Wednesday, April 1, 2020

Σπάζοντας την καραντίνα...*


Ο ανθοπώλης που ακολουθεί τις πομπές των κηδειών για να φαίνονται πολλοί, και άλλα φιλοσοφικά ερωτήματα για το πόσο και αν κινδυνεύει η κοινωνική μας συνοχή από τον εγκλεισμό μας. 



Πριν λίγες μέρες η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου ανάρτησε στο Facebook  αυτό το απόσπασμα από κείμενο του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου, στην Καθημερινή της 25/3/20, για τον δυσδιάκριτο κίνδυνο που ελλοχεύει για την καθημερινή ζωή αλλά και για την δημοκρατία στο άμεσο μέλλον. Διάβασα ενδιαφέροντα σχόλια, και είπα να παραθέσω εδώ και το δικό μου, διανθισμένο με σκέψεις και εικόνες άτακτες:


«Με την επιβολή της απομόνωσης είναι πολύ πιθανό να ενισχυθεί η ατομικότητα και η νοοτροπία τού : “ο καθένας για την πάρτη του”. Και τούτο εις βάρος της συλλογικότητας, πάνω στην οποία στηρίζεται η καθημερινότητα της δημοκρατίας αλλά και της κοινωνικής συμβίωσης γενικότερα. Διότι, παρά τη μοναξιά που ενδημεί ιδίως στις μεγάλες πόλεις, η ζωή μας έως σήμερα στηριζόταν στη ζεστασιά της φυσικής επικοινωνίας, είτε πρόκειται για τη διασκέδαση και τον αθλητισμό, είτε για τον έρωτα και την αγάπη, είτε ακόμη και για τη θρησκευτική λατρεία. Αν αυτή περιορισθεί, όπως πολλοί προβλέπουν ότι θα συμβεί για να αποτραπούν νέες πανδημίες, τότε πολύ φοβούμαι ότι την κοινωνική συνοχή μας, αν όχι και την ίδια τη δημοκρατία, θα απειλήσουν άλλοι, εξίσου αποτρόπαιοι κίνδυνοι.»

Κατ’ αρχήν, αλλά και κατ’ αρχάς, έχει δίκιο ο Καθηγητής.  Αλλά στην παρούσα φάση δεν έχουμε άλλη επιλογή. Βέβαια, δεν έχω στέρεη άποψη για ποια κοινωνική συνοχή είχαμε ως τώρα, ή αν αυτό που είχαμε ήταν κοινωνική συνοχή. Θέλει πολλή κουβέντα, και είμαι σίγουρος ότι ο καθένας έχει να συνεισφέρει σε αυτήν πολλά.

Σ’ αυτή τη συγκυρία όμως, της πρωτοφανούς πανδημίας που έχει ενσκήψει, κλείνοντάς μας μέσα για να μη μας φάει όλους, το ίντερνετ, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσής του, είναι το καλύτερο εναλλακτικό που έχουμε. Μπορεί να στερούμαστε την φυσική παρουσία άλλων ανθρώπων, κυρίως των δικών μας, αλλά και η διαδικτυακή εικόνα και φωνή είναι σωτήρια εργαλεία. Φαντάζεστε να μην τα είχαμε και αυτά; Τόσο για την ενημέρωση, όσο και για την … κοινωνικότητά μας.

Με τα social media έχω έρθει πολύ πιο κοντά σε συνανθρώπους μου από άλλες χώρες, με τρόπο μάλιστα που δεν θα συνέβαινε ποτέ εάν δεν υπήρχε αυτή η πανδημία. Είδα τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των Ιταλών και Ισπανών συμπατριωτών μου (έτσι λέω εγώ όλους τους Ευρωπαίους), που έχουν πληγεί περισσότερο απ΄ όλους.

Μοιράστηκαν μαζί με μένα, την στεναχώρια, τον πόνο και τον φόβο τους. Όταν μου το επέτρεπαν, με τις εικόνες που ανέβαζαν, έμπαινα και μέσα στα σπίτια τους κιόλας.  Ένοιωσα τη λύπη τους, άκουσα το τραγούδι και τη σιωπή τους. Πρόσεξα τα πρόσωπά τους, όπως δεν θα σου τα έδειχναν ποτέ, ιδίως οι Ιταλοί που και στον ύπνο τους ακόμα περιποιημένοι είναι.

Πριν από το λοκ ντάουν, οι αδιάκριτες εκπομπές εισέβαλλαν καθημερινά στα σπίτια, κυρίως στις κρεβατοκάμαρες των «αναγνωρίσιμων» που, προ κορωνοϊού μας χάριζαν γερές δόσεις από λάϊφσταϊλ – αυτής της ωραίας βιομηχανίας, που τώρα δοκιμάζεται, αφού αποκαλύπτει και τις ωραίες ατέλειες των ανθρώπων. Ίσως όμως και να αναδεικνύει και άλλες πανέμορφες πλευρές τους, που δεν φαίνονταν στα μέχρι πρόσφατα σέλφιζ, που όλα σαν να έμοιαζαν με όλα.

