Τώρα το'μαθα ότι έφυγε από τη ζωή. Βούτηξα στ' αρχείο μου και την βρήκα! Όπως την είχα αφήσει ένα κρύο πρωινό, μέρες γιορτινές του Δεκεμβρίου του 2010, όλοι παγωμένοι από τα πρώτα δαγκώματα της κρίσης. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία παραμονή Χριστουγέννων του 2010, με τίτλο "Η μόνη ελπίδα, η καταστροφή". Την αναδημοσιεύω τώρα, προς τιμήν μιας γυναίκας που θαύμαζα και εκτιμούσα, και που μου ανοίχτηκε όσο δεν μπορούσα ποτέ να ελπίζω. Ακούω, στην ηχογράφηση, την φωνή της, και νομίζω πως κάθεται απέναντί μου στο Φίλιον και πίνουμε: μπίρα εκείνη, ξενέρωτο καφέ εγώ! Παρηγοριά μου: Ό,τι είναι τώρα στην Λυπιού, μια χώρα που, όπως μου είπε, έφτιαξε η ίδια "για νά'μαι πάντα ένα με αυτά που'χω χάσει". Πρώτα, και πάνω απ' όλα, τον Ρόντνι της, τον Ρουκ!
«Μ'
αρέσει να υπάρχω, αλλά τώρα πια δεν βρίσκω τίποτα το ορεκτικό στην ύπαρξη» μου
λέει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Του Χρήστου Μιχαηλίδη
Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ προσπαθεί να μετακινηθεί σε μια πόλη νεκρή και
λέει ότι έχει παραλύσει «σ' αυτό το παρόν». Νιώθει πως δεν υπάρχει. Ένα ξέσπασμα μιας από τις σημαντικότερες ποιήτριές μας.
ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΑΣ ήταν για τις 12 το μεσημέρι στο «Φίλιον» -παλιό κι
αγαπημένο της στέκι. Φτάσαμε και οι δύο με καθυστέρηση. Εκείνη έκανε 40 λεπτά
απ' το σπίτι της, στην Ασκληπιού, για να φτάσει στη Σκουφά. Απεργούσαν πάλι οι
εργαζόμενοι στα μέσα συγκοινωνίας. Η Αθήνα και οι δύσμοιροι πολίτες της βίωναν
μία ακόμη ημέρα ασφυξίας. «Τι πράγμα είν' αυτό;» διαμαρτυρήθηκε μόλις
συστηθήκαμε. «Μα δεν καταλαβαίνουν, επιτέλους, αυτοί που απεργούν κλείνοντας
τους δρόμους ότι τους συνανθρώπους τους χτυπάνε, όχι το σύστημα; Τι τους φταίνε
οι καημένοι καταστηματάρχες που, μέσα σ' αυτήν την κρίση, περιμένουν πώς και
πώς αυτές τις λίγες μέρες να εισπράξουν δυο δεκάρες;»
Ομολογώ πως δεν περίμενα
να άρχιζε έτσι η πρώτη μου κατ' ιδίαν γνωριμία με την κ. Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ, μια από τις σημαντικότερες εν ζωή ποιήτριές μας, που το 'χα
χρόνια καημό και λαχτάρα να τη συναντήσω και να της κάνω χίλιες-δυο ερωτήσεις.
Για τον Ρουκ. Για τον νονό της, τον Νίκο Καζαντζάκη. Για τις λέξεις που γεννά
«στον άγλωσσο τούτο κόσμο». Τα γαλλικά, τη ρωσίδα νταντά της, τις μεταφράσεις
της. Για το παρθεναγωγείο. Για τα προβλήματα με την υγεία της, τις εγχειρήσεις,
τα κοσμοπολίτικα και σοσιαλιστικά της χρόνια. Για τη ζωή που τώρα νιώθει ότι
της φεύγει...
