Thursday, July 19, 2012

... ΜΙΑ ΛΕΜΟΝΙΑ ΑΝΘΙΖΕΙ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ

Ένα τραγούδι για την ημέρα. Ιδιαίτερες συστάσεις δεν χρειάζονται. Κρατάμε από αυτό την απλότητα και ανεμελιά μιας Ελλάδας που δεν ήταν πλούσια στα καταναλωτικά κιτάπια μας, αλλά χαμογελούσε, πάλευε, παραστεκόταν. Μιας Ελλάδας που έπαιρνε δύναμη και ελπίδα από "μια λεμονιά π' ανθίζει στη γειτονιά"...

Το τραγούδι είναι, βεβαίως, το "Υπομονή". Ειναι γραμμένο από τον Σταύρο Ξαρχάκο. Οι στίχοι είναι του Αλέκου Σακελλάριου. Και το ερμηνεύουν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

1 comment:

  1. Παρόλη την απογοήτευση που ζούμε κάθε όλοι μας (αλλός περισσότερο, άλλος λιγότερο) απο τα πολιτικοοικονομικα συμβάντα της χώρας μας,
    Με αφορμή το τίτλο του άρθρου θα θελα να μοιραστώ μαζί σας την δική μου ιστορία. Γεννηθηκα και μεγάλωσα σε μια γειτονιές του Πειραιά, στην Παλιά Κοκκινιά και στη Νίκαια. Άρωμα λεμονιού μπερδεμένο με κανελλογαρύφαλο.
    Εκεί μενω και εγώ,σε μια "οικογενειακή πολυκατοικία" όπως συνηθίζω να την αποκαλώ. Γιαγιά, μαμά, αδέρφια, θείοι και ξαδερφια απαρτίζουν τα 5 διαμερίσματα που μας "φιλοξενούν". Μια μεγάλη αλτάνα ή πρασιά όπως συνηθίζει να λεει η γιαγιάκα μου. Μοδίστρα 70 χρονια περίπου, εν ενεργεία ακομα. Ενας άνθρωπος τίμιος, ειλικρινής, καλοπροαίρετος, γεμάτος αγάπη και αισιοδοξία για το αύριο. " Όλα θα πάνε καλά παιδί μου, έχει ο Θεός, θα τα καταφέρουμε.." συνηθίζει να λεει όταν με βλέπει να γκρινιάζω και ανησυχω για το αύριο. Δυο μεγάλες λεμονιές στις αυλές μας και άπειρα λουλούδια. Μυρωδιές γιασεμιού και νυχτολούλουδου που σου κόβουν την ανάσα. Το σπίτι της πάντα μυρίζει αστράφτει, άρωμα κανέλλας το χειμώνα και ανθόνερο το καλοκαίρι αναδύεται απο τα κατάλευκα σεντόνια της. Οι φίλες τις έρχονται τα πρωινά για να ρωτήσουν αν θέλει κάποια ψώνια. "Σμαρούλα, θέλεις τίποτα απο το Χασάπη; Θα πάω και στο φαρμακείο.." της φωνάζουν περνώντας απο την αυλή. Όχι όχι ευχαριστώ, απαντά χαμογελαστά. Η καλυτερή της φιλενάδα, είναι η αδερφή της που μένει ακριβώς στο απέναντι διαμέρισμα (στην ίδια οικοδομη). Το πρωί εκείνη ετοιμάζει το δίσκο με το πρωινό και με τις νυχτικιές και ρόμπες με δαντέλα, απολαμβάνουν τα καφεδάκια τους και διηγούνται η μια στην άλλη τα νέα της ημέρας. Η πόρτα της γιαγιάς είναι πάντα ανοιχτή με μια σίτα μόνο να βλέπει στο κλιμακοστάσιο και η μπαλκονοπορτα ανοιχτη με τη σίτα οπου μπερδευονται οι μυρωδιες των λουλουδιων. Μετά απο λίγη ώρα κατεβαίνουν τα ξαδέρφια για το σχολείο. Καλημέραα, φωνάζουν βιαστικά. Τότε οι φιλενάδες αποκρίνονται απο μέσα; "Ετσι φεύγετε; χωρίς φιλί;;" Με βιαστικές κινήσεις, ανταποκρίνονται και αναζητούν χαρτζιλίκι για το σχολείο. Στη συνέχεια περνάει ο τυράς, είναι ενάς Μυτηλινιός που έχει ένα μπακάλικο μερικα στενά πιο κάτω απο τη γειτονιά. Πουλάει λαδοτυρι μυτιληνης, βούτυρο φρέσκο, ελιές αντζόύγιες και κάθε Παρασκευή φορτώνει το αυτοκινητάκι του και έρχεται και φωνάζει "Τυράςςςς" χτυπώντας τα κουδούνια. Τις Τετάρτες έρχεται ο κυρ-Αντρέας, 30 χρόνια τον θυμαμαι να έρχεται στη γειτονιά. Πουλάει είδη προικώς και πυζάμες. Πάντα χαμογελαστός με το τεφτεράκι του στο χέρι να ρωτάει τη γιαγια και τη θεία μου, "τι να σας φέρω κοριτσια; δε θελω λεφτά κυρα Σμαρώ την άλλη εβδομάδα και αν δεν εχεις δεν πειράζει...". Ο Σάκης ο γλύκας περνάει το καλοκαίρι και έχει τα μυρωδάτα καρπούζια. Τις Κυριακές με ξυπνάει το άρωμα του λιβανιού. Αν πάει 8 και δεν έχω ξυπνήσει απο μόνη μου, ανοιγει το ράδιο στο δεύτερο ή τρίτο πρόγραμμα και μόλις ανοίξω τα μάτια μου, ερχεται κοντά και μου λεει: Αντε Τάνουλα μου ξύπνα, να πάμε λίγο να ακούσουμε εκκλησία. Σηκώνομαι σε κλάσματα δευτερολέπτου και ετοιμάζομαι, δε μπορώ να της χαλάσω χατήρι. Την βάζω μαζι με την αδερφή της στο αυτοκίνητο και πάμε στη λειτουργία. Εκεί συναντάνε όλες τις φιλενάδες τους και ετσι καταφέρνουμε να φτάσουμε σπίτι περίπου μια ώρα μετά το σχόλασμα της Εκκλήσίας. Η θεία μου ετοιμάζει το μεσημεριανό και εκεινη με παρακαλει να της παίξω λιγο πιάνο να ηρεμήσει. Η ωρα του φαγητου πλησιαζει και οι μυρωδιες απο τα διαμερισματα που μπερδευονται σου σπανε τη μυτη. "Παιδια που θα φαμε;" φωνάζει η μαμά μου, "κάτω, στη Σμαρώ" απαντάει η θεία μου. Ετσι μεσα σε λιγα λεπτά έχουμε στρωσει το τραπέζι και μαζευόμαστε 12 άτομα. Η μεγαλύτερη, η γιαγιάκα μου 82 ετών και η μικρότερη, η ξαδέρφη μου 15. Τα σαββατοβραδα του χειμώνα μαζεύονται οι φίλοι της αδερφή μου σπίτι για ταινία και καταλήγουν στο σπίτι της γιαγιάς για όπου τους έχει ετοιμάσει ζεστους λουκουμάδες ή τηγανήτες με σοκολάτα. Αυτο είναι το σπίτι μου που έζησα και μεγάλωσα. Γεμάτο ζωή, θαλπωρή και αγάπη.

    ReplyDelete

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...