένης άνθρωπος, λίγα απ' όλα από μανάβικο ή βιολογικό μαγαζί;).

Μέχρι να τα κάνω αυτά, ήρθε η ώρα να ψήσω το ψάρι. Είχα ήδη προθερμάνει το φουρνάκι μου στο 190 βαθμούς, και το γύρισα στο  grill, έχοντας προηγουμένως λαδώσει πολύ λίγο τη σχάρα πάνω στην οποία έβαλα τηυ φτηνή μου τσιπούρα.

Με την ώρα ψυσίματος, εγώ δεν τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά. Οι συνταγές πάντα με ρίχνουν έξω, έτσι εμπιστεύομαι πιο πολύ την όποια εμπειρία μου, αλλά κυρίως την ... δοκιμαστικότητά μου. Για το συγκεκριμένο ψάρι, χρειάστηκαν περίπου 15-20 από κάθε πλευρά, και τα γύρισα δυό φορές. Τέλεια!



Το πιάτο, σας το παρουσιάζω εδώ, με μεγάλη περηφάνεια. Η τσιπούρα μου. Η πράσινη σαλάτα. Οι βραστες πατάτες. Λίγο ελαιόλαδο Pelion του φίλου μου Βασίλη Φραντζολά - το καλύτερο που κυκλοφορεί στην αγορά - αλάτι, πιπέρι, λεμόνι, τίποτ' άλλο. Και αμέσως μετα το επόμενο τραγούδι, ελάτε να το φάμε!




Χριστέ μου! Δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω ότι είχαμε κοντά μας μια τέτοια φωνή και δεν τό'χαμε καταλάβει! Βίκυ Μοσχολιού, Βάλε κι άλλο Πιάτο στο Τραπέζι, μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου.

Λοιπόν: δεν κάθησα εδώ, βεβαίως, να σας γράψω πως και γιατί έφαγα μια τσιπούρα στη σχάρα, Σάββατο μεσημέρι, αλλά μόνο για να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις μου, κάνοντάς το αυτό!

Παραδόξως, όσο ετοίμαζα το φαγητό δεν είχα κέφι. Μελαγχολία είχα. Μ' έπιασε πάλι το "είμαι μόνος μου", "που πήγαν όλοι;", "γιατί δεν είμαι στο τάδε νησί:", "τι θα γίνει μ' αυτή τη κρίση;", "τι έκανα λάθος εγώ, και βρέθηκα να εισπράττω το ένα χαστούκι μετά το άλλο;", "τι να κάνω τώρα;", "να κάτσω εδώ, να φύγω έξω;", ..., σκέψεις-αλυσίδα, δίχως τελειωμό.

Μόλις άρχισα όμως να γεύομαι το φαγητό μου, και μάλιστα από την πρώτη μπουκιά, όχι πως ήταν κάποιο υψηλού γκουρμέ πιάτο (άν και για μένα, αυτη πια η κουζίνα, η πιο απλή, είναι και γκουρμέ), σκέφτηκα πως ακόμα είμαι κάτι παραπάνω από προνομιούχος!

Καθόμουν σε ένα ωραίο μπαλκόνι, ενός μεγάλου διαμερίσματος στα βόρεια προάστεια της Αθήνας, μέσα στο πράσινο, με πιο πολλή δροσιά από κάποιον που μένει στα Πατήσια ή στη Δάφνη, τρώω αυτό το πιάτο που βλέπετε στη φωτογραφία - εντάξει, έλεος!

Δεν είναι οι συνηθισμένες ψαρούκλες που τρώγαμε παλιά στο Καστελλόριζο, ή στον Κουρσάρο, ή στα Χρώματα Βυθού, ή στο Μικρολίμανο, ή στον Λάμπρο, και μας κάνανε και τους δύσκολους για να κλείσουμε τραπέζι, και έκανα κι εγω τον σπουδαίο λέγοντας "ξέρετε, είμαι ο Μιχαηλίδης από την Ελευθεροτυπία", ..., είμαι λοιπόν στο σπίτι μου, μπορώ να απολαμβάνω ένα ωραίο πιάτο φαγητού (και βεβαίως, το φαγητό δεν είναι το παν στη ζωή μας), έβαλα κι ένα CD του Μότσαρτ και απολαμβάνω το κοντσέρτο για κλαρινέτο, πίνω ένα κρασί που δεν είναι από εκείνα που δίναμε 35 ευρώ στα εστιατόρια παλιότερα για να μας τα φέρουν, κάτι Βίβλια Χώρα, κάτι Γεροβασιλείου, κάτι Μαγικό Βουνό (άριστα κρασιά, δε λέω, αλλά τα πληρώναμε, και μερικά τα πληρώνουμε κι ακόμα, λές και είναι Σατώ Μαργκώ ή το πιο σπουδαίο καλιφορνέζικο, μη τρελλαθούμε!

