Κομμάτι μου στο Protagon.gr (official), παρασυρμένος από τα βιβλία που πήρα μαζί μου για μια εβδομάδα, δύο από τα οποία διέκοψα.:
Επέστρεψα χθες βράδυ, με λιγότερο βάρος στη βαλίτσα. Τα έδωσα σε παλαιοβιβλιοπωλείο στη Σύρο. Βγαίνοντας από το πλοίο, αντίκρυσα φωτιές στα μέρη μου. Άχ καλοκαίρι! Δεν ήσουν τόσο δύσκολο στα παλιότερά μου χρόνια...
Η σχεδόν αναγκαστική, άμεση ανταπόκριση σε ό,τι συμβαίνει, σε ό,τι «τρέχει» (όπως οι ειδήσεις, ας πούμε!), είναι ο... διαλεκτικός εκτροχιασμός της εποχής. Η «υποχρέωση» να μην αφήνεις τίποτα στη μέση, τίποτα ατελείωτο, συμβαδίζει με αυτήν τού να σχολιάζεις ένα γεγονός πριν καν το επεξεργαστείς, πριν καν το καταλάβεις Πηγή: Protagon.gr
«Κάθομαι στην αποβάθρα ενός κόλπου Βλέποντας το κύμα να έρχεται και να φεύγει Απλώς κάθομαι εκεί, σπαταλώντας χρόνο…» — Οτις Ρέντινγκ (Sittin’ on The dock of the Bay)
Από παιδί μικρό διαβάζω βιβλία. Εχω τόσο πολλά ανέγγιχτα στη βιβλιοθήκη μου, που συνεχώς αυξάνονται γιατί αγοράζω ή μου στέλνουν εκδότες και συγγραφείς, να ’ναι καλά, που ξέρω ότι δεν θα προλάβω να διαβάσω – όχι μόνο σε αυτή τη ζωή… Προσπαθώ, όμως. Γιατί άλλαξα μια βασική αναγνωστική συνήθεια που είχα από παιδί: όσο βαρετό και αν ήταν ένα βιβλίο, όσο κι αν δεν μου άρεσε καθόλου, έπρεπε να το τελειώσω. Ελπίζοντας ίσως ότι σε κάποια επόμενη σελίδα θα «συνέβαινε» κάτι ωραίο και θα το ρουφούσα ως το τέλος.
Πολύ σπάνια γινόταν αυτό όμως. Μια-δυο φορές μόνο. Αλλά και πάλι δεν ενθουσιάστηκα. Δεν ένιωσα εκείνη τη μαγεία του τέλους, όπου παίρνεις μια βαθιά αναπνοή και κάνεις ένα σύντομο πλέι-μπακ σε ό,τι κράτησες.
Τώρα πια, έστω και αργά, άλλαξα. Οταν νιώθω ότι «δεν βγαίνει», αντλώ τεράστια ικανοποίηση λέγοντας στον εαυτό μου «αρκετά πια». Πάμε παρακάτω… Αυτή η μικρή (μεγάλη όμως για μένα) αποκάλυψη, άρχισε σιγά σιγά να εφαρμόζεται και σε πολλά άλλα πράγματα στη ζωή μου τα οποία, παρόμοια με ένα βαρετό βιβλίο, πάσχιζα να ξεφορτωθώ.
Το κομμάτι αυτό το εμπνεύστηκα από ανάλογη «εξομολόγηση» της Κάλουμ Μπέινς στον Guardian, και σε πολλά σημεία ταυτίστηκα μαζί της. Εχω βρει την ειρήνη μου αφήνοντας πίσω μου τη μανία να τελειώνω κάτι που άρχιζα. Κατάλοιπο της πειθαρχίας που μας επέβαλε από τα παιδικά μας χρόνια το αυστηρό αγγλοσαξονικό εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο μεγάλωσα. Δεν μπορούσες να σηκωθείς από το τραπέζι εάν δεν έτρωγες όλο το φαγητό σου – και δεν τέλειωναν το δικό τους και τα άλλα παιδιά. Ταυτόχρονα σηκωνόμασταν. Ταυτόχρονα αποχωρούσαμε.
