Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Όλος ο Δεκέμβρης καλοκαιρινός στη Ροδεσία. Τα σχολεία είχαν διακοπές. Ο Λευτέρης ήταν-δεν-ήταν δέκα ετών. Στο σπίτι ήταν μόνος. Ο μπαμπάς στη δουλειά, η μαμά στο σπίτι της αγγλίδας γειτόνισσας Υβόν και προετοίμαζαν το Christmas Cake, τα αδέρφια του σε πάρτι γενεθλίων. Στην αυλή, κάτω από την μουριά, είχαν μαζευτεί κάτι μαυροπούλια που τον φόβιζαν και τα μισούσε. Νάχα το αεροβόλο τώρα, σκέφτηκε. Και μεμιάς κινήθηκε προς τα μέσα, στο δωμάτιο των γονιών του, όπου ο μπαμπάς είχε την οπλοθήκη του. Απαγορευμένη περιοχή. Κι ότι βρήκε ανοικτή η στενόμακρη σιδερένια πόρτα, ήξερε πως ήταν δόλωμα δοκιμασίας της πειθαρχίας του. Κι όμως, ενέδωσε. Ο πειρασμός να ξεκάνει τα απαίσια μαυροπούλια ήταν μεγάλος. Τράβηξε το αεροβόλο, άρπαξε και μια χούφτα σκάγια και βγήκε έξω. Ήξερε να το χειρίζεται, και ήταν καλός σκοπευτής. Ο μπαμπάς του, που μόνο όταν ήταν μαζί τον άφηνε να το χρησιμοποιήσει, του’ λεγε καμαρώνοντας «θα γίνεις καλός κυνηγός γιε μου, αλλά ώσπου να το επιτρέψω εγώ, μόνος το όπλο δεν θα το αγγίξεις». Το ζύγισε καλά στον δεξί ώμο, και η κάννη αναπαύτηκε σταθερά στην αριστερή του παλάμη. Σημάδεψε το πιο κοντινό μαύρο πουλί και πυροβόλησε. Σηκώθηκε κοκκινόχωμα της αυλής, σηκώθηκαν και όλα τα μαυροπούλια μ’ ένα φτερούγισμα τρομακτικό στην ακοή του. Σαν ν’ ανακατευόταν το σύμπαν. Αστόχησε. Shit. Γύρισε να επιστρέψει το όπλο στη θήκη του. Γύρισε, όμως, εκτάκτως κι ο μπαμπάς για ν’ αλλάξει ρούχα και να πάει σε σοβαρό ραντεβού. Τον πήρε από το αυτί και τον τράβηξε μέσα, χωρίς να πει λέξη. Το βράδυ στο τραπέζι, δεν υπήρχε πιάτο στη δική του θέση. Κατάλαβε γιατί, δεν χρειαζόταν ν’ αναζητήσει εξηγήσεις. «Όταν γίνεις 15», του’χε πει ο μπαμπάς, όταν του απαγόρευε να βάλει χέρι στα όπλα. Την επόμενη μέρα, Σάββατο, είχε αποκλειστεί και από την εκδρομή για ψάρεμα. Έμεινε σπίτι, μουτρωμένος. Όπως όλα τα παιδιά όμως, πολύ γρήγορα επανέκτησε το χαμόγελό του. Κι όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα, ακτινοβολούσε από χαρά. Κοιμήθηκε νωρίς την Παραμονή, σκεφτόμενος τα πιθανά δώρα που θα έβρισκε το πρωί κάτω από το δέντρο. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι μόλις ξετύλιγε το χριστουγεννιάτικο χαρτί και άνοιγε το μακρόστενο, χαρτονένιο κουτί, θα έβλεπε μέσα ένα ολοκαίνουριο αεροβόλο. «Δικό μου;», ψέλλισε. «Δικό σου», απάντησε χαμογελώντας ο μπαμπάς. Και δεν χρειάστηκε να πει τιποτ’ άλλο. Έτσι έμαθε ο Λευτέρης τι θα πει πειθαρχία.
