Tuesday, January 22, 2013

ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ


Δύο τραγούδια σε ένα πακέτο, μου έδωσαν την αφορμή. Ίσως και την πρόφαση…

Είναι γραμμένα από δύο σπουδαίους μουσικούς, το ένα από τον Τόμ Ουέιτς, το άλλο από τον Πόλ Μακάρτνει, τραγουδισμένα από δύο εξαιρετικούς καλλιτέχνες, από δύο εντελώς διαφορετικούς μουσικούς χώρους, την μετσοσοπράνο Ανν Σοφι Φον Όττερ, του κλασσικού ρεπερτορίου, και τον Έλβις Κοστέλο, από τις εμβληματικές μορφές της ροκ.

Το ένα τραγούδι λέγεται Broken Bicycles – σπασμένα ποδήλατα. Και το άλλο, Junk - σκουπίδια. Τα δύο τραγούδια ενώνονται. Και ενωμένα, δημιουργούν μια δική τους, καινούργια ιστορία, που μπορεί και να’ναι η δική μας Ιστορία. Kαι πάει κάπως έτσι:

Σπασμένα ποδήλατα, παλιές χαλασμένες αλυσίδες, σκουριασμένα τιμόνια, πεταμένα στη βροχή. Αυτοκίνητα, χερούλια, ποδήλατα για δύο, δύο σλιπινγκ μπαγκς, άπειρες συναισθηματικές παλιατζούρες, …, ναι! Αλλά πως μπορεί να τα πετάς όλ’ αυτά; Κάποιος δεν πρέπει να σκεφτεί να φτιάξει ένα ορφανοτροφείο για όλα εκείνα τα πράγματα που κανένας πια δεν θέλει;

Εδώ, κανονικά, ακούγεται το τραγούδι…
 


Και κάπου εκεί λοιπόν, σε ένα ορφανοτροφείο παλιών αντικειμένων που κανείς δεν ξέρει πια τι να τα κάνει, ας υποθέσουμε ότι δυο άνθρωποι, ένας άνδρας και μία γυναίκα, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, βρίσκονται τυχαία. Βλέπουν ο καθένας τις στοίβες με την παλιατζούρα, αλλά είναι βουνό το σκουπιδαριό και δεν διακρίνει ο ένας τον άλλον. Μέσα στα junk, ξεχωρίζουν από ένα ποδήλατο παλιό, σκουριασμένο και παραπεταμένο. Κάνουν στιγμιαία, την ίδια ακριβώς σκέψη: «Εγώ, παιδί, δεν έμαθα ποτέ μου ποδήλατο». Κάνουν επίσης την ίδια ακριβώς κίνηση: Τραβάνε τα δύο ποδήλατα από τη σωρό της «αρχαίας σκουριάς», και μένουν εκεί άγαλμα, θαυμάζοντάς τα. Ένας μικρός φόβος ψιθυρίζει στον καθένα την ίδια απειλή: «Κι’ αν μας δουν;». Όμως, κανένας δεν είν’ εκεί για να τους δει, …, παρά μόνο ο αρχέγονος φόβος που επιμένει ψιθυρίζοντας: «Kι αν πέσουμε;». Προδίδοντας έτσι ότι κανένας από τους δύο δεν είναι πια μόνος, ούτε όμως ότι ξέρει ό ένας την παρουσία του άλλου. Αστραπιαία και εύκολα, λοιπόν, καβαλάνε τα σαράβαλα και παρασύρονται ξαφνικά στην πιο όμορφη βόλτα της ζωής τους, μια περιμετρική ποδηλατάδα, γύρω-γύρω από το «ορφανοτροφείο» όπου φυλάγονται αφύλαχτα τα αντικείμενα που πέταξαν οι άνθρωποι επειδή δεν ξέρουν τι να κάνουν με τις ωραίες αναμνήσεις τους. Η βόλτα αυτή, όμως, είναι απολύτως συμμετρική. Προχωράνε και οι δύο με την ίδια ακριβώς ταχύτητα. Αμέριμνοι κι’ ευτυχείς. Μη γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει έτσι, καμία απολύτως πιθανότητα να συναντηθούν ποτέ. Παρά μόνο αν ένας από τους δύο πέσει…

Αυτό, ας το αφήσουμε στη τύχη!

No comments:

Post a Comment

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...