Ο χρόνος περίμενε εμάς. Οχι το αντίστροφο. Το σύστημα εκείνο, όμως, που ανθούσε στα σχολεία-οικοτροφεία όπου υποχρεωτικά φοιτούσαμε, είχε μανία με το να «τελειώνεις» πράγματα, να μην αφήνεις τίποτα στη μέση, όχι μόνο το φαγητό σου. Να μη μένει τίποτα στη μέση. «Μην αφήνεις για αύριο κάτι που μπορείς να κάνεις σήμερα», μας έλεγε η πρώτη μας διευθύντρια, στο Lilfordia, το πρώτο ιδιωτικό δημοτικό σχολείο σε ένα τεράστιο αγρόκτημα, στη μεσοδυτική Ροδεσία, τότε, τώρα Ζιμπάμπουε.
Κάποια στιγμή, πέρυσι συγκεκριμένα, όπως γράφει και η Μπέινς, συνειδητοποίησα επιτέλους ότι η συνήθειά μου να θέλω να τελειώνω κάτι που αρχίζω, ενείχε και «τεράστιο χάσιμο χρόνου». Αυτό το «αξίωμα της ολοκλήρωσης», μεταξύ άλλων, σου αφαιρεί ή σου αποδυναμώνει και το δικαίωμα της απόρριψης. Επίσης, σου στερεί και την υπέροχη εκείνη στιγμή που σταματάς ή «κλείνεις», για να πάρεις μια απόσταση από τα πράγματα. Γιατί; Πολλοί είναι οι λόγοι. Αλλά ο πιο χρήσιμος για μένα είναι «γιατί έτσι»!..
Αυτή η σχεδόν αναγκαστική, άμεση ανταπόκριση σε ό,τι συμβαίνει, σε ό,τι «τρέχει» (όπως οι ειδήσεις, ας πούμε!), είναι για μένα ο… διαλεκτικός εκτροχιασμός της εποχής. Η «υποχρέωση» να μην αφήνεις τίποτα στη μέση, τίποτα ατελείωτο, συμβαδίζει με αυτήν τού να σχολιάζεις ένα γεγονός πριν καν το επεξεργαστείς, πριν καν το καταλάβεις. Τα social media πολλαπλασιάζουν αυτήν την τρέλα της… αμεσότητας. Βλέπεις κάτι, ακούς κάτι, διαβάζεις κάτι, σκέφτεσαι κάτι, και αστραπιαία σε κυριεύει η ανάγκη (ή και υποχρέωση) να ανταποκριθείς στιγμιαία. Τα συμπτώματα μοιάζουν ανώδυνα, αλλά δεν είναι.
Οπως συμβαίνει και με τον μαζοχισμό του να τελειώνεις ένα βιβλίο που δεν σου αρέσει, προτού καν ζυγίσεις μέσα σου το ερώτημα «πόσο σημαντικό είναι αυτό;», και «πόσο, στ’ αλήθεια, με αφορά;», υπάρχει, και φωλιάζει μέσα σου ένα κενό, που θεωρείς απαραίτητο να το γεμίσεις αμέσως. Στην καθημερινή δουλειά μου κρέμεται μονίμως πάνω από το κεφάλι μου η υποχρέωση (;) να είμαι «ενημερωμένος για όλα». Και μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό που να μπορείς (ή να νομίζεις ότι μπορείς), να καταλάβεις, να βγάλεις άκρη και –πάνω απ’ όλα– να καταλήξεις σε άποψη. Τέτοια δε, που στις πιο πολλές περιπτώσεις είναι ανεπεξέργαστη. Αρα και ελλιπής.