Thursday, December 15, 2016
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Το αεροβόλο
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Όλος ο Δεκέμβρης καλοκαιρινός στη Ροδεσία. Τα σχολεία είχαν διακοπές. Ο Λευτέρης ήταν-δεν-ήταν δέκα ετών. Στο σπίτι ήταν μόνος. Ο μπαμπάς στη δουλειά, η μαμά στο σπίτι της αγγλίδας γειτόνισσας Υβόν και προετοίμαζαν το Christmas Cake, τα αδέρφια του σε πάρτι γενεθλίων. Στην αυλή, κάτω από την μουριά, είχαν μαζευτεί κάτι μαυροπούλια που τον φόβιζαν και τα μισούσε. Νάχα το αεροβόλο τώρα, σκέφτηκε. Και μεμιάς κινήθηκε προς τα μέσα, στο δωμάτιο των γονιών του, όπου ο μπαμπάς είχε την οπλοθήκη του. Απαγορευμένη περιοχή. Κι ότι βρήκε ανοικτή η στενόμακρη σιδερένια πόρτα, ήξερε πως ήταν δόλωμα δοκιμασίας της πειθαρχίας του. Κι όμως, ενέδωσε. Ο πειρασμός να ξεκάνει τα απαίσια μαυροπούλια ήταν μεγάλος. Τράβηξε το αεροβόλο, άρπαξε και μια χούφτα σκάγια και βγήκε έξω. Ήξερε να το χειρίζεται, και ήταν καλός σκοπευτής. Ο μπαμπάς του, που μόνο όταν ήταν μαζί τον άφηνε να το χρησιμοποιήσει, του’ λεγε καμαρώνοντας «θα γίνεις καλός κυνηγός γιε μου, αλλά ώσπου να το επιτρέψω εγώ, μόνος το όπλο δεν θα το αγγίξεις». Το ζύγισε καλά στον δεξί ώμο, και η κάννη αναπαύτηκε σταθερά στην αριστερή του παλάμη. Σημάδεψε το πιο κοντινό μαύρο πουλί και πυροβόλησε. Σηκώθηκε κοκκινόχωμα της αυλής, σηκώθηκαν και όλα τα μαυροπούλια μ’ ένα φτερούγισμα τρομακτικό στην ακοή του. Σαν ν’ ανακατευόταν το σύμπαν. Αστόχησε. Shit. Γύρισε να επιστρέψει το όπλο στη θήκη του. Γύρισε, όμως, εκτάκτως κι ο μπαμπάς για ν’ αλλάξει ρούχα και να πάει σε σοβαρό ραντεβού. Τον πήρε από το αυτί και τον τράβηξε μέσα, χωρίς να πει λέξη. Το βράδυ στο τραπέζι, δεν υπήρχε πιάτο στη δική του θέση. Κατάλαβε γιατί, δεν χρειαζόταν ν’ αναζητήσει εξηγήσεις. «Όταν γίνεις 15», του’χε πει ο μπαμπάς, όταν του απαγόρευε να βάλει χέρι στα όπλα. Την επόμενη μέρα, Σάββατο, είχε αποκλειστεί και από την εκδρομή για ψάρεμα. Έμεινε σπίτι, μουτρωμένος. Όπως όλα τα παιδιά όμως, πολύ γρήγορα επανέκτησε το χαμόγελό του. Κι όταν ήρθαν τα Χριστούγεννα, ακτινοβολούσε από χαρά. Κοιμήθηκε νωρίς την Παραμονή, σκεφτόμενος τα πιθανά δώρα που θα έβρισκε το πρωί κάτω από το δέντρο. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι μόλις ξετύλιγε το χριστουγεννιάτικο χαρτί και άνοιγε το μακρόστενο, χαρτονένιο κουτί, θα έβλεπε μέσα ένα ολοκαίνουριο αεροβόλο. «Δικό μου;», ψέλλισε. «Δικό σου», απάντησε χαμογελώντας ο μπαμπάς. Και δεν χρειάστηκε να πει τιποτ’ άλλο. Έτσι έμαθε ο Λευτέρης τι θα πει πειθαρχία.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Έκλαιγα όλη νύχτα!...
ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Από έναν δάσκαλο, που πριν από αρκετούς μήνες μου έστειλε ένα μέϊλ. Δεν θέλω να πω το όνομά του, γιατί ζούμε μέρες αδ...
-
Υποψήφιος για το βρετανικό θεατρικό Βραβείο Λόρενς Ολίβιε είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου. Τα θεατρικά βραβεία, τα οποία θεωρούνται τα «T...
-
Δεν ξέρω εάν ακόμα αποκαλούμε αγράμματο έναν άνθρωπο που δεν έχει τελειώσει το δημοτικό. Ξέρω ότι για να διοριστείς σε ορισμένες θ...
Χρήστο, χρονια πολλά για την γιορτή σου, χρονια πολλά, γενικώς, και καλή χρονιά!! το 2017 νάναι το καλύτερο... απ' όλα...
ReplyDelete