Monday, April 22, 2019

«Ποιος, αλήθεια, είμ’ εγώ και που πάω;»





Στην περιοχή όπου ζω, κυριαρχεί ένα μυστήριο φορτισμένο με του κόσμου όλου τις αρχέγονες θεωρίες. Της ύπαρξης. Της βιωσιμότητας. Της αντοχής. Της συνέχειας. Του τέλους. Και της αρχής, ξανά.

Οι άνθρωποι που συναντώ, μοιράζονται μαζί μου σκέψεις που δεν τις καταλαβαίνουν. Μήπως τις καταλαβαίνω, όμως, εγώ, για να ανταποδώσω την εμπιστοσύνη τους;

Όχι! Προσποιούμαι, μονάχα. Και κουνάω καταφατικά το κεφάλι κάθε που περνάει μπροστά μου ένα χρώμα, και θέλω να πιστοποιήσω ότι μου είναι γνώριμο. Ψέματα! Ποτέ μου δεν το’ χω δει. Ποτέ μου δεν το αναγνώρισα η το αισθάνθηκα. Απλώς, καθόριζε τα αντικείμενά μου…

Φοβάμαι! Την επίκριση εκείνων που παρέσυρα  στην βεβαιότητα ότι τα γνωρίζω όλα. Την έλευση του Θείου, που δεν με βοήθησε ποτέ στην επιλογή ανάμεσα στο επιθυμητό και στο δεδομένο.

Πανηγυρίζω! Την  απελπιστική μου αδυναμία. Γεννήθηκα ώρα νυχτερινή, αβέβαιου έρωτα. Καθορίστηκα, απλώς σε στιγμή αναγκαστικής πιστοποίησης της ύπαρξής μου. Αυτή ήταν και η συνεισφορά μου στο Προξενείο.

Έλαβα πιστοποιητικό προσώπου αγνώστου προορισμού. Σημείωσαν την αφετηρία μου. Όταν με ρώτησαν που πηγαίνω, γέλασαν με την απάντηση. Τους είπα «στον φόβο της ανακάλυψης» που κρύβει, ή αποκαλύπτει, κάθε επιφυλακτικό, ή θαρραλέο μου βήμα.

Τότε – παράξενο πώς! – άρχισαν οι ύμνοι. Των μαύρων και των λευκών. Των πιστών και των απίστων. Των ζώντων και των νεκρών.

Μ’ αυτές τις αντιφάσεις έζησα χιλιάδες χρόνια τώρα. Το πρόσωπό μου άστραψε και μαράθηκε τόσες φορές, που εάν τις μετρούσα θα είχα κουραστεί ως τα έγκατα της αντοχής μου. Το σώμα μου μεταλλάχθηκε σε αμέτρητες μορφές, που άλλοτε δόξαζαν την ματαιοδοξία μου, και άλλοτε βάραιναν το πεπρωμένο μου.

Πόσο αγάπησα, όμως, όλες αυτές τις αντιφάσεις, δεν λέγεται! Τις έντυσα με τα ακριβότερα υφάσματα και τις πιο όμορφες ανταύγειες που μπόρεσα να βρω από τις αγορές και τα παζάρια όπου διαπραγματευόμουν. Τις περιέγραψα με τις πιο χρυσοκέντητες λέξεις που κατάφερα να αγοράσω από ανθρώπους που ήσαν πρόθυμοι να μου πουλήσουν ένα κομμάτι από την ψυχή τους. Τις φύλαξα εκεί όπου θα τις βρω όταν, σε κάποιο παραστράτημά μου, ανταμώσω την απόγνωση.

Δεν έχω άλλο τι να πω αυτή τη στιγμή. Ο πάγος στο κρασί μου έλιωσε. Εάν δεν πιω τώρα όσα ονειρεύτηκα και πίστεψα,  θα ξαναγυρίσω δυστυχής εκεί όπου ήμουν αύριο!


1 comment:

  1. Ωραια γραφη Χριστο μου.
    Καλη χρονια!

    ReplyDelete

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...