Tuesday, July 15, 2014

Ο ΧΕΝΡΙ ΜΙΛΕΡ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΚΑΝΕ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ: Θα τους διέταζα ν' ακούνε τα πουλιά!



ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ τον αγώνα της Εθνικής Ελλάδος με την Κόστα Ρίκα, πήρα στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε το 1985 από τις εκδόσεις Νεφέλη, μ’ ένα κείμενο του Αμερικανού συγγραφέα Χένρυ Μίλερ, 1891-1980, με τις «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα» - αυτός είναι και ο τίτλος του. Ανατρέχω συχνά σ’ αυτό, όποτε θέλω να θυμηθω την Ελλάδα την ατόφια, που δεν πρόκαμε να μολυνθεί απ’ το δήθεν όσων σταμάτησαν να στοχάζονται και παραδόθηκαν στη μάσα. Μου κάνει καλό, αυτό το βιβλίο του συγγραφέα του Κολοσσου του Αμαρουσιού», που είπε κάποτε για την Ελλάδα ότι «θέλεις μια ζωή για να την ανακαλύψεις, αλλά μια στιγμή για να την ερωτευθείς»…

Η περιπλάνηση ξεκινάει στις 11 Μαίου 1939 στο νησί της Ύδρας, την «γενέτειρα του αμόλυντου στοχασμού» όπως γράφει. Ένα νησί «κτισμένο από ράτσα καλλιτεχνών, το κάθε τι σαν από θαύμα γεννιέται από το τίποτα, το κάθε σπίτι δένεται με το άλλο σάμπως απ’το χέρι αθέατου αρχιτέκτονα, κι η πόλη ολόκληρη σαν πλάσμα ονείρου που έχει ξεπεταχτεί από ένα βράχο». Μένει στο σπίτι του ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, τον οποίον γνώρισαν στον Μίλλερ ο ποιητής Γιώργος Κατσίμπαλης, που επίσης φιλοξενείτο εκείνες τις μέρες, και ο Αγγλος συγγραφέας Λώρενς Ντάρελ, γνωστός σε μας από το βιβλίο του «Τα Πικρολέμονα της Κύπρου». Εκεί, στο σπίτι στην Υδρα, ήταν και ο Γιώργος Σεφέρης, με τη γυναίκα του Μαρώ. Υπέροχη συντροφιά.

ΜΕ το «καλωσόρισες», το τραπέζι ήταν κιόλας έτοιμο. «Τα φαγοπότια είναι γιγάντια – μόνα τους τα ορεκτικά φτάνουν και περισσεύουν». Κι’ ύστερα τα επιδόρπια – πεπόνια, σύκα, άγουρα πορτοκάλια, σταφύλια, καρύδια, «τουρκικό γλύκισμα που δεν είναι καθόλου τουρκικό αλλά ελληνικό, Βυζαντινό μάλιστα», και απανταχού παρούσα «η ρετσίνα που αναλύει τα πάντα σε χρυσή σκόνη και φουσκώνει τα πνευμόνια σαν από ραφιναρισμένο νέφτι, που καθώς εξατμίζεται φτιάχνει καλό κεφάλι για κέφι και συζήτηση».

ΜΕ μια παλιά Φόρντ, γύρισαν όλη την Πελοπόννησο. Εμπειρία και στοχασμός. Ατέλειωτες συζητήσεις. Άπειρες σιωπές. Πηγαίνοντας με τον Κατσίμπαλη για Σπέτσες, ο Μίλλερ γεύτηκε και την εμπειρία του να ταξιδεύεις «μ’ ένα από τα τόσα σαραβαλιασμένα φέρρυ-μπόουτ που οι Έλληνες τα’ αγοράζουν για παλιοσίδερα και συνεχίζουν να δρομολογούν για καμμιά εικοσαριά ή και τριανταριά ακόμα, φυσώντας μέσα τους ζωή που αντλούν από το ίδιο τους το κουράγιο, το πείσμα και τη μαστοριά». Μη νομίζετε ότι άλλαξαν και πολλά από τότε…

ΕΠΕΙΤΑ, στην Επίδαυρο. «Το τελειότερο ίσως σημείο της γης που έχω δει ως τα τώρα». Άφωνος στέκει ατενίζοντας ατενίζει «ένα από τα μεγαλύτερα θεραπευτικά κέντρα του κόσμου», όπως ήταν κάποτε. Σκέφτεται τους φίλους του τους ψυχαναλυτές. Τον Αλλεντύ, τον Χόου, τον Γιούνγκ και τον Φρόϊντ, «που η δουλειά τους έχει να κάνει μόνο με τα συντρίμμια της ανθρωπότητας, με παραπεταμένα παληοκάραβα και λείψανα, με ανθρώπινα κουφάρια και κομμένα κεφάλια».

ΚΑΙ στοχάζεται ότι στους καιρούς του Ασκληπιού «ο άνθρωπος ήταν ακόμα μία ενότητα, μπορούσε νάρθει σ’ επαφή μέσα από τον δρόμο του πνεύματος, σώμα και πνεύμα ήταν ένα». Και είχε σκεφτεί (να μια ιδέα που δεν κατάλαβαν ποτέ οι μετέπειτα νεοέλληνες πόσο σπουδαία είναι για να την υλοποιήσουν), ότι κάθε χρόνο θα έπρεπε να γίνεται στην Επίδαυρο ένα διεθνές σεμινάριο ιατρικής.

ΟΜΩΣ, πρώτα-πρώτα, λέει,  «θα’πρεπε να θεραπευτούν τα γιατρουδάκια». Πως; «Θα τους έδινα εκεί, πρώτα, ένα μήνα τέλειας σιγής, ολοκληρωτικής ανάπαυσης. Θα τους διέταζα να πάψουν να σκέφτονται, να μιλούν, να θεωρητικολογούν. Θ’ άφηνα πρώτα τον ήλιο, το φώς, τη ζέστα, τη γαλήνη να ερημώσουν τα πάντα… Θα τους διέταζα ν’ ακουν τα πουλιά, τις κουδούνες των κατσικιών, ή το θρόϊσμα των φύλλων, και θα τους ανάγκαζα να κάθονται στο τεράστιο θέατρο και να συλλογίζονται, όχι για τις ασθένειες και τις προλήψεις τους, μα για την υγεία που είναι προνόμιο κάθε ανθρώπου…

… ΘΑ απαγόρευα τα πούρα, αυτά τα βαριά μαύρα πούρα της φρουδικής Σχολής, …, και θα’δινα στον καθένα τους από ένα κομπολόϊ τζάμπα, και σταφύλια ζεσταμένα από τη λιακάδα. Τέλος, θα’φερνα έναν βοσκό να φυσήξει μερικές ακαλλιέργητες, Ανατολίτικες νότες σ’΄ένα σπασμένο φλάουτο…».


Μ’ αυτές τις νότες, όμορφα μες το μυαλό μου, κάθησα να δω το μάτς! Δεν πανηγυρίσαμε, αλλά δεν πειράζει. Η ομάδα ήταν κάτι παραπάνω από αξιοπρεπής. Και εμςί το ίδιο.

1 comment:

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...