Τώρα όμως, οι ίδιες κάμερες, τηλεοπτικές ή των κινητών,  μας μεταφέρουν μακρινά πλάνα από σκοτεινά μπαλκόνια με πρόσωπα σε φυσικό φωτισμό, και μουσικές αμοντάριστες. Με τις ώρες κάθομαι και παρακολουθώ αυτό το πραγματικό ριάλιτι, και μα το Θεό, όσο και αν σφίγγεται η καρδιά μου, τόσο πιο πολύ με γλυκαίνει η ιδέα ότι κατά έναν παράξενο τρόπο είμαι και εγώ εκεί – απλώνω και δίνω το χέρι μου, ακουμπώ πραγματικούς ανθρώπους, και εύχομαι όταν και εάν έρθει και η δική μου, ώρα να μην είμαι μόνος.

Μέχρι τώρα, βλέπαμε δρόμους γεμάτους, καφετέριες διάσπαρτες και πολύβουες,  σαν υπέροχες κι αλλόκοτες φωλιές ανθρώπων. Τώρα έχουν στοιβάξει τραπεζοκαθίσματα, και θυμίζουν αργία. Αργία που περιμένεις να περάσει, αλλά αργεί.

Μου λείπει η κινητικότητα των ανθρώπων, το movement δηλαδή, αλλά όχι η κίνησή τους, ο συνωστισμός και ο θόρυβός τους. Είναι απίστευτο πόσο έχουν δυναμώσει γύρω μου οι λησμονημένοι ήχοι: του αέρα, του τρεχούμενου νερού, των πουλιών, του ενός αυτοκινήτου μόνο, κάπου-κάπου, του βηματισμού ενός μόνο ανθρώπου στον πεζόδρομο,  και κυρίως οι διαφορετικές «γλώσσες» των ωρών της ημέρας και της νύχτας, που ξέχασα ότι υπήρχαν.

Προχθές, σταμάτησα σε ένα κοιμητήριο εδώ στη Λεμεσό, Κύπρο, όπου έχω εγκλωβιστεί από τις αρχές Μαρτίου. Μόνο στα νεκροταφεία βρίσκεις ανθοπωλεία ανοικτά.  Ήθελα να αγοράσω δυο τρεις γλάστρες να βάλω στη βεράντα μου. Πουλάκι είμαι, και κάθε φωλιά θέλει τον κήπο της. Διάλεξα μια τριανταφυλλιά μυρωδάτη, ένα γεράνι κόκκινο, και άσπρες μαργαρίτες. Ρώτησα τον ανθοπώλη «πώς πάμε;», και απάντησε με ωραίο χιούμορ στην ανόητη, για το συγκεκριμένο τόπο, ερώτησή μου:» «Πολύ ησυχία, φίλε».

Και συνέχισε:

«Όσες κηδείες γίνονταν πριν, γίνονται και τώρα. Περιμένουμε περισσότερες, αλλά επί του παρόντος δεν έχουμε παρά 1-2 απώλειες από κορωνοϊό εδώ στη πόλη.».

Δραματικά, όμως, έχει αλλάξει ο αριθμός εκείνων που συνοδεύουν τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία. Τα μέτρα περιορισμού, παρόλο που εξαιρούν τις κηδείες εφ’ όσον έχεις συμπληρώσει το σχετικό έντυπο, έχει κρατήσει τους φίλους και λοιπούς συγγενείς σπίτια τους.

«Μόνο οι πολύ στενοί έρχονται. Δεν έχω δει παραπάνω από δέκα σε μια κηδεία. Πέντε-έξη είναι συνήθως. Ραγίζει η καρδιά μου. Έτσι, πολλές φορές πάω κι εγώ μαζί τους, να γίνουμε περισσότεροι…», μου είπε ο ανθοπώλης, ένα παλικάρι δυο μέτρα,  και το τραχύ πρόσωπό του πήρε το χρώμα όλων των λουλουδιών που κάθονταν μέσα στους κουβάδες του.

Να, λοιπόν, μια ακόμη «ζεστασιά της φυσικής επικοινωνίας» που ίσως να μην είχε εκδηλωθεί π.κ, και αναφύεται τώρα που ο περιορισμός μας κάνει να προσέχουμε τα μέχρι τώρα απαρατήρητα.

Μερικά από τα οποία είμαι σίγουρος ότι θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή, που ασφαλώς και δοκιμάζεται. Αρκεί όμως, τώρα που κλειστήκαμε λίγο, να αρχίσουμε να παρατηρούμε και λίγο πιο πολύ…

(*) Το άρθρο μου αυτό δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Protagon.gr


No comments:

Post a Comment

Ο Νορβηγός ζογκλέρ*

  Στο τρένο, Παρασκευή κατά τις 11.30 το πρωί, από Κηφισιά-Μοναστηράκι. Ως το Ηράκλειο είχε γεμίσει το βαγόνι μας. «Ποιοι είμαστε;», θα αναρ...