Δεν ξέρω, επίσης, πόσο χρόνο (και ψυχική ηρεμία) έχω χάσει παρακολουθώντας μια σειρά στην τηλεόραση –ιδίως τώρα με τα διάφορα -flix– που δεν με πολυενθουσιάζει αλλά συνεχίζω, αγκομαχώντας, να τραβάω την ανηφόρα! Πάντα, με την προσμονή-ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα γίνει ένα κλικ στην υπόθεση και θα αρχίσω να ενθουσιάζομαι.
Ομοια με την Μπέινς, ξόδεψα άπειρες ώρες της εφηβείας μου αναγκάζοντας τον εαυτό μου, όχι απλώς να ακούσω, αλλά και να αποδεχτώ κιόλας όλα τα έργα του μουσικού Φρανκ Ζάπα. Μπας και…
Στα δε φοιτητικά μου χρόνια εδώ, όπου ο πολιτικός προσανατολισμός μου με ενέταξε αυτομάτως στους κουλτουριάρηδες, ό,τι «έντεχνο» υπήρχε, τρέχαμε και το καταβροχθίζαμε αχόρταγα. Ασχέτως αν δεν καταλαβαίναμε ούτε τα μισά του κινηματογραφικού έργου, ούτε και «τι θέλει να πει ο ποιητής». Δεν φτάνει που φεύγαμε από το «έντεχνο σινεμά» με ένα κεφάλι καζάνι, πηγαίναμε μετά στην καφετέρια ή στο μπαράκι και το αναλύαμε κιόλας το έργο. Που δεν είχαμε καταλάβει. Δεν κάναμε τους ξερόλες.
Σκοπός μας ήταν απλώς να αρέσουμε στο αντίθετο φύλο. Ο,τι, και καλά, ήμασταν κουλτουριάρηδες! Ωραία ήταν αυτά, δεν λέω. Και σίγουρα κάτι θα άφησαν. Τον δε χρόνο που δαπανούσαμε, δεν τον θεωρούσαμε χαμένο, ούτε άσκοπο. Μας άρεσε να τον δαπανούμε χωρίς λόγο, όπως λέει ο Ρέντινγκ. Και σίγουρα δεν μας πείραζε γιατί σε εκείνες τις ηλικίες δεν περνούσε ποτέ από το μυαλό σου ότι λιγοστεύει.
Κάποια στιγμή, όμως, φυσιολογικά, συμπτύσσεται ο άπειρος χρόνος σου. Ερχεται η φάση της αναγκαστικής ή και επιβεβλημένης διαχείρισής του. Ο καθένας όπως μπορεί. Αλλά τα «πρέπει» δεν σε εγκαταλείπουν ολότελα. Αυτά τα ψυχαναγκαστικά σύνδρομα – όπως π.χ. να τελειώνεις ένα βιβλίο που δεν σου αρέσει, μάλλον θα έχουν κάποια ρίζα, θα πει κάποιος. Από αυτές τις άπειρες που διαμορφώνουν, όπως λένε, το DNA σου. Τρίχες!
Κάποια στιγμή πρέπει να κοπεί αυτή η ρίζα, όχι από κάποιον ή κάποια shrink, αλλά μόνο από σένα. Απλό είναι, πιστέψτε με…
Προσπαθώ πολύ, κατά καιρούς, να τηρώ ένα πρόγραμμα. Εκτός από τα αυτονόητα, σου δημιουργεί και τον απαραίτητο χώρο και χρόνο που θέλεις. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Γιατί το μυαλό μου είναι αδέσποτο, και συχνά χάνεται. Αποδέχομαι, αν και όχι αγόγγυστα, τις καταληκτικές προθεσμίες – αυτές που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν deadlines, που βεβαίως είναι απαραίτητες. Εκτός από τη δεδομένη πίεση που έχουν όλες οι προθεσμίες, φοβάμαι την αγγλική λέξη επειδή εμπεριέχει και το dead. Νεκρό!..
Για αυτό και δεν είμαι συνεπής με την τακτική αρθρογραφία μου στο Protagon, που τόσο αγαπώ! ΥΓ.: Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού. Και αν το βιβλίο που κρατάτε δεν σας αρέσει, μην το τελειώσετε. Πάρτε το άλλο…