«Μ' αρέσει να υπάρχω,
αλλά τώρα πια δεν βρίσκω τίποτα το ορεκτικό στην ύπαρξη» μου λέει, πίνοντας μία
ακόμη γουλιά από την μπίρα της, προαναγγέλλοντας με αυτήν τη φοβερή, για μένα,
κατάθεση, την κυκλοφορία, τον ερχόμενο Φεβρουάριο, της καινούριας ποιητικής
συλλογής της «Η ανορεξία της ύπαρξης». Τρώει ελάχιστα. Τρεις μπουκιές είναι όλο
της το φαγητό. Θα πιει δυο ποτήρια κόκκινο κρασί το μεσημέρι. Ίσως ένα ουζάκι
το βράδυ. Και στη βόλτα, όποτε τύχει, καμιά μπιρίτσα. Παλιά, έπινε περισσότερο.
Δεν την πείραζε ποτέ, λέει. Τον άνδρα της, όμως, πολύ. Έφυγε πριν από 5
χρόνια...
Σαράντα τρία χρόνια
μαζί. Ήταν και οι δύο 24 ετών όταν γνωρίστηκαν, το 1963, σε μια αθηναϊκή
ταβέρνα. Ο Ρόντνι Ρουκ ήταν κλασικός φιλόλογος, απόφοιτος του Κέμπριτζ, με
ειδικότητα βιβλιοθηκάριου. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι στη χώρα μας, λάτρης και
προσκυνητής της αρχαίας Ελλάδας. Τρεις μήνες μετά τη γνωριμία τους σ' εκείνο το
καπηλειό, παντρεύτηκαν.
«Ποτέ δεν θα πάψω να
επαναλαμβάνω πόσο τυχερή αισθάνομαι γιατί είχα αυτόν τον τέλειο σύζυγο. Φοβερά
μορφωμένος, όλο το κεφάλι του ήταν μια βιβλιοθήκη. Άνθρωπος ευαίσθητος, πολύ
χαμηλών τόνων, ταπεινός. Γενναιόδωρος. Όσο πιο πολύ συνηθίζω στην απουσία του,
πιο πολύ μου λείπει. Και αυτό με τρελαίνει».
Η ποίηση, βέβαια, τη
βοηθάει πολύ. Είναι, λέει, «ο πιο μεγάλος νοσοκόμος μου». Πέρασε αρκετός καιρός
από τον θάνατο του Νίνο, όπως τον αποκαλούσε, για να μπει και πάλι σε ρυθμούς
δημιουργίας. Δεν γράφει πολύ για τον θάνατο. Εκείνο όμως που την απασχολεί,
λέει, «είναι το τέλος της ζωής». Η στιγμή που ο άνθρωπος φεύγει. Τώρα στα 71
της χρόνια, αυτή «η αίσθηση του τέλους» είναι έντονη μέσα της και δηλώνει ότι δεν
μπορεί να την αντιμετωπίσει. Εκείνο που τη δυσκολεύει πιο πολύ είναι που το
μυαλό της είναι «καθαρό όσο ποτέ», και παρ' όλ' αυτά δυσκολεύεται να συλλάβει
«αυτό το τέλος».
Νιώθω το πρόσωπό μου
σφιγμένο και προσπαθώ να μην το δείξω. Βλέπω το δικό της ήρεμο, με μια γλύκα
απερίγραπτη. Δεν φοβάται; αναρωτιέμαι. «Χρωστάω τη ζωή μου στον φόβο» γράφει
«Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα». Στον κόσμο τον δικό της, έχει φτιάξει μια
δική της χώρα που τη λέει Λυπιού. «Είναι μια χώρα που έφτιαξα για να 'μαι πάντα
ένα μ' αυτά που 'χω χάσει».
Ο Νίνο της την έλεγε
«Mouse», δηλαδή «Ποντικάκι». Ξανακοιτάω το πρόσωπό της και χαμογελάω, γιατί μου
φαίνεται ακριβώς αυτό. Βγαίνουμε έξω για φωτογραφία και κάνει «όχι» όταν πάω να
τη βοηθήσω στο περπάτημα. «Είμαι κουτσή, αλλά όχι ανίκανη» λέει. «Από μικρή,
δεν είχα κανένα κόμπλεξ. Έτρεχα, έκανα γυμναστική, δεν ένιωσα ποτέ μου ανάπηρη,
παρά μόνο όταν έφυγε ο Ρόντνι».
Περνάει πολλές ώρες στο
σπίτι. Όταν δεν εργάζεται και δεν βγαίνει για κάποια βόλτα, βλέπει τηλεόραση.
