Μη
μπερδεύεστε με το τραγούδι του Πουλόπουλου. Η δικιά μου παρτιτούρα προέκυψε από
μια ανάρτηση στο facebook, ενός φίλου και συναδέλφου μου στην πάλαι ποτέ
Ελευθεροτυπία, του Κώστα Τσαπόγα, διευθυντή του Τμήματος των Διεθνών Ειδήσεων.
Με το
πού έσκασε η οικονομική κρίση και η εφημερίδα έκλεισε, όλοι μείναμε στο δρόμο.
Ο Κώστας πήρε την οικογένειά του και έφυγε κακήν-κακώς για τις Βρυξέλλες. Εκεί,
έγραψε ένα εξαιρετικό κομμάτι στην New York Times για το πως αναγκάστηκε να πάρει την
οικογένειά του και να φύγει από την Ελλάδα.
Ζώντας
πλέον εκεί, είναι παραπάνω από ευτυχισμένος. Είναι άλλη η ζωή, μου λέει συχνά,
κι ας επιμένουμε εμείς ότι «σαν την Ελλάδα δεν έχει». Κι ό,τι χώρες σαν το
Βέλγιο είναι ξενέρωτες. Ένυδρες, όπως κακώς τις μεταφράζουν εκεί…
Παραθέτω
αυτούσια, και με την άδειά του, ό,τι έγραψε αυτές τις μέρες, και πώς εξελίχθηκε
ο διάλογος. Σημειώστε, ότι το «δείγμα» είναι από τις πρώτες-πρώτες αναρτήσεις.
Σίγουρα θα πολλαπλασιαστούν. Ξεκινώ με την δικιά του:
> Κώστας: Μιλούσα αυτές τις
μέρες με 4 Έλληνες που εγκαταστάθηκαν τα τελευταία 4 χρόνια στις Βρυξέλλες. Και
οι 4, όλοι τριαντάρηδες, κάνουν ανεξάρτητα επαγγέλματα. Ιατρικά, παραϊατρικά,
νομικά. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι και οι 4 δεν ανέφεραν το οικονομικό
ως την πρώτη αιτία φυγής από την Ελλάδα αλλά το κλίμα που επικρατεί στην
ελληνική κοινωνία. Όλοι χρησιμοποίησαν τη λέξη "άγριο". Σημειωτέον
ότι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους.
Την
ίδια περιγραφή ακούω από ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν στην Ελλάδα (αλλά
θα ήθελαν να φύγουν). Προσωπική άποψη δεν έχω καθώς δεν την έχω επισκεφθεί εδώ
και 14 χρόνια, ούτε σκοπεύω να το κάνω, όμως οι περιγραφές τους ταιριάζουν με
τις αναμνήσεις μου.
>
Και του απάντησα αυτό:
> Δυστυχώς, έχεις πολύ δίκιο Κώστα μου. Μακάρι να είχα και εγώ τη δύναμη που είχες εσύ, και να φύγω. Θα γίνει. Έστω και αργά. Αλλά όχι κοντά σου. Στην αγαπημένη μου Αγγλία -
μη με παρεξηγείς. Ρίζες είναι αυτές. Εδώ, δεν αντέχεται το πράγμα. Και δεν ευθύνεται η Ελλάδα. Αλλά ο κόσμος της. Οι εξαιρέσεις, λίγες και υπέροχες. Δεν φτάνουν...
> Ιδού η συνέχεια, όταν «άνοιξε» το θέμα:
> Κώστας: Στην Βρετανία ζει εδώ και
15 χρόνια ο γιός μας, Βρετανός υπήκοος εδώ και καιρό. Δύο ώρες μακριά από εμάς με το τρένο.
> Εγώ: Άρα, θα συναντιόμαστε. Και εμάς ο γιός μας εκεί, αλλά έρχεται και στην Ελλάδα και δουλεύει από εδώ.
> Γιώργος Καρελιάς,
καλός συνέδελφός μας, πολιτικός συντάκτης στην πάλαι ποτέ Ελευθεροτυπία, τώρα
αρθρογραφεί στο News24/7: Είναι λίγο εξωραϊσμένη αυτή η άποψη. Στην Ελλάδα ένας νεος γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο παίρνει το πολύ
1500 ευρώ το μήνα. Αν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα ο μισθός είναι υπερδιπλάσιος- και το κόστος ζωής δεν διαφέρει πλέον πολυ -γιατί να μείνει; Αυτό ισχύει για όλα τα επαγγέλματα που έχουν πέραση έξω. Πάντα είχαμε
"τοξικό"
κλίμα στην Ελλάδα. Η μεγάλη φυγή άρχισε στην κρίση. Αυτό λένε τα στοιχεία
> Ο Κώστας: Αυτή είναι η αυθόρμητη δική τους αναφορά. Λογικά υποθέτω ότι αυτό περί
"άγριου"
κλίματος σε συνδυασμό με την επισήμανση "κάθε χρόνο και χειρότερα" που το συνοδεύει έχει σχέση με την κρίση η οποία υποδαυλίζει την επιδείνωση αυτή. Νομίζω ότι αυτά συμπλέουν.
> Σάββας Παπαγρηγοριάδης: Είμαι κι εγώ γιατρός που έζησα 30 χρόνια στην Βρετανία .