Φλυάρισα! Αλλά αυτό που θέλω να πω - και δεν έχει τόση σχέση με την παράλογη ακρίβεια, ή και την παράλογη απληστία του παρελθόντος -είναι ότι για να το καλλιεργήσεις ξανά το χωράφι σου, πρέπει να δεχτείς ότι ήταν άρρωστο, ότι φταις και εσύ σε πολύ μεγάλο βαθμό που αρρώστησε, ότι ίσως και νάναι και ευλογία, τελικά, που αρρώστησε και, προτού το ξανακαλλιεργήσεις με καλύτερα, πιο καθαρά προιόντα, πρέπει πρωτα να το αφήσεις να ξεραθεί. Να πεθάνει.

Και, σ' αυτή τη διαδικασία, δεν μπορεί παρά να πρέπει, αναγκαστικά, νά κάτσεις σπίτι, μόνος σου!



Πέρασε η ωρα, και κάπου εδώ θα πρέπει να σουλουπωθώ για να πάω στο άλλο δωμάτιο. Εκεί, με περιμένουν οι κυριακάτικες εφημερίδες και κρύο πράσινο τσάι, με τον φοβερό προσδιορισμό "gunpowder", δηλαδή μπαρούτοι,  που μου τόμαθε η Ειρήνη.

Είδα στο "Πρώτο Θέμα" μια φωτογραφία του Κεδίκογλου να φιλάει στο στόμα το καινούργιο του αμόρε - με γεια του, με χαρά του. Με παραξένεψε, όμως, ο τρόπος που την φιλούσε, ακριβώς ώς κυβερνητικός εκπρόσωπος, αλλά αυτό είναι κουτσομπολίστικο και ας μη το συνεχίσω.

Με θύμωσε, όμως, ότι οι συγκεκριμένες φωτογραφίες τραβηχτηκαν, λέει η εφημερίδα, σε ένα πανάκριβο, deluxe ξενοδοχείο της Grecotel στο Σούνιο όπου, λέει, συχνάζουν τακτικά τα Σαββατοκύριακα "κορυφαία στελέχη της πολιτικής".

Μπορεί να φανεί λαικίστικο, αλλά θα το γράψω:

Σε τέτοιες συνθήκες που ζούμε, το λιγότερο που μπορεί και πρέπει να κάνει ΚΑΘΕ πολιτικός, ιδίως από κόμμα που κυβερνά ή συγκυβερνά, είναι να ξεχάσει την όποια πολυτέλεια, μικρή ή μεγάλη, και να μάθει να ζεί και αυτός ως φτωχός. Όταν υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να βγουν από τα σίτια τους, όχι για διακοπές στο Σούνιο να πάνε, αλλά ούτε στο γωνιακό περίπτερο, κανένας πολιτικός δεν δικαιούται, έστω και με δικά του λεφτά, κληρονομικά, δεδουλευμένα, οτιδήποτε, να πηγαίνει σε τέτοια πολυτελή μέρη ούτε γα καφέ.

Όλα τ' άλλα, είναι απλώς νεοπλουτίστικές φλυαρίες.

Καλό δειλινό, καλό βραδυ, ευχαριστω για την ακρόαση!

Σας αφήνω με ένα από τα ωραιότερα κομμάτια μουσικής που άκουσα ποτέ μου. Μότσαρτ, Κοντσέρτο για Κλαρινέτο, αντάτζιο, με τον Ντέϊβιντ Σίφριν.



Μετα πολλών διακοπών και διαλειμμάτων, κλείνουμε τώρα, 6:05!

2 comments:

  1. Δεν ειστε μονος σας στις στιγμες, κοιταξτε ποιες , αυτες χωρις τα πρoην σαια και τα μαια μας;Εγω λεω, so what.
    Τα καναμε στην ζωη μας λιγο πολυ ολοι μας,δεν μου λοιπουν, απεναντιας λεω ημουν τυχερος που μουτυχε και τσιμπησα και εγω κατι απο dolce vita.
    Δεν ηθελα παραπανω γιατι ισως θα εμπαινα σε δυσκολα μονοπατια,ποιος ξερει για που.
    Μενω με αυτα,ειναι λιγα-πολλα;Ποιος το ξερει;

    ReplyDelete
  2. Ώρα για κινηματογραφικές προτάσεις, Brave, ο τίτλος του animation, με κέρδισε αμέσως, βεραμέντε! http://youtu.be/AXPRAFtnFHs

    Midnight in Paris ταινία του Woody Allen http://youtu.be/Mbg0lCe0WUY

    Ποιος τη ζωή μου... 8/8/13, μία και μόνη παράσταση εδώ στο νησί, χτες το πρωί έκοψα το μπιλιέτο μου, σας προ(σ)καλώ να έρθετε να την ξαναδείτε...!

    Υ.Γ. Θέλω τη ρετσέτα για τις πατάτες Κύπρου
    Με ιμπαράτσο και βαθιά εκτίμηση σας εύχομαι καλό ξημέρωμα!
    α.μ.

    ReplyDelete

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...