Ειδήσεις και τούρκικα σίριαλ, μετά μανίας. Τα λατρεύει. Της θυμίζουν «την
ελληνική οικογενειοκρατία του '60». Ο μπαμπάς, η επιχείρηση. Η κόρη. Ο γαμπρός.
Το σόι.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το
1939. Ο πατέρας της ήταν απ' τη Μικρά Ασία, δικηγόρος διαπρεπής, αριστερός.
Έλεγε πάντα ότι «μία ιδιοκτησία μας αρκεί, δεν χρειαζόμαστε άλλες». Η
ιδιοκτησία αυτή ήταν ένα παλιό σπίτι, κτισμένο το 1840 στην Αίγινα, σε ένα
κτήμα με 200 φιστικιές. «Αυτός ήταν ο παράδεισός μας. Περνούσαμε εκεί όλα μας
τα καλοκαίρια». Σπούδασε στην Αθήνα, στη νότια Γαλλία και στην Ελβετία.
Είναι διπλωματούχος της
Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Έχει μεταφράσει
Ντίλαν Τόμας, Σέξπιρ, Μαγιακόφσκι, Πούσκιν και άλλους. Μετράει περίπου 15
ποιητικές συλλογές.
Γράφει από 7 ετών. Δεν
θυμάται τον εαυτό της να μη γράφει. Το πρώτο ποίημά της που δημοσιεύθηκε είχε
τίτλο «Μοναξιά». Το διάβασε πρώτα ο νονός της, Νίκος Καζαντζάκης, και
ενθουσιάστηκε. Έστειλε επιστολή στον συγγραφέα, διευθυντή και ιδρυτή του
λογοτεχνικού περιοδικού «Καινούργια Εποχή», Γιάννη Γουδέλη, προτρέποντάς τον να
το δημοσιεύσει γιατί «είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ».
Σαν στα 17 της έγραψε το
πρώτο της, δημοσιευθέν, ποίημα με τίτλο «Μοναξιά», σήμερα, στα «ανάποδα»
ακριβώς χρόνια, 71, στον καιρό της μεγάλης δυστοκίας μας, πώς θα το
τιτλοφορούσε; «Απελπισία. Τι άλλο να πει κάποιος γι' αυτήν την κρίση; Δεν
θυμάμαι ποτέ άλλοτε τον τόπο μας σε τέτοια, καταθλιπτική κατάσταση. Εγώ έχω
παραλύσει. Δεν είναι μόνο οι απεργίες και όλες οι ταλαιπωρίες. Είναι ότι
κανένας δεν ξέρει τι θέλει ακριβώς, τι θέλει να κερδίσει, τι έχει κερδίσει,
ποια είναι ακριβώς η κατάσταση την οποία θέλει να βελτιώσει; Χάος! Η μόνη λέξη
που μπορώ να βρω είναι αυτή. Χάος! Ζω σ' έναν πανικό που δεν τον είχα ποτέ.
Ξυπνώ κάθε πρωί και δεν ξέρω τι θα συμβεί».
Στα ποιήματα που γράφει
τώρα το μόνο που πραγματικά την ενδιαφέρει είναι «να καθρεφτίζει ακριβώς αυτό
που αισθάνομαι». Η μόνη της ελπίδα, για να βγούμε απ' όσα σήμερα μας πνίγουν,
είναι η καταστροφή. «Δεν βλέπω κάτι άλλο ικανό να μας αναγεννήσει. Κάπου έχει
κολλήσει το πράγμα. Για μένα, στο πασιφανές, από τότε που γίναμε λάτρεις του
καινούριου μονοθεϊσμού, που είναι το χρήμα. Ούτε η Αριστερά εξαιρείται από
αυτήν την κατάσταση. Απλώς λέει περισσότερα "μπλα-μπλα" από τους
άλλους. Έχει να προτείνει τίποτα η κ. Παπαρρήγα; Τίποτα δεν έχει. Τίποτα.
Κανείς δεν έχει όραμα, εκτός από κόλπα για να ακουμπήσει το χρήμα».
«Αναρωτιέμαι τι άλλους
συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της
οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής
αθανασίας»