Δεν ήταν για τα χρήματα διότι σας διαβεβαιώ οι μισθοί εκεί είναι τόσο όσο χρειάζεται για να ζήσεις αξιοπρεπώς και όχι για να πλουτίσεις . Το βασικό κίνητρο ήταν η ικανοποίηση από την εργασία , η τήρηση της αξιοπρέπειας του γιατρού και προστασία της αξιοπρέπειας του ασθενούς . Επίσης η αίσθηση της συμμετοχής στην δημιουργία αληθινής επιστήμης . Δεν έχει εκεί προβλήματα το σύστημα ; Φυσικά και έχει και είναι πολλά . Δεν υπάρχει σύστημα χωρίς προβλήματα αλλά το βασικό είναι να μην υπάρχει το χειρότερο από όλα : η διαφθορά . Και
αυτό δεν υπάρχει . Και αυτό κάνει την διαφορά . Δεν θα επιχειρήσω συγκρίσεις ούτε με Ελλάδα ούτε με άλλες χώρες. Οι συγκρίσεις γίνονται αποσπασματικά από τον καθένα κατά τον τρόπο που βολεύει πολιτικά . Ας προσπαθήσουμε να κρατήσουμε την «μεγάλη εικόνα» για να κατανοήσουμε που είμαστε και που θέλουμε να πάμε .
> Εγώ, στον Σ.Π: Συμφωνώ απόλυτα. Αν και πολλές φορές, σκοντάφτοντας στα γνωστά εμπόδια εδώ, πέφτω και ξανασηκώνομαι αλλά έχω απογοητευθεί. Διότι τα εμπόδια και οι γνωστές παθογένειες δυσκολεύον όλο και πιο πολύ.
> Έφη Φωτάκη: Προσυπογράφω. Πραγματικά άσχημες συνθήκες και όλοι μιλάνε μόνο για το οικονομικό -που είναι όντως πρόβλημα, αλλά δεν είναι το μοναδικό ή το σημαντικότερο. Η ποιότητα των σχέσεων είναι πιο σημαντική για μένα. Η ανάγκη για επιβολή, το φάγωμα, τα πισώπλατα χτυπήματα, η πονηριά… η ανωριμότητα…
> Ο Κώστας της απαντά: Αυτά ήταν ανέκαθεν προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο να υποθέσω μπορώ ότι η πρόσθετη ένταση που προκάλεσε η κρίση τα επιδείνωσε.
> Κώστας Τσακίρης, έτερος καλός μας συνάδελφος στην «Ε», μπαίνει κι αυτός
στην κουβέντα: Ναι, η αλήθεια είναι
ότι πολύ λίγα πράγματα πλέον σε κρατάνε στην Ελλάδα και μερικά από
αυτά είναι:
Οι δικοί σου άνθρωποι, ο φόβος της ξενιτιάς, η περιουσία που φτιάξαμε ή βρήκαμε, ο καφές στην πλατεία που μοιάζει με σινεμά λόγω ταμπεραμέντου του έλληνα και φυσικά και πάνω από όλα η θάλασσα.
Η ποιότητα έχει χαθεί. Η καθημερινότητα έχει αγριέψει, η επιβίωση θυμίζει γολγοθά, η πρόοδος άγνωστη λέξη εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η κατάθλιψη είναι η εθνική μας ασθένεια και η επικοινωνία
έχει χαθεί.
Όσο για το ερωτικό ταπεραμέντο, μοιάζουμε περισσότερο με γερμανούς (άσε το κάνω και μόνος μου).
Με δυο λέξεις συναισθηματική νοημοσύνη μηδέν με το εγώ να κυριαρχεί λόγω ανάγκης. Αυτά βιώνω τα τελευταία
χρόνια σε ένα προάστιο θα έλεγα προνομιούχο μεσοαστικής τάξης!
>
Επίλογος από τον Κώστα, που τον καταλαβαίνω απολύτως – δεν
θα πω ότι τον ζηλεύω κιόλας γιατί, ευτυχώς, οι γονείς και οι δάσκαλοί μου στην
Αφρική (Ζιμπάμπουε), φρόντισαν αυτό το χούι να μην το έχω:
Οι δικοί μου άνθρωποι ανέκαθεν βρίσκονταν είτε στη Βρετανία, είτε στη Γαλλία είτε στη Πολωνία και ουδεμία σχέση είχαν με την Ελλάδα. Φόβος ξενιτιάς ουδέποτε υπήρχε διότι μόνο στην Ελλάδα ένοιωθα ανέκαθεν ξένος. Ταμπεραμέντο Έλληνα δεν έχω (παρά μόνο κάποια στοιχεία) καθώς, όπως δείχνει και το DNA τεστ που έκανα, έχω μόνο 23% ελληνικά γονίδια. Η θάλασσα κάποτε μου άρεσε. Όμως πλέον την έχω συνδυάσει στο μυαλό μου με τη μεσογειακή ζέστη και ξεραΐλα που απεχθάνομαι. Τα τελευταία χρόνια την απόλαυσα μόνο στη Νορβηγία και μάλιστα χειμώνα (όπως ξέρεις μου αρέσει το τζέρτζελο)!
(*) Άρθρο μου τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Protagon