Η
Εκπαίδευση. Α, ωραίο θέμα. Εύηχο και πιασάρικο. Το θυμόμαστε που
και που, κυρίως σε πολιτικές κουβέντες για να πουμε με στόμφο ότι «πρώτο μέλημά
μας είναι (ή πρέπει να είναι) η Υγεία και η Παιδεία του Λαού». Τα κεφαλαία
γράμματα, απαραίτητα…
Η
Πραγματικότητα. Παρά τους ευσεβείς πόθους ή και τις
πολιτικές μας παραισθήσεις, δεν έχουμε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Τα υψηλά
ποσοστά πτυχιούχων είναι αναγκαία συνθήκη (όπως λέμε στα Μαθηματικά) για να
μιλήσει κάποιος για Παιδεία και Υγεία, αλλά όχι και ικανή. Δηλαδή, δεν φτάνουν.
Ή, να το πω διαφορετικά, από μόνα τους, ξεκρέμαστα, τα πτυχία, μέσα σε ένα
περιβάλλον κολλημένο στο παρελθόν, είναι και επιβλαβή. Φορτώνουν τους κατόχους
τους υπεροψία («εγώ τα ξέρω όλα»), και αλαζονεία («ποιος είσαι εσύ που θα μου
πεις εμένα πως θα κάνω τη δουλειά μου;»).
Η
Κριτική Σκέψη. Υπάρχει στη κοινωνία μας; Καλλιεργείται;
Εκφράζεται; Εάν σκεφτούμε λίγο και παιδέψουμε μέσα μας αυτά τα ερωτήματα (το
πώς, δεν το γνωρίζω, αφού εκ προοιμίου θεωρώ πως εν γένει η κριτική σκέψη
απουσιάζει στη Κύπρο, αλλά τέλος πάντων…), ίσως καταλήξουμε εύκολα σε ένα
σχέδιο Παιδείας που αφ’ εαυτού θα καταργήσει από μόνο του κάθε αντιδραστική
προσέγγιση απ’ όπου και εάν προέρχεται. Διαλεκτικά, τα προβλήματα λύνονται πολύ
ευκολότερο από ότι πολιτικά…
Ρετρό.
Έτσι χαρακτηρίζω τον εκπαιδευτικό μας κόσμο. Σκοπίμως δεν το γενικεύω, για να
πάω στο σύστημα. Αντίθετα, το εξειδικεύω σε κάθε έναν εκπαιδευτικό ξεχωριστά. Ο
τρόπος διδασκαλίας είναι παρωχημένος, και δεν φταίει σε αυτό μόνο «το
πρόγραμμα», οι κατευθυντήριες γραμμές. Φταίει σχεδόν αποκλειστικά ότι μιλάνε
στα παιδιά με μια γλώσσα την οποία τα παιδιά δεν αποδέχονται, δεν την
κατανοούν, δεν την γουστάρουν, δεν είναι μέρος της κοινωνικής τους ζωής. Μιλούν
στα παιδιά αφ’ υψηλού.
Το
Διαδίκτυο. Όσο και αν το δαιμονοποιούν οι παλιοί, αυτό είναι το
νέο σχολείο που, θέλουμε-δεν-θέλουμε, παρέχει στα παιδιά μας δυνατότητες που εμείς
δεν φανταζόμαστε καν. Τις πληροφορίες τις έχουν στα ακροδάκτυλά τους. Αλλά το
πιο σημαντικό, εμπειρικά πια, τα παιδιά έχουν μάθει την κάθε πληροφορία, κυρίως
με την μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής, να την «τσεκάρουν», να την αμφισβητούν, να την
συζητούν. Και αυτή είναι η αρχή της κριτικής σκέψης, που κανείς, σε κανένα
σχολείο, δεν τους έμαθε ως τώρα όπως πρέπει.
Εμβάθυνση.
