Saturday, July 25, 2015

ΕΧΕΙ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΚΑΝΩ ΕΚΠΟΜΠΗ



Καλησπέρα!




Μου λείπουν πολύ αυτοί οι δύο.
Μου λείπει η μακρά σιωπή τους.
Μου λείπει η απροειδοποίητη ανάδυσή τους από αυτήν.

Τα μαγεμένα σταυροδρόμια που συναντιόμασταν
κι ύστερα χανόμασταν πάλι

Μες τη νύχτα...



Πόσα αγαπημένα πρόσωπα. Μια παρέα.

Αναρωτιέμαι: Αφου μπορέσαμε, έστω και με εξαναγκασμό, να περιορίσουμε τα κεφάλαιά μας, με τον εαυτό μας γιατί δεν τάχουμε καταφέρει;

Που μας ξέφυγε αυτός; Που τον χάσαμε;

Κάπου στην μετάφραση; Στην όχθη της απελιπισίας; Στην άκρη του ονείρου;


Υποψιάζομαι τη πίστη!

Την απλώνω όσο πάει. Από τη μιά άκρη του μικρού μου σύμπαντος ώς την άλλη, και κρέμομαι από αυτή, ανάποδα, να δω πόσο θ' αντέξει. Αυτή, όχι εγώ!

Εγώ καλά είμαι, αλήθεια. Εσύ, όμως;

Η θάλασσα τόσο βαθιά και τυφλή.

Ο ήλιος, η άγρια μετάνοια.

Το μπαστούνι, ο τροχός, το μυαλό.

Δεν κουράστηκες ακόμα, αγάπη;


Ο Περικλής μου στέλνει στιχάκια-μελωδίες, και νοιώθω να μου φωνάζει "δεν θα τα παίξεις;"

Τον αφήνω να νομίζει ότι είμαι πολυάσχολος, αλλά σκέφτομαι. Πολύ, και με τις ώρες.

Δυναμώνω. Φορτίζω. Απαλάσσομαι.


Περνώ τις μισές μου ώρες έξω από το Μαξίμου και το Προεδρικό, και τις άλλες μισές στο λάπτοπ γράφοντας, ή στο τηλέφωνο μεταδίδοντας. Δεν φτάνει δηλαδή που τα ζω τα γεγονότα, όπως όλοι άλλωστε, τα «ξαναζώ» άλλες πέντε φορές ως δημοσιογράφος.

Μου λείπουν τα βιβλία μου. Ανέγγιχτα, εδώ και τρεις εβδομάδες αναπαύονται στο κομοδίνο. 


Δραπετεύω λίγο βλέποντας παλιά μουσικά βιντεάκια στο YouTube, αλλά κι αυτό πάλι, οριζοντιωμένος στο κρεβάτι μ’ ένα iPad στον αέρα, πάλι με κρατά συνδεδεμένος με μία «κατάσταση» από την οποία λαχταρώ να ξεκόψω, έστω για λίγο.




Πετάχτηκα δίπλα, να δω τι γίνεται κι αλλού, και γύρισα με το κεφάλι κάτω.

Ο ένας μου έλεγε «μα, αληθεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι σε δημόσιες υπηρεσίες που πήραν συντάξεις από τα 50 τους;».

Ο άλλος μου έσπρωχνε το μικρόφωνο μέσα στο στόμα και απαιτούσε να του πω «γιατί ενώ εμείς προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να σας σώσουμε, εσείς τσακώνεστε μεταξύ σας με τον πιο φτηνό τρόπο;».

Κοίταξα γύρω μου, να κερδίσω χρόνο και ανάσες. Είχε έναν ρυθμό ήρεμο και σταθερό η ζωή – καθόλου τα δικά μας σκαμπανεβάσματα.

Ως και η φύση έμοιαζε συντονισμένη. Οι κινήσεις αρμονικές, μερικές έμοιαζαν και χορευτικές. Η μέρα τελείωνε στην ώρα της, η νύχτα δεν μπερδευόταν ποτέ με το ξημέρωμα.

Στη πατρίδα, σκέφτηκα, μπορείς στον ίδιο δρόμο να βρεις μαγαζί για πρόγευμα, και άλλο που σερβίρει πατσά για τους ξενύχτηδες.

Το ένα δευτερόλεπτο χαμογέλασα – μου άρεσε η εικόνα. Το άλλο, μελαγχόλησα, γιατί πλάι στην κοπελιά που έχωνε το μικρόφωνο στο στόμα μου, ήταν κι ένας τύπος που μου’δειχνε επιδεικτικά τον λογαριασμό.

Όλων εκείνων των μπρέκφαστ που είχαμε μπερδέψει με δείπνα.

Όλες εκείνες τις νύχτες, που τις ζούσαμε σαν ναταν μέρα.

Όλες τις καλημέρες που λέγαμε λίγοι πριν πάμε για ύπνο…



«Στην ολίγη Ελλάδα που μας απέμεινε» όπου, όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Ιδιωτική Οδό», «το μόνο που μπορείς ακόμη να κάνεις είναι να δέεσαι στους Θεούς σου. Ποιούς Θεούς; Ω, μα είναι πολλοί. Σχεδόν όσοι και ο πληθυσμός της χώρας. Δυο μέτρα κάτω απ’ τη γης, ή πάνω από τον πλαϊνό σου τοίχο τον γδαρμένο, αγρυπνούν. Με σπασμένες μύτες, κομμένο τον έναν βραχίονα, λίγο πράσινο παλαιού καιρού στο μανδύα, ή βυσσινί στους ώμους, κι ένα βλέμμα που δε σταματάει επάνω σου, μόνο τραβάει πέρα. Μοιάζουν συλλογισμένοι και σκυφτοί, σαν να κρατάνε πετονιές, που’ναι τα ίδια τα νήματα της ζωής μας. Κι αυτά όλα, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα παραμονής μεγάλων γεγονότων που δεν ξέρεις αν θα επισυμβούν ποτέ».

Ελπίζω, έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις περί τα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν είχαν αρχίσει και τρέχανε ποτάμι τα σάλια μας από τα πακέτα Ντελόρ από τας Ευρώπας, που αντί να τα επενδύσουμε σωστά, τα κάναμε λαϊκό φαγοπότι, "να έρθει μέρα που τις επερχόμενες γενιές θα τις κυβερνά μια δημογεροντία του πνεύματος, και όχι η αγία και αποστολική εκκλησία του κάθε Αγίου Φράνκενσταιν».

Η ελπίδα του ακόμα να ευοδωθεί. Ήρθαν, πέρασαν και φύγανε πολλά τρένα…

Άκουσα χθες βράδυ έναν πολύ αξιοπρεπή κύριο να λέει στο δελτίο ειδήσεων του Μέγκα στην Ελλάδα: «Παλιά, είχαμε στην μπάντα για να πληρώσουμε και τον επόμενο λογαριασμό. Τώρα, είμαστε…».

Εδώ κόμπιασε. Γιατί προφανώς ντρεπόταν ό άνθρωπος να παραδεχτεί, μπροστά μάλιστα στον αδυσώπητο τηλεοπτικό φακό, ότι είμαστε, όπως είπε, «πίσω – δεν έχουμε ούτε για τα τωρινά». Και κατέληξε, «Έχω κουραστεί. Δεν έχω πια κανένα συναίσθημα».



Καληνύχτα.

Ευχαριστω για την ακρόαση.....

1 comment:

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...