Ναι, χρειάζεται απαραίτητα το επόμενο βήμα για να φτάσει η κριτική σε επίπεδα
που θα μπορέσουν να διαμορφωθούν νέες
θεωρίες, νέες προσεγγίσεις στις επιστήμες και στην κοινωνία. Περισσότερη
ανάγνωση. Περισσότερη έρευνα. Περισσότερες εκπαιδευτικές συζητήσεις. Τι απ’ όλα
αυτά γίνεται; Σε καθολικό επίπεδο, εννοώ. Όχι σε μεμονωμένο. Και μάλιστα,
μακριά από τον μαυροπίνακα;
Πανεπιστήμια. Η
αίσθηση και η περιορισμένη μου γνώση με οδηγούν σε ένα πρώτο συμπέρασμα ότι
στην ανώτατη παιδεία (όχι σε όλο της το εύρος, όμως) τα πράγματα είναι καλύτερα
από ότι στην μέση εκπαίδευση. Το πρόβλημα εκεί είναι ότι παραλαμβάνουν τα
παιδιά με σχεδόν άριστους βαθμούς που απλόχερα (και ενίοτε αναίτια μοιράζονται
από τα σχολεία), αλλά με κριτική σκέψη κοντά στο μηδέν.
Ο
Τσεχωφ. Και επειδή η κριτική, σαν «υψηλό» εργαλείο σκέψης, δεν
εξαντλείται, αλλά διαχέεται παντού, θα ήθελα να κλείσω αυτό το σημείωμα με
αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Τέχνη της
Γραφής – Συμβουλές σε έναν νέο συγγραφέα», του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Άντον
Τσέχοφ (Φωτό). Γράφοντας, τον Δεκέμβριο του 1888 προς τον Α.Σ. Σουβόριν,
επισημαίνει μεταξύ άλλων:
«Δεν
αξίζει να γράφω για χάρη της ρωσική κριτικής, όπωςς δεν
αξίζει να δώσεις να μυρίσει λουλούδι κάποιος που έχει συνάχι. Υπάρχουν στιγμές
που χάνω το κουράγιό μου. Για ποιον και γιατί να γράφω; Για το κοινό; Μα το
κοινό δεν το βλέπω, και πιστεύω λιγότερο σ’ αυτό απ’ ότι στο στοιχείο του
σπιτιού. Δεν έχει καμιά μόρφωση, είναι ανάγωγο και τα πιο καλά στοιχεία του τα
χαρακτηρίζουν η ασυνειδησία και η ανειλικρίνεια σε σχέση με μας…
(…)
Να γράψω για τα χρήματα; Μα εγώ δεν είχα ποτέ χρήματα, μ’
αφήνουν σχεδόν αδιάφορο, γιατί ποτέ δεν τα συνήθισα. Για τα χρήματα δουλεύω
μόνο χαλαρά. Να γράψω για να με επαινούν; Μα οι έπαινοι και μόνο με ενοχλούν
(…) Αν είχαμε κριτική, τότε θα ήξερα ότι εκπροσωπώ κάτι – καλό ή κακό, δεν έχει
σημασία για ανθρώπους που αφιερώνουν τον εαυτό τους στη μελέτη της ζωής – ότι
είμαι το ίδιο απαραίτητος όσο είναι ένα αστέρι για τον αστρονόμο. Θα
προσπαθούσα τότε να δουλεύω ξέροντας γιατί δουλεύω.
(…)
Πλήθος από φυλές, από θρησκείες, από γλώσσες, από
πολιτισμούς, εξαφανίστηκαν χωρίς ν’ αφήσουν σημάδια. Εξαφανίστηκαν γιατί δεν
υπήρχαν ούτε ιστορικοί ούτε βιολόγοι. Έτσι χάνεται μπροστά στα μάτια μας πλήθος
από υπάρξεις και από έργα τέχνης, επειδή απουσιάζει ολοκληρωτικά η κριτική».
(*) Άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στον "Φιλελεύθερο"Κύπρου, 19/8/2018, καθώς έχει σκληρύνει η ανούσια, για μένα, αντιπαράθεση εκεί για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.